Ο μυθιστοριογράφος που διερεύνησε την Αμερική μέσα από τις αντιφάσεις του, για έξι δεκαετίες, πέθανε σε ηλικία 85 ετών. Η κακή φήμη συνόδευσε την καριέρα του στο ξεκίνημα της, αλλά το τέλος αυτής μόνο μια λέξη μπορεί να το αποδώσει: Κύρος. Ο εκλιπών  επέβαλλε την παρουσία του και την “εξουσία” του, όχι επειδή ήταν ταλαντούχος, αλλά επειδή ήταν επίμονος, όπως όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες.

Ads

Καταπιάστηκε με ζητήματα όπως η ταυτότητα, η συγγραφή, η ηθική, η θνητότητα και το έκανε με προκλητικό και ταυτόχρονα έντιμο τρόπο. Τα βιβλία του διαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό τα αμερικανικά γράμματα στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Με τον λόγο του αποτύπωσε την πολυπλοκότητα της εβραϊκής-αμερικανικής κληρονομιάς με κορυφαία παραδείγματα “Το σύνδρομο Πόρτνοϊ”, “Ανθρώπινο στίγμα”, “Η συνωμοσία εναντίον της Αμερικής” τα οποία έτυχαν θετικής υποδοχής, κριτικά και εμπορικά.

Ο Ροθ, με το “Αντίο Κολόμπους” (1959), από τα πρώτα του έργα, βρήκε αμέσως επιτυχία και αμφισβήτηση. Σε αυτό ακολουθεί την τύχη Εβραίων-Αμερικανών της μεσαίας τάξης οι οποίοι εγκλωβίζονται ανάμεσα στο παλιό και το νέο και διαπραγματεύονται τα όρια μεταξύ αφομοίωσης και διαφορετικότητας στα προάστια. Με το συγκεκριμένο έργο κέρδισε το “National Book Award” αλλά και την καταδίκη όσων τον κατηγόρησαν για αντισημιτισμό, πως ήταν “Εβραίος που μισεί τον εαυτό του”.

Αν το ξεκίνημα ήταν καλό, δέκα χρόνια μετά έρχεται το βιβλίο που θα τον πάει σε άλλο επίπεδο, “Το σύνδρομο Πόρτνοϊ”. Από καλός, επινοητικός συγγραφέας, γίνεται σκανδαλώδης διασημότητα και αμέσως μπαίνει στη λίστα με τους ευπώλητους συγγραφείς. Πρόκειται για άγριο, κωμικό μονόλογο ο οποίος χαρτογραφεί τη ζωή του Αλεξάντερ Πόρτνοϊ καθώς αυτός κυνηγά τη σεξουαλική απελευθέρωση μέσω ακραίων ερωτικών πράξεων. Το μόνο που τον κρατά είναι η σιδερένια λαβή της Εβραϊκής-Αμερικανικής ανατροφής του. Το να γράψει για τον Πόρτνοϊ ήταν εύκολο, έχει παραδεχτεί, “Το σύνδρομο Πόρτνοϊ” όμως τον έφερε αντιμέτωπο με τον ευτελισμό των πάντων. Ο εκδότης του Ααρον Ασερ χαρακτήρισε την κατάσταση “ο εφιάλτης μιας μεγάλης επιτυχίας”.  Η “απάντηση” του Ροθ σε όλο αυτό ήταν να στραφεί περισσότερο στη μυθοπλασία εξερευνώντας τις πιθανότητες του μυθιστορήματος σε βιβλία όπως το “Our Gang” (πολιτική σάτιρα) και “Το βυζί”. Το διάστημα 1972-1977 θα ταξιδέψει αρκετές φορές στην Τσεχοσλοβακία και θα γίνει φίλος με τους Μίλαν Κούντερα, Βάτσλαβ Χάβελ. Το 1975 θα γνωρίσει την ηθοποιό Κλερ Μπλουμ.

Ads

Οπως όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς, έτσι και ο Ροθ είχε τα “alter egos” του. Μέσα από τους Νέιθαν Ζάκερμαν, Ντέιβιντ Κεπές, ξεκίνησε να εξετάζει τη σχέση του έργου με τον δημιουργό του. Ο Ζάκερμαν ήταν αυτός που πλησίασε περισσότερο τον Ροθ. Μέσα απ’ αυτόν ασχολήθηκε με τη φήμη, τη λογοτεχνία και την εβραϊκή ταυτότητα σε πέντε βιβλία. Από το “Ο συγγραφέας φάντασμα (1979) έως το “Η αντιζωή” (1986) το δημιούργημα ήρθε πολύ κοντά με τη ζωή του δημιουργού.

Οι κριτικοί δυσκολεύονταν να εντοπίσουν το όριο μεταξύ ζωής και φαντασίας στο έργο του. Ο ίδιος τους αντιμετώπιζε με περιφρόνηση, τονίζοντας “είναι όλα εγώ… τίποτα δεν είμαι εγώ”. Απέρριπτε την περιγραφή των χαρακτήρων του ως “alter egos” λέγοντας πως “τίποτα απ’ αυτά δεν μου συνέβη. Είναι φανταστικά”. Η κατηγοριοποίηση της δουλειάς του ως “αυτοβιογραφική” ή “εξομολογητική” ήταν προσβολή για την ικανότητα του ως συγγραφέα. Γι’ αυτόν, η δράση έξω από τον ρόλο ήταν το ευχάριστο κομμάτι μιας ζωής στην οποία κόπιαζε να φτιάξει μια “ημι-φανταστική ύπαρξη έξω από το αληθινό δράμα της ζωής μου”.

Το 1990 σηματοδοτεί το ξεκίνημα μιας νέας φάσης στη ζωή και την καριέρα του. Παντρεύεται την Μπλουμ και εκδίδει το βιβλίο “Απάτη”. Πρόκειται για μυθιστόρημα που εξιστορεί τη ζωή ενός παντρεμένου συγγραφέα ο οποίος συνάπτει σχέση με γυναίκα από την Αγγλία. Μετά απ’ αυτό προκλήθηκε ρήξη στη σχέση του με την Μπλουμ και ο Ροθ έπεσε σε κατάθλιψη. Το ζευγάρι χώρισε μετά από τέσσερα χρόνια και ο Ροθ αποτραβήχτηκε σε φάρμα στο Κονέκτικατ προσπαθώντας να ζήσει ασκητικά. Να δουλέψει ασκητικά. Η απομόνωση του έκανε καλό. Αναζητώντας τη σωστή φράση ή λέξη μας έδωσε σειρά σπουδαίων, ισχυρών, μυθιστορημάτων επιβεβαιώνοντας τη θέση του, αυτή του τιτάνα της αμερικανικής λογοτεχνίας. Αφού κέρδισε για 2η φορά το “National Book Award” το 1995 για “Το θέατρο του Σάμπαθ”, έστρεψε το βλέμμα του προς τα έξω. Ασχολήθηκε με την εξέγερση εναντίον του Βιετνάμ και με το “Αμερικανικό ειδύλλιο” κέρδισε το 1997 το Πούλιτζερ. Το 1998 δημοσιεύεται το “Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή”, (αναφορά στον Μακαρθισμό) και το 2000 “Το ανθρώπινο στίγμα” για τους πολιτικούς πολέμους των ΗΠΑ. Τέσσερα χρονιά μετά θα μας παραδώσει το “Η συνωμοσία εναντίον της Αμερικής” στο οποίο καταπιάνεται με τον φασισμό. Σε καθένα απ’ αυτά, υποβάλλει τους χαρακτήρες του στην πίεση των γεγονότων εξετάζοντας τα αποτελέσματα αυτού που αποκαλούσε “η φωτιά της Ιστορίας στο κέντρο και πώς ο καπνός της φτάνει στα σπίτια μας”.

image

Την τελευταία περίοδο της ζωής του επέστρεψε στη θεματική της θνητότητας με το αριστουργηματικό “Καθένας” (2006) και το “Φεύγει το φάντασμα” (2007), το τελευταίο βιβλίο με τον “Νέιθαν Ζάκερμαν”. Στο τελευταίο, ο ακράτητος σάτυρος -αδύναμος πια, αλλά πάντα σεξουαλικά απογοητευμένος- επιστρέφει στη Νέα Υόρκη για εγχείριση στην ουροδόχο κύστη. Εκεί γνωρίζει μια όμορφη, με μεγάλο στήθος, νεαρή Εβραία, ο φίλος της οποίας γράφει τη βιογραφία συγγραφέα τον οποίο επισκέφθηκε ο Ζάκερμαν στον “Συγγραφέα φάντασμα” και έχει βρει χαμένο χειρόγραφο που πιστεύει ότι είναι αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα.

Ορισμένοι κριτικοί απογοητεύτηκαν με αυτό το προληπτικό χτύπημα στους μελλοντικούς βιογράφους του. Το είδαν ως επιστροφή στο “ναρκισσιστικό παιχνίδι” των 70’s. Ο Ροθ όμως αδιαφορούσε και το 2008 έλεγε: “το κοινό για το οποίο γράφω είμαι εγώ. Και είμαι τόσο απασχολημένος να το καταλάβω, που το τελευταίο που αναρωτιέμαι είναι τι θα σκεφτεί ο τάδε ή ο δείνα”.

Το 2010 θα δημοσιεύσει το τελευταίο του βιβλίο, το “Νέμεσις” (εξερεύνηση του Θεού και της ενοχής). Δυο χρόνια μετά ανακοίνωνε επίσημα την απόσυρση του από τον λογοτεχνικό χώρο και την αφοσίωση του πια στα χόμπι του. Το κολύμπι, το μπέιζμπολ και το διάβασμα. Σε μία από τις τελευταίες του συνεντεύξεις (στους “New York Times”) περιγράφοντας τη γήρανση του, τη θνησιμότητα του που “θορυβούσε”, σημείωνε πως “χαλαρώνεις όλο και περισσότερο στην τρομερή κοιλάδα των σκιών». Ο Ροθ ζούσε για την πρόκληση. Την πρόκληση που καταλήγει σε υπέρβαση και δεν μένει πρόκληση. Πρώτα για τον εαυτό του και μετά για τους αναγνώστες του. Σε συνέντευξη του στο “theparisreview” είχε πει πως δεν έχει τον αναγνώστη Ροθ στο μυαλό του όταν γράφει. “Συνήθως έχω τον αντί-Ροθ. Σκέφτομαι Πώς θα το μισήσει αυτό! Αυτό είναι η ενθάρρυνση που χρειάζομαι”.

Πηγή: toperiodiko.gr