Θυμάμαι τον Μένη Κουμανταρέα σε εκείνο το γύρισμα της συμμετοχής του στο ντοκιμαντέρ για τον φίλο του, τον Κούνδουρο. «Πού θα γίνει;», με ρώτησε. «Στης Ντόρας Μπακοπούλου», του απάντησα. «Α, ξέρω. Κι αν έχουμε κάνει εκεί βραδιές με τη Ντόρα!», σχολίασε, χαρήκαμε κι οι δυο και κλείσαμε το τηλέφωνο.  

Ads

Λίγες μέρες μετά, μεσημέρι, φτάνοντας στην οικία της Μπακοπούλου στο Παγκράτι, ο ήχος του πιάνου ακουγόταν αρκετά μέτρα έξω απ’ την είσοδο της πολυκατοικίας της.

Προβάριζε τη «Μεγάλη σούστα» από το έργο του Χατζιδάκι «Για μια μικρή λευκή αχιβάδα».

Μπαίνουμε στο σπίτι, ο Γιάννης Σολδάτος, ο οπερατέρ Δημήτρης Θεοδωρόπουλος, ο ηχολήπτης Μαρίνος Αθανασόπουλος, το μίνι συνεργείο. Μαζί μας ήταν και ο ποιητής Αντρέας Παγουλάτος, επίσης φίλος των Μπακοπούλου – Κουμανταρέα.

Ads

Σκέφτομαι τώρα πόσοι έχουν φύγει απ’ τη ζωή και που συμμετείχαν σ’αυτό το ντοκιμαντέρ: Θόδωρος Αγγελόπουλος, Τάσος Ζωγράφος, Παύλος Μάτεσις, Νίκος Μαμαγκάκης, Αντρέας Παγουλάτος, Ιάκωβος Καμπανέλλης και τώρα ο Μένης Κουμανταρέας – είναι σοκαριστικό πραγματικά…

Η Μπακοπούλου, λοιπόν, έπαιζε τη «Μεγάλη σούστα» και δίπλα στο πιάνο στεκόταν όρθιος ο Κουμανταρέας. Μας έκανε νόημα να μη διακόψουμε τη μυσταγωγία της ακρόασης, έστω κι αν ακόμη δεν είχε ξεκινήσει το γύρισμα. Το σεβαστήκαμε. Κάτσαμε στους καναπέδες, περιμέναμε να τελειώσει το κομμάτι κι ύστερα πιάσαμε την κουβέντα.

Παρακολουθούσα τον Κουμανταρέα με πόσο στυλ κάπνιζε. Μου αρέσουν οι άνθρωποι που χαίρονται τη βλαβερή αυτή συνήθεια, όπως κι εγώ. «Τι θέλετε να πούμε, νεαρέ μου;», με ρώτησε. «Για την εκδρομή εκείνη που δεν είχε πάει ο Κούνδουρος κι όταν επέστρεψε ο, ερωτευμένος μαζί του, Χατζιδάκις, του χάρισε μια μικρή αχιβάδα να ξέρει τι έχασε…» Χαμογέλασε. Τα είχε όλα έτοιμα στο κεφάλι του, ήξερε πάνω – κάτω τι θα του ζητούσα να πει.

Υπόμεινε το μακιγιάζ της Ιωάννας Λυγίζου, αλλά ήθελε να λέει ιστορίες ενόσω διαρκούσε η διαδικασία. Έτσι, το μακιγιάζ δεν «έπιανε» και του είπαμε να ξανακαθίσει άλλες δυο-τρεις φορές στην καρέκλα.   Είχε έναν πολύ σοβαρό λόγο ο Κουμανταρέας στην κάμερα. Λιτός και ευθύς, παρ’ όλο που θα προτιμούσα να έχουν καταγραφεί τελικά όσα είπε προτού πάμε πλάνο.   Θυμήθηκε όμως και όλο το σκηνικό του κουνδουρικού «Δράκου», την υπόγεια ταβέρνα που μαζί με τον Βασίλη Βασιλικό συμμετείχαν στον περίφημο χορό υπό τους ήχους του Χατζιδάκι και των λαϊκών μοτίβων του Τσιτσάνη – ο Κούνδουρος, όμως, στο μοντάζ έδειξε μόνο τα πόδια τους!

Μετά το τέλος του γυρίσματος, που τραβούσαμε σε φιλμ super16 χιλιοστών, άρα δε μπορούσαμε εκ των πραγμάτων να είμαστε…γαλαντόμοι, φάγαμε παρέα στη βεράντα της Μπακοπούλου. Ανταλλάξαμε απόψεις για τη σύγχρονη λογοτεχνία, παρακολούθησα τον Κουμανταρέα να στέλνει χαιρετίσματα στον Νάνο Βαλαωρίτη μέσω του Παγουλάτου και, φυσικά, κατέγραψα φοβερές ιστορίες για τον Χατζιδάκι και τον Κούνδουρο – την αιτία δηλαδή της συνάντησης μας.

«Η δόξα του σκαπανέα» μονοπώλησε έπειτα την κουβέντα μας. Είναι ένα βιβλίο που κάποτε μου χαρίστηκε η πρώτη του έκδοση κι ακόμη φυλάω σαν κόρη οφθαλμού. «Περάσατε καλά στο στρατό;», με είχε ρωτήσει, θυμάμαι. «Για το στρατό θα λέμε τώρα, κύριε Κουμανταρέα;», ήταν η δική μου απάντηση σε εκείνον που μια ζωή έπαιζε στα γραπτά του με το απωθημένο ένστικτο των μοναχικών ανθρώπων.  

Η συνάντηση εκείνη έληξε με την επιθυμία του Κουμανταρέα να ξανασυναντηθούμε κάποτε και να περάσουμε οι δυο μας από το σπίτι του Μάνου Χατζιδάκι στο Παγκράτι. Δεν του άρεσε – είχε πει – που η ταμπέλα απ’ έξω έγραφε «Οικία Κωνσταντίνου Μάνου» και όχι «Οικία Μάνου Χατζιδάκι», κάτι που σήμερα, νομίζω, έχει διορθωθεί.  

Δεν τα καταφέραμε. Βρεθήκαμε πάλι στην κηδεία του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Καθόταν με τον φίλο του, τον ποιητή Θανάση Ν. Νιάρχο. «Ακόμη περιμένω την κόπια του ντοκιμαντέρ σας», ήταν το μόνο που μου είπε.  

Η είδηση του τόσο άδοξου θανάτου αυτού του ανθρώπου με σόκαρε πρωί – πρωί. Στην αρχή πίστεψα πως κάποιος τρολλάρει στο internet, ενοχλημένος ακόμη από κάποιες μισογύνικες δηλώσεις του συγγραφέα στην τηλεόραση. Δυστυχώς δεν ήταν τρολλάρισμα.

Ο Μένης Κουμανταρέας βρέθηκε δολοφονημένος, λίγο καιρό μετά το θάνατο της Λιλής, της γυναίκας του. Το τι πρόκειται να ακούσουμε για τις συνθήκες του θανάτου του, σχεδόν όλοι το γνωρίζουμε. Ας μη γίνει βορά των κουτσομπολίστικων ένας τέτοιος καλλιτέχνης, ας σεβαστούμε όλοι το τι ήταν αυτός ο άνθρωπος για τα νεοελληνικά γράμματα και τον ελληνικό πολιτισμό του 20ου αι.

Αισθάνομαι τυχερός που τον γνώρισα και που αποτύπωσα τη μορφή και το λόγο του σε ένα κινηματογραφικό πορτραίτο.

Πηγή: Lifo.gr