Το 1991, η Θέλμα και η Λουίζ ακολουθούσαν τη δική τους διαδρομή ελευθερίας στη μεγάλη οθόνη -χωρίς να μας αφήνουν να ξεχνάμε ούτε λεπτό τα δραματικά αδιέξοδα που η κοινωνία κατασκευάζει για τις γυναίκες.

Ads

Δύο γυναίκες πρωταγωνιστούσαν, μία γυναικεία φιλία ήταν στο επίκεντρο της ταινίας, μια γυναίκα έγραφε το σενάριο. Ήταν μια -αληθινά- γυναικεία ταινία, και γι΄αυτό, επαναστατική. 25 χρόνια πέρασαν από τότε. Αλλά, ο τρόπος με τον οποίο συνήθως παρουσιάζεται η γυναίκα στην οθόνη, παρέμεινε προβληματικός. Τι ρόλο παίζει η παρουσία, ή καλύτερα η έλλειψή της, γυναικών πίσω από τις κάμερες; Μεγάλο, λένε οι βρετανίδες ερευνήτριες Kim Akass και Lyndsay Duthie, που έγραψαν ένα άρθρο στην ιστοσελίδα The Conversation. Επικοινωνήσαμε μαζί τους, για να μας πουν τι συμβαίνει στην οθόνη της τηλεόρασης και του κινηματογράφου, και πόσο επηρεάζει τις γυναίκες. Αλλά και για την «ποινή της μητρότητας» στον σύγχρονο εργασιακό χώρο.

Όσο πιο πολλή τηλεόραση βλέπει ένα κορίτσι, τόσο λιγότερες επιλογές θεωρεί ότι έχει στη ζωή. Δε βλέπει όλες τις σπουδαίες επιλογές που παρουσιάζονται στα αγόρια και τους άντρες. Αντίθετα, η αντρική αυτοπεποίθηση αυξάνεται με την παρακολούθηση τηλεόρασης. Το δεδομένο φέρνει στο φως έρευνα που έκανε το Ινστιτούτο Τζίνα Ντέιβις με τον Τζέι Γουόλτερ Τόμσον για την παρουσία των γυναικών μπροστά και πίσω από την οθόνη.

image
Η καθηγήτρια του πανεπιστημίου του Χερντφορντσάιρ, Kim Akass

Ads

«Μιλάμε πολύ για τις αρνητικές συνέπειες της τηλεόρασης στα παιδιά. Αλλά όχι για αυτό το δεδομένο. Πώς επηρεάζει η τηλεόραση ένα κορίτσι;», ρωτάω την Κιμ Άκας, επίκουρη καθηγήτρια Κινηματογράφου και Τηλεόρασης στο πανεπιστήμιο του Χερντφορντσάιρ.

«Αν ένα κορίτσι βλέπει δυνατές, ανεξάρτητες γυναίκες, θα πιστέψει ότι και εκείνη επίσης μπορεί να είναι δυνατή και ανεξάρτητη. Όλοι χρειαζόμαστε πρότυπα. Η άλλη πλευρά αυτού, είναι ότι οι άντρες πολύ συχνά ‘τρέφονται’ με μια κινηματογραφική και τηλεοπτική δίαιτα βίας προς άλλους άντρες. Αυτού του είδους η αρρενωπότητα δεν είναι απαραίτητα αυτό που συμβαίνει, αλλά όσο πιο πολύ το βλέπουμε στις οθόνες μας -και στα βιντεοπαιχνίδια- τόσο περισσότερο πιστεύουμε ότι αυτό είναι το φυσιολογικό. Οπότε, αν ένα νέο κορίτσι ‘τρέφεται’ με μια δίαιτα πριγκιπισσών και αιώνιας αγάπης με τον πρίγκιπά της, θα μεγαλώσει πιστεύοντας ότι για αυτό πρέπει να πασχίσει. Πρέπει να ‘σπάσουμε’ αυτού του είδους την κυριαρχία και να δείξουμε στα κορίτσια και τις γυναίκες πιο ποικιλόμορφα πράγματα για τα οποία αξίζει να παλέψουν.»

Το «CSI effect»

Η Τζίνα Ντέιβις, πρωταγωνίστρια -μαζί με την Σούζαν Σαράντον- της ταινίας «Θέλμα και Λουίζ», δουλεύει μέσα από το Ινστιτούτο που δημιούργησε, για την ισότητα στην οθόνη. «Τον 21ο αιώνα, δεν υπάρχει λόγος να δείχνουμε έναν κόσμο στερημένο από τη γυναικεία παρουσία», έχει πει στην εφημερίδα Guardian. «Υπάρχουν λίγα γυναικεία «πρότυπα» σε πολλά πεδία της αληθινής ζωής -στην επιστήμη, την τεχνολογία, τα μαθηματικά. Όταν μελετήσαμε τους γυναικείους χαρακτήρες στην τηλεόραση, είδαμε ότι μόνο ένας εκπροσωπούνταν σωστά: ο εγκληματολόγος, εξαιτίας του CSI.» Και στην πραγματική ζωή, ο αριθμός των γυναικών που θέλησαν να ασχοληθούν με αυτή τη δουλειά εκτοξεύτηκε, σύμφωνα με έρευνα των Ράστον και Ντεμπέλα για το πανεπιστήμιο Μάρσαλ. Το ονόμασαν και «CSI effect». Το 30% των ερωτηθέντων στην έρευνα είπαν ότι τέτοιου είδους θεάματα επηρέασαν την απόφασή τους να μπουν στο επάγγελμα.

Η Κιμ Άκας και η Λίντσει Ντούθι, επικεφαλής προγράμματος για τον Κινηματογράφο και την Τηλεόραση στο πανεπιστήμιο του Χερντφορντσάιρ, εξετάζουν την τελευταία δεκαετία τον τρόπο με τον οποίο οι μητέρες και οι μεγαλύτερες γυναίκες απεικονίζονται στην τηλεόραση. «Τώρα μελετούμε τον ρόλο που παίζει ο ρόλος της γυναίκας πίσω από την κάμερα», γράφουν στο άρθρο τους. «Αυτό που βρήκαμε είναι ότι η έλλειψη μητέρων πίσω από τις κάμερες αναπόφευκτα επηρεάζει το πώς παρουσιάζονται οι γυναίκες

image
Η παραγωγός Μέγκαν Έλισον

Γυναίκες που δεν επιτρέπεται να γερνούν

Η αναλογία αντρών-γυναικείων ρόλων στις οικογενειακές ταινίες σήμερα είναι 3-1. Ακριβώς όσο και το 1946. Αλλά και στο ζήτημα της ηλικίας, τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Τον Ιούνιο του 2015, η 70χρονη βραβευμένη με Όσκαρ ηθοποιός Έλεν Μίρεν, μιλούσε για «γελοίες» επιλογές ηθοποιών στο Χόλιγουντ, με αφορμή την είδηση ότι η 37χρονη Μάγκι Γκίλενχαλ είχε θεωρηθεί πολύ μεγάλη για να υποδυθεί τη γυναίκα την οποία ερωτεύεται ένας ηθοποιός 18 χρόνια μεγαλύτερός της. «Είναι εξοργιστικό. Είναι γελοίο. Είδαμε όλοι τον Τζέιμς Μποντ να γίνεται όλο και πιο γέρος, και τις φιλενάδες του να γίνονται όλο και πιο νέες. Είναι τόσο ενοχλητικό».

Μήπως είναι πιο ενθαρρυντικά τα στοιχεία για την παρουσία των γυναικών πίσω από την κάμερα; Μια άλλη έρευνα δείχνει ότι στα 250 κορυφαία φιλμ στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2015, οι γυναίκες ήταν το 9% των σκηνοθετών και το 11% των σεναριογράφων. Καλύτεροι είναι οι αριθμοί στην παραγωγή ταινιών, με το 26% όσων ασχολούνται να είναι γυναίκες.

Αλλά γιατί τόσο λίγες γυναίκες σκηνοθετούν; «Η σκηνοθεσία δεν είναι το επάγγελμα που οι γυναίκες προτιμούν λιγότερο. Δουλεύουμε σε ένα πανεπιστήμιο που διδάσκει παραγωγή», μου λέει η Κιμ Άκας. «Οι γυναίκες μπορούν να σκηνοθετήσουν, θέλουν να σκηνοθετήσουν και κάποιες φορές το κάνουν, αλλά η σκέψη με βάση το φύλο υπονομεύει το μονοπάτι της καριέρας τους. Στους άντρες δεν αρέσει να παίρνουν εντολές από γυναίκες σκηνοθέτες. Υπάρχουν τόσο εδραιωμένες στάσεις, ώστε ακόμη και στο πλατό ενός πανεπιστημίου, οι γυναίκες έχουν την τάση να μένουν πίσω και να επιτρέπουν στους άντρες να πάρουν τα ηνία. Στην παραγωγή υπάρχουν περισσότερες γυναίκες επειδή έχει να κάνει περισσότερο με τη «φροντίδα», το ότι οι γυναίκες «είναι καλές» στην οργάνωση, κτλ».

image
Η σκηνοθέτιδα Σοφία Κόπολα

Τι συμβαίνει μόλις μπει γυναίκα πίσω από την κάμερα

Μόλις, όμως, «μπει στο κάδρο» γυναίκα σκηνοθέτιδα, τα πράγματα αλλάζουν. Στις ταινίες  με τουλάχιστον μία γυναίκα σκηνοθέτη παρατηρήθηκαν μεγαλύτερα ποσοστά γυναικών και σε άλλα πεδία, όπως στη συγγραφή του σεναρίου, το μοντάζ και την κινηματογράφηση, σε σχέση με τις ταινίες με αποκλειστικά άντρες σκηνοθέτες. Στις ταινίες με μία τουλάχιστον γυναίκα σκηνοθέτη, οι γυναίκες ήταν το 53% των σεναριογράφων -σε αυτές με μόνο άντρες σκηνοθέτες, ήταν το 10%. Γιατί συμβαίνει αυτό;

«Έχει να κάνει με τα δίκτυα, καθώς και με το ότι οι άνθρωποι ενός φύλου προτιμούν να δουλεύουν με το δικό τους φύλο. Για παράδειγμα, οι γυναίκες είναι πολύ πιο πιθανό να είναι υποστηρικτικές σε μια γυναίκα σκηνοθέτιδα, να μην την κατηγορούν για αυταρχισμό και να μην υπονομεύουν τις επιλογές της με τον τρόπο που αναφέρεται ότι κάνουν οι άντρες.»

Η «ποινή της μητρότητας»

Οι δύο βρετανίδες ερευνήτριες κάνουν, όμως, και μια άλλη ενδιαφέρουσα παρατήρηση. Γράφουν στο άρθρο τους ότι ενώ η κατάσταση στον εργασιακό χώρο έχει βελτιωθεί για πολλές γυναίκες, για τις μητέρες έχει χειροτερέψει. Ζητάω από την καθηγήτρια του πανεπιστημίου του Χερντφορντσάιρ να μου πει λίγα παραπάνω πράγματα για αυτό. «Με οδηγό τα ιδανικά της ελεύθερης αγοράς και των ιδιωτικοποιήσεων, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές προωθούν την απορρύθμιση του εμπορίου και τις περικοπές στην κρατική δαπάνη ευνοώντας τη μείωση των φόρων, και επιβάλλουν περικοπές στους προϋπολογισμούς σε σχέση με όλο και πιο πολύ πιεσμένες δημόσιες υπηρεσίες. Αυτές οι σκληρές πολιτικές έχουν ενισχυθεί από τις πρόσφατες οικονομικές κρίσεις, τις υφέσεις που ακολουθούν και από τη σκληρή λιτότητα που έχει δραματικές συνέπειες για πολλούς ανθρώπους στον δυτικό κόσμο.

Ενώ άντρες και γυναίκες επιλέγουν να κάνουν παιδιά, και η συνεχής αναγέννηση της κοινωνίας εξαρτάται από την αναπαραγωγή του ανθρώπινου είδους, οι γυναίκες είναι αυτές από τις οποίες συνήθως αναμένεται να φροντίζουν τα παιδιά -η βιολογία μας συνδέει με την αναπαραγωγή και ο τρόπος σκέψης με βάση το φύλο υπονοεί ότι οι γυναίκες είναι πιο κατάλληλες να αναλάβουν ευθύνες φροντίδας. Οπότε, σε αυτού του είδους τον κόσμο, και με μικρή υποστήριξη από το κράτος, οι γυναίκες μένουν να κρατούν κυριολεκτικά το παιδί σε έναν χώρο εργασίας που  μετατρέπει σε αξία τον «ιδανικό» εργαζόμενο -αυτούς που μπορούν να δουλεύουν πολλές ώρες, παρατεταμένες εβδομάδες, και βάζουν πρώτα την καριέρα τους -με αποτέλεσμα οι μητέρες συχνά να καταλήγουν αποκλεισμένες. Είναι αδύνατο να είσαι «ιδανικός εργαζόμενος» με παιδιά, αδύνατο να βάλεις την καριέρα σου πρώτη, ειδικά όταν η ελεύθερη αγορά δε στηρίζει τη φροντίδα των παιδιών και η ιδιωτικοποίηση την κάνει ακόμη πιο ακριβή.»

Και η «ποινή της μητρότητας», όπως την ονομάζουν, δεν είναι μικρή. «Από τη στιγμή που οι γυναίκες κάνουν παιδιά, ανακαλύπτουν ότι χτυπούν στον ‘τοίχο της μητρότητας’.

Ενώ οι άντρες με οικογένεια θεωρούνται πιο ασφαλές «στοίχημα» και ανεβαίνουν τις βαθμίδες, οι γυναίκες με παιδιά θεωρούνται λιγότερο αξιόπιστες στη δουλειά. Συχνά τοποθετούνται σε «θέσεις-για-μαμάδες» και δεν προάγονται. Η ‘ποινή της μητρότητας’ έχει αποτέλεσμα να ‘κολλάνε’ σε δουλειές, να μην προάγονται, να πληρώνονται λιγότερο και έπειτα, επειδή συχνά αναγκάζονται να φύγουν από τον εργασιακό χώρο παίρνοντας μικρότερη σύνταξη.

Η ‘ποινή της μητρότητας’ έχει οικονομικές συνέπειες στις γυναίκες όταν αφήνουν τη δουλειά για να μείνουν στο σπίτι. Πώς μπορούν να συνδυάσουν τη φροντίδα των παιδιών και μια απαιτητική καριέρα ακόμη κι αν το θέλουν; Το αποτέλεσμα είναι να παίρνουν ‘θέσεις-για-μαμάδες’, δηλαδή θέσεις που ταιριάζουν με τις ώρες του σχολείου

image
Η σκηνοθέτιδα Λίζα Τσολοντένκο

Το βάθος της προκατάληψης

«Πιστεύετε ότι η προκατάληψη είναι τόσο εδραιωμένη ώστε οι άνθρωποι στη βιομηχανία του κινηματογράφου και της τηλεόρασης δε συνειδητοποιούν το εύρος της προκατάληψής τους απέναντι στις γυναίκες και τις μητέρες, ή ότι οι άντρες κατέχουν τις περισσότερες θέσεις λήψης αποφάσεων και έχουν συνείδηση του αποτελέσματος αυτού που κάνουν;», ρωτάω την Κιμ Άκας.

«Ειλικρινά πιστεύω ότι οι άντρες δεν αμφισβητούν την κυριαρχία τους στον χώρο εργασίας. Γιατί να το κάνουν; Έχουν ιδιοτελές συμφέρον να διατηρήσουν την κυριαρχία τους. Για παράδειγμα… όποτε το θέμα αυτό έρχεται στη συζήτηση, οι άντρες γίνονται πολύ αμυντικοί. Η ‘πληρωμένη απάντηση’ είναι συχνά ότι οι γυναίκες επιλέγουν να κάνουν παιδιά. Λοιπόν, και οι άντρες κάνουν. (Λένε) ‘Γιατί θα έπρεπε οι επιχειρήσεις να στηρίζουν τις γυναίκες ενώ βρίσκονται στο σπίτι φροντίζοντας παιδιά;’ Λοιπόν, γιατί θα έπρεπε να είναι αναμενόμενο οι γυναίκες να μένουν σπίτι φροντίζοντας παιδιά;»

«Πρέπει να επιδιώξουμε την ισότητα»

«Υπάρχουν χώρες, όπως η Σουηδία, όπου έχει πραγματικά γίνει σημαντική προσπάθεια να επιτευχθεί αληθινή ισότητα. Η φροντίδα των παιδιών στηρίζεται από το κράτος. Στηρίζουν την άδεια ανατροφής παιδιών, και περιμένουν και από τους άντρες και από τις γυναίκες να μεγαλώσουν τα παιδιά τους.»

Στο Σουηδικό Ινστιτούτο Ταινιών, γράφει το indiewire, μια γυναίκα, η Άνα Σέρνερ έχει φτάσει να διανέμει τους πόρους μεταξύ αντρών και γυναικών κινηματογραφιστών σε ποσοστό 50-50. Όταν η Άνα Σέρνερ ανέλαβε το Σουηδικό Ινστιτούτο Ερευνών, η αναλογία ήταν 70-30 υπέρ των αντρών. Η απόφασή της να ενισχύσει τις γυναίκες δημιουργούς επειδή οι εταιρίες «δεν τις θεωρούσαν αξιόπιστες», προκάλεσε επικριτικά σχόλια από άντρες. Η ίδια αιτιολόγησε την απόφασή της λέγοντας: «Δεν πιστεύω ότι οι γυναίκες είναι πιο ικανές ή ότι κάνουν πιο ποιοτικά πράγματα. Αλλά μας έλειπαν οι γυναικείες φωνές, οπότε τώρα που ακούγονται μοιάζουν νέες και μοναδικές. Και είναι μοναδικές οπτικές, επειδή δεν έχουν ακουστεί ποτέ».

«Πρέπει να επιδιωχθεί να υπάρξει αλλαγή στη βιομηχανία, αλλά, αν δεν έχουμε γυναίκες σε θέσεις λήψης αποφάσεων, αυτό δε θα συμβεί ποτέ, καθώς οι άντρες -πιστεύω- δε θα αλλάξουν τίποτα που λειτουργεί προς όφελός τους», λέει η Κιμ Άκας.

Στην τελευταία σκηνή της ταινίας «Θέλμα και Λουίζ», οι δύο ηρωίδες βρίσκονται μέσα στο αυτοκίνητό τους. Πίσω τους, αστυνομικοί. Το ενδεχόμενο της φυλακής. Ο «αντρικός κόσμος», που πρέπει να πείσουν για την αθωότητά τους. Αποφασίζουν να μη γυρίσουν πίσω. Ενώνουν τα χέρια, και οδηγούν στο τέλος του λόφου. Το φινάλε της ταινίας είχε προκαλέσει συζητήσεις. Φεμινίστριες εξέφρασαν τον προβληματισμό ότι το τέλος αυτό έμοιαζε με «ύστατη τιμωρία» δύο γυναικών που επιχείρησαν, και πέτυχαν, να ανακαλύψουν τον εαυτό τους. Αλλά η σεναριογράφος Κάλι Κούρι υπερασπίστηκε το φινάλε που επέλεξε: «Ήταν συμβολικό. Κάναμε τα πάντα για να μη δείτε έναν κυριολεκτικό θάνατο… Μείνατε με την εικόνα τους να πετούν. Πέταξαν μακριά, έξω από αυτόν τον κόσμο, στο συλλογικό ασυνείδητο… Μετά από όλα όσα πέρασαν, δεν ήθελα κανείς να μπορεί να τις αγγίξει.»

Η συζήτηση για το φινάλε της ταινίας θα μπορούσε να συνεχιστεί. Με επιχειρήματα και από τις δύο πλευρές. Αυτό που μάλλον κανείς δε θα αμφισβητούσε, είναι ότι αυτή η ταινία, δε θα γυριζόταν ποτέ σήμερα.

Πηγές: The Conversation, Guardian, indiewire
Φωτογραφίες: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Αναδημοσίευση από την ΕΡΤ