«Μπορείτε εσείς να μας κρίνετε χίλιες φορές ενόχους, όμως η θεά του αιώνιου δικαστηρίου της Ιστορίας θα σκίσει γελώντας τις προτάσεις του εισαγγελέα και την απόφαση του δικαστηρίου και θα μας κρίνει αθώους» Αντολφ Χίτλερ, κλείσιμο της απολογίας του στο δικαστήριο, 27.3.1924

Ads

Ηταν Πρωταπριλιά του 1924 όταν, έπειτα από μια διαδικασία 24 συνεδριάσεων, το δικαστήριο του Μονάχου κατέληξε στην ετυμηγορία του για την υπόθεση της απόπειρας πραξικοπήματος στις 8 προς 9 Νοέμβρη του 1923, που έχει μείνει στην Ιστορία ως το «πραξικόπημα της μπιραρίας».

Τελικά η απόφαση ταίριαζε να εκφωνηθεί τέτοια σημαδιακή μέρα. Παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι κατηγορούμενοι βρέθηκαν ένοχοι για τη βαριά πράξη για την οποία κατηγορούνταν («εσχάτη προδοσία»), όλοι έπεσαν στα μαλακά.

Ο βασικός πρωταγωνιστής της απόπειρας πραξικοπήματος, Αντολφ Χίτλερ, καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλακή, αλλά με πρόβλεψη να ανασταλεί η ποινή του έπειτα από έκτιση λίγων μηνών. Πριν από τα Χριστούγεννα του ίδιου χρόνου ο Χίτλερ είχε ήδη αποφυλακιστεί και ήταν έτοιμος να επιχειρήσει με άλλους τρόπους την κατάκτηση της εξουσίας.

Ads

Αυτή η δίκη-φιάσκο δεν έχει πάρει τη θέση της ανάμεσα στις μεγάλες δίκες της Ιστορίας. Εως πριν από λίγα χρόνια η μόνη έκδοση που περιείχε τα περιληπτικά πρακτικά της ήταν η επίσημη καταγραφή του ίδιου του ναζιστικού κόμματος (NSDAP) που κυκλοφόρησε το 1924.

Και όμως. Η ουσιαστική απαλλαγή του Χίτλερ και των συνεργών του είχε τρομακτικές συνέπειες. Ανοιξε τον δρόμο στη γιγάντωση του ναζιστικού κινήματος και, κυρίως, επέτρεψε στον ίδιο να χαράξει τη στρατηγική της πολιτικής του επικράτησης.

Και, βέβαια, με την απόφαση αυτή το βαυαρικό δικαστικό σύστημα πήρε την ευθύνη για όσα επακολούθησαν. Χάρη στις σχετικά πρόσφατες έρευνες ορισμένων Γερμανών νομικών, έγινε δυνατή η πλήρης έκδοση των πρακτικών της δίκης και η ανασύσταση των πραγματικών περιστατικών που οδήγησαν στην τελική της έκβαση.

Η αινιγματική αυτή υπόθεση έχει προκαλέσει ποικίλες παραναγνώσεις. Ακόμα και στη χώρα μας έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον το προηγούμενο αυτής της δίκης, προκειμένου να τεκμηριωθεί η αμφιβολία ως προς τη σκοπιμότητα της δικαστικής αντιμετώπισης των σύγχρονων μιμητών του Χίτλερ.

Επειδή μάλιστα αυτό που έχει μείνει στην Ιστορία από τη δίκη του 1924 είναι ο προσωπικός θρίαμβος του μελλοντικού φίρερ της Γερμανίας, πολλοί φοβήθηκαν ότι γενικώς «οι δίκες» είναι το λάθος φάρμακο για την αντιμετώπιση του ανερχόμενου φασισμού.

Λάθος συμπέρασμα. Η δίκη του Χίτλερ δεν κατέληξε σε παρωδία επειδή, τάχα, δεν μπορούσαν να αντιμετωπιστούν από την «αστική» Δικαιοσύνη τα πολιτικά εγκλήματα του ίδιου και των ομοφρόνων του, αλλά επειδή το συγκεκριμένο δικαστήριο που ανέλαβε την υπόθεση ήταν εξαρχής οργανωμένο για να παίξει αυτόν τον ρόλο.

Εκεί έγκειται και το ενδιαφέρον της δίκης του 1924. Γιατί ο τρόπος που έφτασε η υπόθεση στο ακροατήριο, η επιλογή των δικαστών και κυρίως του προέδρου του δικαστηρίου, το πολιτικό κλίμα που δημιουργήθηκε και ο ρόλος των μέσων ενημέρωσης αποδεικνύουν ότι όσα δεν πέτυχε με το «πραξικόπημα της μπιραρίας» ο Χίτλερ τα πραγματοποίησε με εφόδιο την «αθωωτική» του καταδίκη. Αν είχε εφαρμοστεί ο νόμος στην περίπτωσή του, ο μελλοντικός δικτάτορας του Τρίτου Ράιχ δεν θα είχε κανένα πολιτικό μέλλον.

Πραξικόπημα μέσα στο πραξικόπημα

image

Στιγμιότυπο από το πραξικόπημα της 9ης Νοεμβρίου 1923. Οδόφραγμα με επικεφαλής τους Χάινριχ Χίμλερ (με την παλιά σημαία του Ράιχ) και Ερνστ Ρεμ (με τον γούνινο γιακά)
 
Το φθινόπωρο του 1923 οι δυνάμεις του ναζιστικού κόμματος μαζί με τους εθνικιστές συμμάχους τους έφταναν τις 50.000. Ηταν οργανωμένες σε παραστρατιωτικές ομάδες, οι οποίες διατηρούσαν άμεση σχέση με τις ένοπλες δυνάμεις και το αστυνομικό σώμα, ενώ συντονίζονταν μεταξύ τους σε ένα σχήμα που ονόμαζαν Αγωνιστικό Σύνδεσμο (Kampfbund). Η έδρα και οι μεγαλύτερες δυνάμεις του NSDAP βρίσκονταν στο Μόναχο.

Η Βαυαρία ήταν το κέντρο της ακροδεξιάς κινητοποίησης και ο πυρήνας των δυνάμεων που επιδίωκαν την ανατροπή της κυβέρνησης του Βερολίνου.

Ο Αγωνιστικός Σύνδεσμος την κατηγορούσε για «παθητική» αντίδραση στην επιθετική κίνηση της Γαλλίας, που από τις αρχές του 1923 είχε καταλάβει μέρος της βιομηχανικής περιοχής του Ρουρ προκειμένου να επιβάλει την εφαρμογή των σκληρών όρων της Συνθήκης των Βερσαλλιών.

Η εξουσία στη Βαυαρία είχε περιέλθει στα χέρια μιας σκληρής ακροδεξιάς τριανδρίας, του Γκούσταφ Ρίτερ φον Καρ (πολιτικός διοικητής), του Οτο Ρίτερ φον Λόσοφ (στρατιωτικός διοικητής) και του Χανς Ρίτερ φον Ζάισερ (αστυνομικός διοικητής).

Ο Χίτλερ είχε θέσει στόχο της οργάνωσής του να μιμηθεί τον Μουσολίνι, ο οποίος είχε καταλάβει την εξουσία στην Ιταλία ένα χρόνο νωρίτερα με τη γνωστή πορεία των φασιστών προς τη Ρώμη (Οκτώβριος 1922) και έψαχνε την κατάλληλη ευκαιρία για να ξεκινήσει τη δική του πορεία προς τη γερμανική πρωτεύουσα.

Μόνο που την ίδια «πορεία προς το Βερολίνο» σχεδίαζε για δικό της λογαριασμό και η βαυαρική τριανδρία. Μάλιστα στις 8.11.1923 είχε συγκληθεί συγκέντρωση των ποικίλων εθνικιστικών ομάδων στην μπιραρία Μπίργκερμπροϊκέλερ του Μονάχου με ομιλητή τον Καρ. Εκνευρισμένος που δεν είχε κληθεί στη συγκέντρωση, ο Χίτλερ εισέβαλε στην αίθουσα συνοδευόμενος από τις ομάδες κρούσης των εμπίστων Ταγμάτων Εφόδου.

Με το πιστόλι στο χέρι υποχρέωσε τα μέλη της τριανδρίας να αποσυρθούν μαζί του σε άλλο δωμάτιο και τους επέβαλε να αποδεχτούν το δικό του σχέδιο για άμεσο σχηματισμό δικτατορικής κυβέρνησης, με τον ίδιο επικεφαλής. Κάλεσε μάλιστα και τον στρατηγό Λούντεντορφ να περιβάλει με το δικό του κύρος το πραξικόπημα.

Ο Καρ, όμως, και οι συνεργάτες του, ενώ έδειξαν να συμφωνούν, κρυφά από τον Χίτλερ κινητοποίησαν εναντίον του τμήματα του στρατού και της αστυνομίας. Ετσι, όταν το άλλο μεσημέρι επιχειρήθηκε να ξεκινήσει η πορεία προς το Βερολίνο, δυνάμεις της αστυνομίας σταμάτησαν με τα όπλα τους στασιαστές σε μικρή απόσταση από την μπιραρία. Το κίνημα του Χίτλερ έληξε άδοξα, με θύματα 16 συντρόφους του και 4 αστυνομικούς.

Η υπονομευμένη δίκη

image

Στιγμιότυπo από το πραξικόπημα της 9ης Νοεμβρίου 1923. Συλλήψεις αριστερών συνδικαλιστών από τα Τάγματα Εφόδου 
 
Η δίκη ξεκίνησε στις 26 Φεβρουαρίου 1924. Προς τον σκοπό αυτόν διατέθηκε το κτίριο της Σχολής Πολέμου και διαμορφώθηκε ειδικά μια αίθουσα στον πρώτο όροφο. Κατηγορούμενοι ήταν 10 άτομα, ανάμεσά τους ο Χίτλερ και ο στρατηγός Λούντεντορφ. Για το είδος της δίκης αυτής μαρτυρά η διαδικασία της πρώτης μέρας.

Μετά την ανάγνωση του κατηγορητηρίου, η Εισαγγελία ζήτησε διαβούλευση κεκλεισμένων των θυρών μεταξύ των παραγόντων της δίκης.

Οταν αποχώρησαν το κοινό και οι δημοσιογράφοι, ο πρόεδρος του δικαστηρίου ξεκαθάρισε στους κατηγορουμένους ότι είναι προς το δικό τους συμφέρον «να διεξαχθεί η δίκη με τη μεγαλύτερη δυνατή δημοσιότητα» και αυτό πρόκειται να το εξασφαλίσει ο ίδιος. Αλλά ταυτόχρονα τους ξεκαθάρισε ότι «δεν πρέπει να θιγούν ζητήματα τα οποία μπορεί να βλάψουν τις διεθνείς σχέσεις της πατρίδας».

Και ως τέτοια κατονόμασε τις λεπτομέρειες για την εκπαίδευση και τον εξοπλισμό των «πατριωτικών συνδέσμων», του λεγόμενου «Μαύρου Στρατού» (Schwarze Reichswehr), των παραστρατιωτικών ομάδων που λειτουργούσαν παράνομα, παραβιάζοντας τους όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών.

Την άνοιξη του 1923 είχε οργανωθεί μια μυστική κοινή «άσκηση» των ενόπλων δυνάμεων με τις παραστρατιωτικές ομάδες, ενώ έγινε και συνεννόηση του επιτελείου με όλους τους αρχηγούς των ομάδων αυτών.

Φυσικά και με τον Χίτλερ, ο οποίος υποσχέθηκε να θέσει τις δυνάμεις του στην υπηρεσία του στρατού, σε περίπτωση «ανάγκης». Με βάση αυτή τη συμφωνία ανέλαβε ο στρατός της Βαυαρίας να εκπαιδεύσει στις εγκαταστάσεις του τα χιτλερικά Τάγματα Εφόδου.

image
 
Ολα αυτά απαγορεύτηκε να συζητηθούν στη δίκη. Αλλά τα γνώριζαν όλοι οι παράγοντές της. Ο Χίτλερ μετέτρεψε τη διαδικασία σε παράσταση για ένα ρόλο. Μέσα απ’ αυτήν διεκδίκησε την αρχηγία όλου του «χώρου», ενώ έως τότε επέμενε ότι είναι ο απλός «τυμπανιστής», ο πρόδρομος για τον επικείμενο εθνικιστή Μεσσία. Τώρα πλέον κατάλαβε ότι μπορεί να διεκδικήσει ο ίδιος τον ρόλο αυτό.

Ηδη την πρώτη μέρα έλαβε τον λόγο για τρεισήμισι ώρες. Και τι έλεγε τόσες ώρες; Οχι πάντοτε σπουδαία πράγματα. Για παράδειγμα, ένα μεγάλο μέρος του λόγου του ήταν αφιερωμένο στο να πείσει το δικαστήριο ότι το βράδυ στην μπιραρία δεν κρατούσε στο ένα χέρι το πιστόλι και στο άλλο ένα μεγάλο ποτήρι μπίρας.

Με την απαγγελία της απόφασης όλοι έμειναν ικανοποιημένοι. Ο μόνος που αντέδρασε ήταν ο Λούντεντορφ που κρίθηκε αθώος: «Αυτή η αθώωση είναι για μένα μια μεγάλη προσβολή, την οποία δεν άξιζε αυτή η στολή κι αυτά τα παράσημα».

Ακολούθησαν κραυγές «Χάιλ» από το κοινό. Και ο πρόεδρος Νάιτχαρντ υποχρεώθηκε να παρατηρήσει: «Ανακαλώ τον στρατηγό Λούντεντορφ στην τάξη. Εκλαμβάνω αυτή σας την παρατήρηση ως χοντροκομμένη απρέπεια. Παρόμοια απρέπεια θεωρώ και τα χειροκροτήματα του κοινού. Δυστυχώς δεν είμαι σε θέση να διακριβώσω από ποιους προέρχονται οι κραυγές, αλλιώς θα ήμουν διατεθειμένος να επιβάλω ποινή τριήμερης κράτησης στους ταραξίες. Είναι μήπως σε θέση οι δυνάμεις της τάξεως να εντοπίσουν ορισμένους φωνασκούντες; Οχι; Τότε κηρύσσω τη λήξη της συνεδρίασης».

Μ’ αυτή τη θεατρική σκηνή ολοκληρώθηκε η δίκη.

Από εκείνη την εποχή ήταν πασίδηλο γεγονός ότι επρόκειτο για παρωδία. Πιο συγκεκριμένα:

– Το δικαστήριο που ανέλαβε να δικάσει ήταν αναρμόδιο. Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Βαϊμάρης που είχε τεθεί σε ισχύ από τις 11.8.1919, το δικαστήριο αυτό του Μονάχου είχε καταργηθεί. Αρμόδιο για την εκδίκαση υποθέσεων εσχάτης προδοσίας ήταν άλλο δικαστήριο, με έδρα τη Λειψία.

– Από την έκθεση των πραγματικών περιστατικών είχε «παραλειφθεί» το γεγονός ότι υπήρξαν θύματα των πραξικοπηματιών τέσσερις αστυνομικοί.

– Σύμφωνα με τον νόμο, οι αλλοδαποί που καταδικάζονταν για εσχάτη προδοσία έπρεπε να απελαθούν. Ο Χίτλερ είχε αυστριακή υπηκοότητα, επομένως έπρεπε να απελαθεί. Η δικαιολογία που χρησιμοποίησε ο εισαγγελέας για να ξεπεράσει τον σκόπελο είναι χαρακτηριστική του κλίματος της δίκης: «Ο Χίτλερ απέδειξε στον Μεγάλο Πόλεμο τη γερμανική του συνείδηση και τον ζήλο του για μια μεγάλη γερμανική πατρίδα».

– Ο καταλογισμός της ελάχιστης προβλεπόμενης ποινής των πέντε ετών στον Χίτλερ αντιφάσκει με το σκεπτικό της απόφασης στο οποίο του καταλογίζονται «σημαντικά επιβαρυντικά στοιχεία».

– Ισως η πιο εξόφθαλμη παραβίαση των δικονομικών κανόνων υπήρξε η παραχώρηση του δικαιώματος αναστολής της ποινής έπειτα από λίγους μήνες έκτισής της. Αυτό το δικαίωμα δεν το είχε ο Χίτλερ, εφόσον είχε ήδη καταδικαστεί για άλλη υπόθεση στις 12.1.1922 και η αναστολή του έληγε την 1.3.1926.

Η συνέχεια είναι εξίσου σκανδαλώδης. Ο Χίτλερ αποφυλακίστηκε σε οκτώ μήνες, αλλά ακόμα και η φυλάκισή του σημαδεύτηκε από διακριτική μεταχείριση. Αν και ένοχος εσχάτης προδοσίας, δεν οδηγήθηκε σε κανονικές φυλακές, αλλά σε ένα διαμέρισμα με… θέα, στον πύργο Λάντσμπεργκ αμ Λεχ, κάτω από συνθήκες ελάχιστης ασφάλειας.

image

Ο Χίτλερ ποζάρει έξω από τη φυλακή πολυτελείας και μέσα στο κελί του 
 
Του επιτράπηκε να φέρει πολιτική περιβολή, να συναντάται κατά βούληση με τους συγκρατούμενούς του, να δέχεται και να στέλνει πλήθος επιστολών. Ακόμα και ειδικό γραμματέα διέθετε ο Χίτλερ στη φυλακή, τον επίσης καταδικασμένο ως ένοχο εσχάτης προδοσίας Ρούντολφ Ες.

Σ’ αυτόν υπαγόρευσε μέσα στο διαμέρισμα-κελί και τον πρώτο τόμο της βίβλου του ναζισμού, του περιβόητου αυτοβιογραφικού «Ο Αγών μου» (Mein Kampf). Παρά το γεγονός ότι στην προμετωπίδα του έργου του αυτού ο Χίτλερ μνημονεύει ως ήρωες όλους τους συντρόφους του που σκοτώθηκαν στο «πραξικόπημα της μπιραρίας», δεν κάνει λόγο για την ίδια τη δίκη.

Μάλιστα στο τέλος του δεύτερου τόμου, που εκδόθηκε το 1926, το επισημαίνει και ο ίδιος: «Δεν θέλω εδώ να περιγράψω τα γεγονότα που ακολούθησαν και καθόρισαν την 8η Νοεμβρίου 1923. Και δεν θα το κάνω επειδή τίποτα χρήσιμο για το μέλλον δεν θα βγει απ’ αυτό και επειδή δεν υπάρχει κανένας λόγος να ξανανοίξουν σήμερα οι πληγές που μοιάζει να ‘χουν κλείσει».

Ο Χίτλερ γνώριζε ότι οι συνθήκες διεξαγωγής της δίκης δεν ήταν καθόλου ηρωικές. Αντίθετα, ο τρόπος που τον αντιμετώπισε το συντηρητικό βαυαρικό καθεστώς της περιόδου 1923-1924 αποδείκνυε ότι ο ίδιος και το κίνημά του είχε ήδη καταλάβει τη θέση της «εναλλακτικής λύσης» και της χρήσιμης πολιτικής δύναμης για την κατάπνιξη με τη βία των λαϊκών κινητοποιήσεων που προκαλούσε η μεταπολεμική κρίση.

Οι κατηγορούμενοι

Αντολφ Χίτλερ

image
 
Γεννήθηκε το 1889 στο αυστριακό Μπράουναου αμ Ιν. Πολέμησε και τραυματίστηκε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1925 ανέλαβε την ηγεσία του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος (NSDAP). Παρά τις επανειλημμένες καταδίκες του για βαριά εγκλήματα, έμεινε ελάχιστα στη φυλακή. Η ανάρρησή του στην εξουσία επισφραγίστηκε με τον διορισμό του στη θέση του καγκελάριου από τον Χίντεμπουργκ στις 30.1.1933. Στις 30.4.1945 αυτοκτόνησε στο καταφύγιό του στο πολιορκημένο Βερολίνο.

Εριχ Λούντεντορφ

image
 
Γεννήθηκε το 1865 στο Κρουσέβνια, που σήμερα βρίσκεται σε πολωνικό έδαφος. Υπαρχηγός του γερμανικού επιτελείου στην κρίσιμη φάση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, υπό τον Χίντεμπουργκ. Παρά το γεγονός ότι είχε ζητήσει κατάπαυση των εχθροπραξιών το 1918, θεωρήθηκε εθνικός ήρωας. Απολύθηκε από τον στρατό με τη λήξη του πολέμου. Αν και πρωταγωνιστής της «πορείας προς τη Φέλντχερνχάλε», αθωώθηκε από το δικαστήριο. Το 1924 εκλέχτηκε στη Βουλή. Πέθανε το 1937.

Φρίντριχ Βέμπερ

image
 
Γεννήθηκε το 1892 στη Φρανκφούρτη. Εργάστηκε ως κτηνίατρος και έγινε μέλος των παραστρατιωτικών εθνικιστικών ομάδων. Μετείχε στο «πραξικόπημα της μπιραρίας» και καταδικάστηκε στη δίκη του Χίτλερ. Εμεινε λίγους μήνες στη φυλακή. Μετά την ανάδειξη των ναζί στην εξουσία τοποθετήθηκε σε θέση διευθυντή στο υπουργείο Εσωτερικών. Πολέμησε ως αξιωματικός των Ες Ες και από το 1945 ξαναέγινε κτηνίατρος μέχρι τον θάνατό του, το 1955.

Ερνστ Ρεμ

image
 
Γεννήθηκε το 1887 στο Μόναχο. Καταδικάστηκε στη δίκη του Χίτλερ και απολύθηκε από τις ένοπλες δυνάμεις. Το 1924 εκλέχτηκε στη Βουλή, ενώ το 1928 εργάστηκε ως στρατιωτικός σύμβουλος στη Βολιβία. Υπήρξε ο ηγέτης των ναζιστικών Ταγμάτων Εφόδου (SA, Sturmabteilung). Μετά την κατάκτηση της εξουσίας ο Χίτλερ επιδίωξε να έχει τον πλήρη έλεγχο των SA και οργάνωσε δολοφονική εκκαθάριση των γραμμών τους τη γνωστή «Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών» (30.6.-2.7.1934). Στις 30.6.1934 πιστοί του Χίτλερ σήκωσαν τον Ρεμ απ’ το κρεβάτι και τον έκλεισαν στη φυλακή Στάντελχαϊμ. Επειδή αρνήθηκε να αυτοκτονήσει, με διαταγή του Χίτλερ εκτελέστηκε την επομένη από δύο άνδρες των Ες Ες.

Ερνστ Πένερ

image
 
Γεννήθηκε το 1870 στο Χοφ. Το 1919 τοποθετήθηκε στη θέση του αρχηγού της αστυνομίας στο Μόναχο και το 1921 διορίστηκε σύμβουλος στο ανώτατο δικαστήριο της Βαυαρίας. Καταδικάστηκε κι αυτός στη δίκη του Χίτλερ αλλά έπειτα από τρίμηνη παραμονή στη φυλακή έλαβε χάρη. Πέθανε το 1925.

Βίλχελμ Μπρίκνερ

image
 
Γεννήθηκε το 1884 στο Μπάντεν Μπάντεν. Υπήρξε μέλος των παραστρατιωτικών ομάδων Φράικορπς και από το 1922 έγινε μέλος του ναζιστικού κόμματος. Ως αρχηγός του «συντάγματος» των Ταγμάτων Εφόδου του Μονάχου έλαβε μέρος στο «πραξικόπημα της μπιραρίας». Καταδικάστηκε σε ενάμιση χρόνο φυλακή, αλλά με αναστολή. Υπηρέτησε στη συνέχεια πιστά τον Χίτλερ ως προσωπικός του ακόλουθος επί μια δεκαετία (1930-1940). Μετά τη λήξη του πολέμου, το 1949 καταδικάστηκε ως «κύριος υπεύθυνος» σε 3,5 χρόνια φυλακή και 5 χρόνια απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος. Πέθανε το 1954.

Χέρμαν Κρίμπελ

image
 
Γεννήθηκε το 1876 στο Γκέρμερσαϊμ. Ακολούθησε στρατιωτική καριέρα και έφτασε στον βαθμό του ταξίαρχου στο Γενικό Επιτελείο. Το 1923 ήταν στρατιωτικός διοικητής του Αγωνιστικού Συνδέσμου. Καταδικάστηκε στη δίκη του Χίτλερ και αργότερα έγινε γενικός πρόξενος στη Σανγκάη. Πέθανε το 1941.

Βίλχελμ Φρικ

image
 
Γεννήθηκε το 1877 στο Αλζεντς. Ως αξιωματικός, υπήρξε ο σύνδεσμος του Χίτλερ με την αστυνομία του Μονάχου. Καταδικάστηκε σε 15 μήνες φυλακή για τη συμμετοχή του στο πραξικόπημα του 1923. Εκλέχτηκε με το NSDAP στη γερμανική Βουλή (1924-1933).

Μετά την κατάκτηση της εξουσίας από τους ναζί κατέλαβε διάφορες κυβερνητικές θέσεις. Καταδικάστηκε ως εγκληματίας πολέμου από το δικαστήριο της Νυρεμβέργης και εκτελέστηκε με απαγχονισμό στις 16.10.1946.

Τα σκίτσα έχει φιλοτεχνήσει μέσα στο δικαστήριο ο Οτο φον Κούρσελ (Otto von Kursell, 1884-1967), ένας εθνικοσοσιαλιστής ζωγράφος, ο οποίος έγινε γνωστός από τις αντισημιτικές καρικατούρες για την κομματική προπαγάνδα του NSDAP.

Περιβόητα είναι τα πορτρέτα των ηγετών της Ρωσικής Επανάστασης που φιλοτέχνησε για την αντιμπολσεβίκικη μπροσούρα των Εκαρτ-Ρόζενμπεργκ «Οι νεκροθάφτες της Ρωσίας» (1921). Τα πορτρέτα από τη δίκη του Χίτλερ περιλαμβάνονται στην προπαγανδιστική έκδοση που κυκλοφόρησε το 1924.

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ: Τάσος Κωστόπουλος

Εφημερίδα των Συντακτών