…ναι, σπούδασε ναυπηγός, Αθήνα στο Μετσόβιο και ύστερα σκάρωσε μόνος του στην ταράτσα ολόκληρο ιστιοπλοϊκό. Ξύλινο. Με κατάρτια, πανιά, τα πάντα. Τού πήρε χρόνια μα τα κατάφερε. Το τελείωσε. Αλλά δεν είχε σκεφτεί πώς θα το κατέβαζε από κει, ούτε πώς θα το πήγαινε μέχρι τη θάλασσα. Μια μέρα, έπιασε δυνατός αέρας, πολλά μποφόρ, παρ` το κάτω το σκάφος. Όχι στην ταράτσα. Κάτω, κάτω. Στην Ιπποκράτους. Περνούσε ο κόσμος και δεν πίστευε στα μάτια του. Ιστιοπλοϊκό στη μέση της Ιπποκράτους…”

Ads

 

Είχαμε σταματήσει να τρώμε κι ακούγαμε τον Γιώργο. Οι άπιστοι Θωμάδες της παρέας ήταν έτοιμοι να πουν ότι η ιστορία του ναυπηγού ήταν ένας ακόμα αστικός μύθος. Εγώ πάλι από την αρχή της διήγησης είχα γουρλώσει τα μάτια. Το πρόσεξε κι είπε τάχα απειλητικά κουνώντας το πιρούνι του: “Μην τολμήσεις να το κάνεις ποστ!”. Είπα ένα “Καλά, καλά…” αλλά ήδη ήμουν στη φάση της καθέλκυσης, ενώ η παρέα περνούσε ως συνήθως, σε άλλο θέμα· κι από τους μεζέδες της Ροζαλίας, στο κύριο πιάτο.

 

Πώς χώρισε τη θάλασσα στα δυο ο Μωυσής και γλίτωσε το λαό του Ισραήλ από τους Αιγύπτιους του Φαραώ που τους καταδίωκαν; ἐξέτεινε δὲ Μωυσῆς τὴν χεῖρα ἐπὶ τὴν θάλασσαν, καὶ ὑπήγαγε Κύριος τὴν θάλασσαν ἐν ἀνέμῳ νότῳ βιαίῳ ὅλην τὴν νύκτα καὶ ἐποίησε τὴν θάλασσαν ξηράν, καὶ ἐσχίσθη τὸ ὕδωρ”*.

Ads

 

Ε λοιπόν, ακριβώς το ανάποδο μας χρειάζεται. Ένας Μωυσής να βρεθεί, να σηκώσει τα χέρια ψηλά να χωρίσει την ξηρά στα δύο. Να ανοίξουν όλα μέσα στην πόλη· δρόμοι, λεωφόροι και πλατείες. Να έρθει αμέσως μετά τσουνάμι μέγα και να κατακλυστεί το κενό με θαλασσινό νερό για να μας σώσει από τους διώκτες μας.

 

image

 

Να γίνουν  όλα τα κτίσματα νησιά διάσπαρτα στο Αττικό Αρχιπέλαγος και εμείς, έναντι μικρού αντιτίμου να κυκλοφορούμε με τα βαπόρια της γραμμής. Αμπελόκηποι-Κεραμεικός με μπλε φουγάρο, Κηφισιά- Καλλιθέα με πράσινο και με ολοκόκκινο τα βαπόρια της γραμμής Σεπόλια -Δάφνη.

 

Όταν βιαζόμαστε να μισθώνουμε ταχύπλοα, με εξωλέμβιες. Μαγκιόροι καπετάνιοι, απόγονοι του Ζέπου στο τιμόνι να μας περνούν από το μπουγάζι της Συγγρού με τέρμα τα γκάζια. Κι όσοι πλέουν εκεί αργά σαν τις θαλάσσιες χελώνες, να τρώνε τα απόνερά μας και να τραμπαλίζονται μέχρι ναυτίας.

 

Να φτιάχνουν τα παιδιά σχεδίες από πεταμένες παλέτες, να ανοίγουν όρτσα πανιά ιδρωμένα σεντόνια. Να μην έχουν άγκυρα· χωρίς πυξίδα να πηγαίνουν. Χωρίς πορτολάνους. Μόνο πότε πότε να ρίχνουν μια ματιά στα αστέρια.

 

Στα κοντινά, στο περίπτερο ή στην ΕΒΓΑ της γειτονιάς να πηγαίνουμε κολυμπώντας, δυο- τρεις απλωτές θα χρειάζονται το πολύ και ύστερα να γυρίζουμε με πρόσθιο με τη σακούλα στο στόμα γεμάτη παγωτά,  τσιγάρα, άντε και μερικές παγωμένες μπύρες. Μουσκεμένοι ως το κόκκαλο. Από χαρά. 

 

Να κάνουμε μακροβούτια στην Ασκληπιού να βρισκόμαστε με κομμένη την ανάσα στο υπόγειο της Πολιτείας -θαλάμι σωστό με θησαυρούς- και ύστερα να βγαίνουμε στον αφρό με βιβλία αντί για σφουγγάρια και κοχύλια.

 

Να καθόμαστε στα βράχια του Λυκαβηττού, να διαβάζουμε και να ρίχνουμε πότε- πότε ματιές στο καθρέφτισμα της Ακρόπολης στα νερά. Τις μέρες με μπουνάτσα. Να διαβάζουμε, να διαβάζουμε, παραλυμένοι από την ομορφιά κι ας ονομάσουν αργότερα οι ειδικοί αυτή την παράλυση, νόσο των αναγνωστών. Κι όταν θα σταματάμε, να βάζουμε φύκια ξερά στα βιβλία μας για να μη χάσουμε τη σελίδα.

 

image

 

Να δολώνουμε πετονιές και να τις πετάμε από τα μπαλκόνια μας, να πιάνουμε καλές ψαριές, ζαργάνες, σκορπίνες, μπαρμπούνια και σαργούς. Στα κάγκελα να ξεραίνουμε απλωμένα χταπόδια δίπλα σε μπουκαμβίλιες σε οίστρο καλοκαιρινό. Και στο τραπεζάκι,  στο ουζάκι μας -θολό από τον πάγο-να παραστέκεται αχινοσαλάτα, μαζεμένη με υπομονή και τρυπημένα δάχτυλα.

 

Να βουτάμε όλα τα απογεύματα του καλοκαιριού· από τις ταράτσες οι Βαϊσμίλερ, όλοι οι άλλοι από πρώτο και δεύτερο όροφο και τα μωρά με τα μπρατσάκια, από το χέρι με τις γιαγιάδες τους, με λουλουδάτες σκούφιες να μπαίνουν σιγά- σιγά από την αμμουδιά των εισόδων των πολυκατοικιών. Μέχρι εκεί που πατώνουν.

 

Τα Σαββατοκύριακα να το κάνουμε Λούτσα το Σύνταγμα. Να αράζουμε γυμνοί στα άσπρα βότσαλα μπροστά στον Άγνωστο στρατιώτη, με την πλάτη μας γυρισμένη στη Βουλή και με μισόκλειστα μάτια να βλέπουμε μπροστά το ηλιοβασίλεμα να βάφει πρώτα πορτοκαλιά κι ύστερα μαβιά τα νερά της Ερμού.

 

Κι όταν νυχτώνει να πηγαίνουμε βαρκάδα με κουπιά, έγια μόλα, στο ΒΟΞ κι από εκεί ψηλά από την ταράτσα, να μη βλέπουμε μπροστά την οθόνη, μα να κοιτάζουμε ψηλά στον ουρανό το φεγγάρι και κάτω, πάνω στα νερά της λιμνοθάλασσας των Εξαρχείων, τα ασήμια του απλωμένα.

 

Και τα παιδιά της πλατείας, Τρίτωνες και Σειρήνες, πλάσματα του νερού και ξωτικά της νύχτας να…

 

image
 

-”Πού τρέχει όλο το βράδυ ο λογισμός σου”, διέκοψε τις σκέψεις μου ο Γιώργος καθώς κατηφορίζαμε τη Βαλτετσίου προς τη λιμνοθάλασσα που γέμιζε γοργόνες.
 

-Στο ποστ, πού αλλού; Να σου πω πώς αρχίζει;”
 

– Ξέρω πώς αρχίζει. Πώς τελειώνει να μού πεις.
 

-Να, στο τέλος θα λέει: “Μέσα Σεπτέμβρη πια, σήκωσε πάλι ο Μωυσής τα χέρια ψηλά. Τα νερά τραβήχτηκαν και πήραν μαζί τους τους διώκτες μας καὶ οὐ κατελήφθη ἐξ αὐτῶν οὐδὲ εἷς.” Και χάθηκε με μιας το Αττικό Αρχιπέλαγος, αλλά άφησε πίσω του τη Γη της Επαγγελίας.” Κάπως έτσι θα τελειώνει.
 

-Δεν καταλαβαίνω! Ποιό Αττικό Αρχιπέλαγος; Κι ο Μωυσής τί δουλειά έχει;

 

-Αν περάσεις Παρασκευή μεσημέρι από το μπλογκ θα καταλάβεις. 

Τσαλαπετεινός