Τα παιδιά, καλά. Η ίδια κι ο άντρας της, το ίδιο. Η δουλειά τους, κουτσά στραβά, πηγαίνει. Σαφώς λιγότερη –“πάνε οι καλές εποχές”– αλλά τα φέρνουν βόλτα. Ενώ χαμογελούσε, της ξέφευγαν αναστεναγμοί. Καταλάβαινα ότι υπήρχε κάτι που τη βάραινε. Όχι το βάρος που κουβαλάμε όλοι μας πλην των αναίσθητων· κάτι άλλο. Είχα το θάρρος –φίλοι από παιδιά βλέπεις– να τη ρωτήσω στα ίσια.

Ads

 

-“Ο αδελφός του πατέρα μου έκανε απόπειρα πριν μερικούς μήνες” είπε με μια ανάσα κοιτώντας με στα μάτια και ύστερα κατέβασε το κεφάλι.

 

Δέκα λέξεις όλες κι όλες, να σε φέρνουν αντιμέτωπο με μια άγρια πλευρά της κρίσης που δεν είχες καν σκεφτεί ότι υπάρχει. Ακούς, διαβάζεις κάθε μέρα, τρία χρόνια τώρα για αυτοκτονίες. Δε σου χρειάζονται στατιστικά. Το ξέρεις καλά, το νιώθεις ότι υπάρχει μεγάλη αύξηση. Μόνο και μόνο επειδή τίποτα δεν αναφέρουν τα κανάλια, είσαι σίγουρος ότι το πρόβλημα είναι τεράστιο. Για τις απόπειρες όμως ποιός μιλάει; Ούτε οι επίσημες στατιστικές μπορούν να τις καταμετρήσουν και σπάνια μαθαίνεις για αυτές. Έτσι, δεν μπορείς να υπολογίσεις τον αριθμό αυτών των “περιστατικών” κι ούτε κατά διάνοια μπορείς να φανταστείς το  “μετά” μιας απόπειρας.

Ads

 

Δε ρώτησα ούτε πώς, ούτε γιατί. Μόνη της μού μίλησε για τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος. Τον πρόλαβαν στο παρά πέντε κι από τότε, ζουν με την αγωνία. Γιατί το πρόβλημα συνεχίζει να υπάρχει. Έτσι, είναι στην τσίτα όλη η οικογένεια. Τον προσέχουν με βάρδιες. Όσο γίνεται πιο διακριτικά. Τρέμουν στην ιδέα ότι μπορεί να το επαναλάβει και την ίδια στιγμή προσπαθούν να το παίξουν άνετοι. Ό,τι τάχα ήταν μια κακιά στιγμή που πάει, πέρασε. Η γυναίκα του δεν κλείνει μάτι τα βράδια. Μουσκεύει το μαξιλάρι, πνίγει το αχ της και μετράει άυπνη τις ανάσες του μέχρι το πρωί. Εκείνος πάλι ντρέπεται. Γιατί απέτυχε; Γιατί νιώθει ότι τους φόρτωσε τόσο μεγάλο βάρος; Ποιός μπορεί να απαντήσει με σιγουριά;

 

Την ακούω χωρίς να λέω κουβέντα και στην ξαφνική της ερώτηση “Πιστεύεις ότι υπάρχει κόλαση;” δεν ξέρω αν και τί πρέπει να απαντήσω. Μα έχει έτοιμη την απάντηση: “Υπάρχει, κι εκεί θα πάνε από το “αχ” αυτής της γυναίκας που πλαγιάζει κάθε βράδυ με τον άντρα της και είναι σαν να πλαγιάζει με νεκρό.”

 

* Το σκίτσο του Henry Moore από εδώ   

Τσαλαπετεινός