Λοιπόν, για ακόμα μια φορά παίρνοντας σχοινί κορδόνι ένα-δυο πράγματα που έπεσα πάνω τους, βρέθηκα να γνωρίσω την Φλέρη Νταντωνάκη από έναν φαινομενικά εντελώς ασύνδετο συνειρμό. Από μια ελάχιστη και άσχετη αναφορά στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Διονυσίου Φαρασιώτη κατέληξα να ψάχνω σαν αστυνομικός ντετέκτιβ πληροφορίες για πρόσωπα και πράγματα. Συνειρμοί ατέλειωτοι, απανωτές αναβολές στο καθημερινό πρόγραμμα των υποχρεώσεων και να σου μια Φλέρη Νταντωνάκη να ξεπροβάλλει ως καρπός της έρευνας και ως μια νέα προσθήκη στην μουσική μου εγκυκλοπαίδεια.

Ads

Μόνο που η Φλέρη Νταντωνάκη δεν είναι μια ακόμη τραγουδίστρια (που όλως περιέργως δεν είχα ακούσει ποτέ γι’ αυτήν) ούτε μια ακόμη ελληνική φωνή. Η Φλέρη Νταντωνάκη ήταν το φαινόμενο που ποτέ δεν έλαβε την προβολή που της έπρεπε (όπως διόλου τυχαία συμβαίνει σχεδόν πάντα με κάθε αξιόλογο άνθρωπο), τουλάχιστον από την πατρίδα της. Και δεν εννοώ τα χρόνια στα οποία ήταν ενεργή. Εννοώ διαχρονικά. Πέθανε το 1998 και δεν έχω δει ποτέ κανένα μεγάλο αφιέρωμα, πουθενά τη φωνή της να υμνείται και κανέναν να τη μνημονεύει, πέρα απ’ αυτούς που την έζησαν. Ίσως δεν τα χρειάζεται κιόλας… Όχι, εκείνη σίγουρα δε τα χρειάζεται. Εμείς όμως σίγουρα τα χρειαζόμαστε, και είναι λυπηρό να έχουμε ανθρώπους που έκαμαν μεγάλο έργο και δεν μνημονεύονται, κι έτσι στερείται η κοινωνία πρότυπα έμπνευσης, ή μάλλον βομβαρδιζόμαστε με αθλιότητες βλέποντας να προβάλλονται πράγματα και συμπεριφορές κενές, κι έτσι ακόμα κι αν δε το θέλουμε καταλήγουμε στην καλύτερη να συγκρινόμαστε με το χειρότερο και στην χειρότερη να θέλουμε να το μιμηθούμε. Δεν υπάρχει έλλειψη προτύπων, πρότυπα πάντα υπάρχουν, από τον γείτονα μέχρι τους δημιουργούς και την επιστημονική κοινότητα. Το θέμα είναι εσύ τι διαλέγεις σα πρότυπο, και κυρίως τι προβάλλεται στα παιδιά ως πρότυπο. Μεγάλη κουβέντα, θα την αφήσω εδώ, και θα συνεχίσω για την μοναδική Φλέρη που ανακάλυψα.

Κόρη του Παπαδαντωνάκη, του πρώτου Έλληνα σκηνοθέτη από την εποχή ακόμα του βωβού κινηματογράφου, πέρασε θλιμμένα παιδικά χρόνια ώσπου στα 19 της έφυγε μόνη για σπουδές στην Αμερική. Σπούδασε φιλοσοφία, κοινωνιολογία&ψυχολογία, αλλά η φυσική ροπή της, από τότε που ήταν παιδί ήταν στην μουσική. Πραγματικά αδυνατώντας να σας παραθέσω την εκπληκτική μουσική της καριέρα, θα αναφέρω μόνο πως ξεκίνησε σαν φοιτήτρια από μικρά νεουρκέζικα κλαμπ με ισπανικό και ελληνικό ρεπερτόριο και όπως έχουμε ακούσει να γίνεται σε τόσες μουσικές ιστορίες, τυχαία σε μια εκδήλωση του πανεπιστημίου την άκουσε να τραγουδά ο άνθρωπος που την πρότεινε στον Richard Rodgers. Έτσι σύντομα η Φλέρη θα βρεθεί να τραγουδά στο Broadway στο μιούζικαλ «Do I hear a waltz?» που είδε τρομερή επιτυχία. Αντικατέστησε την Μελίνα Μερκούρη στο Ilya Darling, κυκλοφορεί το ’65 τον δίσκο «The Isles of Greece», έγινε η πρώτη Ελληνίδα που καταδίκασε την χούντα του ’67 στην αμερικανική τηλεόραση (Merv Griffin Show) τραγουδώντας τον Απρίλη εκείνο ακαπέλα το “Σώπα όπου να’ ναι θα σημάνουν οι καμπάνες” και υπογραμμίζοντας τον αμερικανικό δάκτυλο, έπαιξε την Ηλέκτρα και την Κλυταιμνήστρα παράλληλα στον “Ορέστη” του Βασίλη Φωτόπουλου, και ξεκινά να συνεργάζεται επί μακρόν με τον Σταύρο Ξαρχάκο, ξεκινώντας με μια επιτυχημένη ιστορική συναυλία.

Συμμετέχει στο μιούζικαλ «Jacques Brel is alive and well and living in Paris» τραγουδώντας διάφορα τραγούδια και κερδίζοντας τις διεθνείς κριτικές και έτσι γνωρίζει τον Μάνο Χατζιδάκι ο οποίος της προτείνει αποκλειστική συνεργασία και ξεκινούν έναν παράλληλο “μουσικό βίο” (βλ. “Μεγάλος Ερωτικός”, “Η Φλέρυ Νταντωνάκη στα Λειτουργικά του Μάνου Χατζιδάκι” κ.α ). Πρωταγωνιστεί στην μικρού μήκους ταινία “Ακρόπολις Εξπρες”, συνεργάζεται με τη Δήμητρα Γαλάνη, με τους “Τερμίτες”, με τη Μαρίζα Κωχ, τον Χρήστο Λεοντή, τον Διονύση Σαββόπουλο, τον Χατζηνάσιου. Τραγούδησε στην Εθνική Λυρική Σκηνή, τραγούδησε για το Τρίτο Πρόγραμμα εμρηνεύοντας Bob Dylan, Joan Baez, Cat Stevens, Lennon, Donovan, Ξαρχάκο, Λοΐζο, ερμήνευσε το “Ω γλυκύ μου έαρ” και βρέθηκε τον Αύγουστο του ’69 στο -μαντέψτε- θρυλικό Woodstock όπου χωρίς να το προγραμματίσει βρέθηκε να τραγουδά μαζί με την Joan Baez και τον Jerry Garcia (βλ. Gratefull Dead). Τόσο εντυπωσίασε με την φωνή της την Baez που η δεύτερη αναφώνησε «Κοίτα, διάολε, πως το τραγουδάει, σα να κολυμπάει η φωνή στις νότες».

Δυστυχώς η πολύ ιδιαίτερη φύση της, την έμπλεξε σε χρόνια παιχνίδια του μυαλού και της ψυχής της, σε ατέλειωτες θρησκευτικές αναζητήσεις, που μαζί με την μοναχική της ιδιοσυγκρασία την έκαναν να αποσυρθεί από το τραγούδι και να αφήσει αυτό τον κόσμο το καλοκαίρι του ’98 σε ηλικία 61 ετών. Στην πραγματικά αχανή καριέρα της απέδειξε ότι η φωνή της ήταν απ’ αυτές που μπορούσαν να τραγουδήσουν σχεδόν οτιδήποτε αψεγάδιαστα, κι ας μην είχε σπουδάσει την μουσική (όπως άλλωστε τόσες άλλες ιστορικές φωνές). Τραγούδησε δημοτικά, νησιώτικα, λαϊκά, ισπανικά φολκ, ροκ και παράλληλα έδειξε και το υποκριτικό της ταλέντο. Το ιδιαίτερο με την μουσική καριέρα της Φλέρης είναι ότι μεγάλο μέρος των εμφανίσεων της δεν έμεινε σωσμένο πουθενά, ή διατηρείται σε προσωπικές συλλογές. Χαρακτηριστικά αναφέρω πως οι δίσκοι της πωλούνται στο εξωτερικό πολύ ακριβότερα από άλλους αντίστοιχους, γιατί αφενός η ίδια η Φλέρη θεωρείται μουσικό φαινόμενο, αφετέρου οι δίσκοι της είναι κυριολεκτικά μοναδικοί και κατά συνέπεια περιορισμένοι.

Ads

Μόνο να θυμόμαστε πως αυτοί οι άνθρωποι που μας χαρίζουν κάτι δικό τους, που “εκπορνεύονται” όπως είπε η ίδια για να μείνουν σ’ εμάς παρακαταθήκη, πολλές φορές είχαν μια σκοτεινή προσωπική πτυχή που επέλεξαν να την πολεμήσουν όσο μπορούσαν και να την κρύψουν πίσω από την τέχνη τους. Έτσι ήταν κι η Φλέρη Παπαντωνάκη και ίσως γι’ αυτό να μας άφησε την απίστευτη μουσική παρακαταθήκη της, για να της αποδίδουμε κάθε φορά που την ακούμε ένα μικρό χαρούμενο και φωτεινό μνημόσυνο, αντάξιο της φωνής της, διαλύοντας τα όποια σκοτάδια. Γι’ αυτό είναι άλλωστε η τέχνη και γι’ αυτό θα ‘πρεπε να ‘ναι, για να φωτίζει.

Πηγή: maxmag.gr