Πέρασε ακόμα μία 28η Οκτωβρίου. Ακόμα μία που δεν μπόρεσε να πρωτοτυπήσει. Κι αυτή, όπως κα οι προηγούμενες μας προσέφερε απλόχερα το μήνυμα των ημερών για ομοψυχία, εθνική ενότητα και ανύψωση φρονήματος.

Ads

Το γεγονός πως Καήλες Φρανιδιώτες και λοιποί συγγενείς συνεχίζουν να επενδύουν σε εμφυλιοπολεμικά συνθήματα για να μαντρώσουν τάχα μου φασίστες, νυν και πρώην, ας μείνει σε αυτή την ανάρτηση ασχολίαστο.

Χωρίς σχόλιο, γιατί μιας και σαν σήμερα (σ.σ. το κείμενο γράφτηκε 29 Οκτωβρίου) έφυγε από τη ζωή ένας από τους ανθρώπους που στη χώρα μας “φεύγουν για να μείνουν”, ο Μίμης Φωτόπουλος, έχουμε μια ευκαιρία να πάρουμε μια δόση, ακριβώς από το τι ήταν το “Όχι” της 28ης Οκτωβρίου του 1940.

Ο μεγάλος αυτός ηθοποιός, ευτυχώς, είχε και πολλές ακόμα καλλιτεχνικές ανησυχίες. Η ζωγραφική και η ποίηση μερικές από αυτές.

Ads

Το παρακάτω ποίημα μάλιστα, δημοσιεύθηκε στην πρώτη του ποιητική συλλογή, πρώτο-πρώτο, μα συνοδεύτηκε από μία ατυχία. Η δημοσίευση της συλλογής έγινε ακριβώς την 28η Οκτωβρίου του 1940. Και μπορεί να μην είχε καμία τύχη, μέσα στην ατυχία της χώρας που μπήκε σε μια μακρά πολεμική περίοδο, αλλά σήμερα έχουμε την τύχη να δούμε από τα μάτια του Μίμη Φωτόπουλου το “κοινωνικό έργο” του Μεταξά, καθώς και την κατάσταση υπό την οποία η χώρα μπήκε στον πόλεμο.

Το ποίημα του που ακολουθεί, το πρώτο της συλλογής, διατηρώντας την ορθογραφία του:

ΑΔΕΛΦΕ ΜΟΥ άγνωστε,
που κάποιο πρωινό
πικρό, μουντό, βροντερό
καρφώθηκαν τα μάτια μου
μ’αγωνία πάνω στ’ άσπρο πτώμα σου
στο πεταμένο πτώμα σου
στην οδόν Αθηνάς
Κι είδα γύρω σου
λυωμένα τα όνειρά σου
μαδημένες τις ελπίδες σου,
άνθρωπέ μου πονεμένε
άγνωστη παρέα μου
στην απέραντη γή μας
Συγχώρεσέ με
που δε στάθηκα ώρες ατέλειωτες
να σε κυττάζω με συμπόνοια,
να κλάψω για το χαμό σου
πάνω στο πτώμα σου
να προσευχηθώ.
Πεινούσα πολύ
κι είχα πάρει του δρόμους
με παγωμένα πόδια
με παγωμένη σκέψη
και γυρόφερνα την αγωνία μου
στα σκουπίδια.
Κάθε τόσο
χτυπούσαν την πόρτα μου
οι χαφιέδες του θανάτου
φορώντας τον μαύρο μανδύα
των πένθιμων νυχτιών του Γενάρη.
Αυτοί είχαν βάλει
τ’ άστρα στην τσέπη τους
και μέσ’ στη σκέπη τους
είχαν κλειδώσει τον ήλιο.
Κι εμείς είχαμε μείνει στο σκοτάδι
με συντροφιά
τα καρφιά του γεροχειμώνα.
Σαν παντιέρα συνδικάτου
που αργοκινιέται
σε πένθιμη παρέλαση
έγερνε η καρδιά μας
στο ρημαγμένο ιστό
του κορμιού μας.
Η κόλαση που είχε υφάνει
η αράχνη των ψευτοχριστιανών
στα σκουριασμένα μυαλά
απίθανων καλόγερων
είχε ζωντανέψει
όπως οι ψείρες
στα λερά ρούχα
των φτωχών…
 
Από τότε
πέθαναν τόσα χρόνια!
Χορτάσαμε από παλαμάκια
από αγύρτες κι από ήρωες
από “ζήτω” κι από “ελευθερία”
Και πολλές φορές
στα πένθιμα φθινοπωρινά
απογεύματα,
στις πληχτικές καλοκαιριάτικες
νυχτιές
ζωντενεύει μπροστά μου
η κέρινη μορφή σου
αδελφέ μου άγνωστε.
Συγχώρεσέ με
που δε στάθηκα ώρες ατελείωτες
να σε κυττάζω με συμπόνια
να κλάψω στο πτώμα σου
να προσευχηθώ.

Η συλλογή του Μίμη Φωτόπουλου «Ημιτόνια – Μπουλούκια» (από τα 24grammata.com)

 

Ρεμπελίσκος