Από παιδί συνήθιζα να ακούω τις ιστορίες των γονιών και των παππούδων, ιστορίες καθημερινότητάς σε μια εντελώς διαφορετική εποχή νεότητας από τη δική μου. Εκπληκτικοί άνθρωποι, αγράμματοι ή και όχι, είχαν και έχουν σχεδόν όλοι τους εκείνο το απερίγραπτο και καταπληκτικό χάρισμα της ζωντανής λαϊκής αφήγησης. Μέσα από το μαγικό κόσμο των ιστοριών τους, μου ανοίγονταν ένα παράθυρο στη συγχρονικότητα μιας εποχής που δύσκολα μπορούσα να φανταστώ. Του Θανάση Χ. Θεοδώρου. 

Ads

 
Ακόμη και η καλή λογοτεχνία ποτέ δεν κατάφερε να φθάσει τη γλαφυρή αναπαράσταση εικόνων, συναισθημάτων, μυρωδιών και αναγκών όπως εκείνων που μεταφέρονται μέσα από τα χείλη της ζωντανής λαϊκής παράδοσης. Βασικό μοτίβο όλων των ιστοριών, από την ορεινή Ήπειρο έως τη Νότια Κρήτη, η πείνα και η φτώχεια χέρι- χέρι με τις αξίες μιας κοινωνίας κοινοτιστικά οργανωμένης και αλληλέγγυας.
 
Από τις αγαπημένες μου ιστορίες ήταν εκείνες με τα παιδικά παπούτσια. Το Πάσχα σηματοδοτούσε την εποχή εκείνη που τα παιδιά λαμβάνανε τις καινούργιες τους γαλότσες. Τα παπούτσια της Πασχαλιάς φοριόταν έως και την επόμενη χρονιά την ίδια μέρα.
 
Η δική μου γενιά δεν περίμενε ποτέ το Πάσχα για καινούργια παπούτσια,
τουλάχιστον όχι για το μοναδικό ζευγάρι της χρονιάς. Ο δικός μας χρόνος αγορών ταυτίστηκε με τον σχολικό κύκλο και έπειτα με εκείνον της αλλαγής των εποχών και των στυλ. Από την εποχή της αναγκαιότητας στην εποχή της ευδαιμονίας και της κατανάλωσης. Όλα αυτά μέχρι πολύ πρόσφατα.
 
Οι περισσότεροι και περισσότερες από εμάς είχαμε πάνω από ένα ζευγάρι παπούτσια, κάποιοι/ες είχαν και φετίχ με αυτά, με το πλεόνασμα αυτό η αλλαγή άργησε να φανεί. Τρία χρόνια κρίσης και τα παπούτσια των ανθρώπων είναι ήδη παλιά και ταλαιπωρημένα, αντικατοπτρίζουν θαρρείς την ψυχοσύνθεση μιας ολόκληρης κοινωνίας.
 
Η φθορά στις σόλες και το σώμα των παπουτσιών θυμίζουν ανθρώπινο πρόσωπο, μιας και ο χρόνος και η ζωή αποτυπώνονται πάνω τους. Λένε πως αν προσέξεις τις ρυτίδες ενός ανθρώπου καταλαβαίνεις πολλά για εκείνον. Άραγε να ισχύει το ίδιο και για τα υποδήματά τους;
 
Από τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς έως τις σχολικές αίθουσες τα παπούτσια των ανθρώπων αρχίζουν να θυμίζουν τις ιστορίες με τις γαλότσες. Χαλασμένα κορδόνια, φθαρμένες σόλες, παλιά σχέδια, αυτοσχέδιες ανακαινίσεις με ζωγραφιές έως την παραίτηση, εκπεφρασμένη μέσω της αδιαφορίας για την καθαριότητά τους∙ προφανώς και δεν αναφέρομαι στο επιμελώς ατημέλητο.
 
Πλησιάζει Πάσχα και ο κόσμος συνεχίζει να φορά στα πόδια του τα ίδια παλιά παπούτσια του χειμώνα ή της προηγούμενης χρονιάς.
Έχουμε εκπέσει της καταναλωτικής ηθικής∙ μας πέταξαν βίαια έξω από τους κύκλους της και εμείς αναζητούμε το καινούργιο μονοπάτι με τα ίδια παλιά παπούτσια.
 
Το κομμάτι που αγαπούσα περισσότερο από όλα στις ιστορίες της γαλότσας ήταν εκείνο της δυσανεξίας
απέναντι στα ίδια καλούπια ενός άβολου παπουτσιού ανίκανου να ικανοποιήσει τα νεανικά πόδια που αναζητούσαν δρόμους ανυπότακτους. Τα ξυπόλητα καλοκαίρια και το θάρρος εκείνων των πιτσιρικάδων να περπατήσουν ακόμη και με γυμνά πόδια σε «τσέπια και αγκάθια», μου προκαλούσαν και μου προκαλούν ακόμη σήμερα θαυμασμό και ρίγη παιδικής χαράς.
 
Μπορούμε άραγε να απαλλαγούμε από τα παλιά μας παπούτσια; έχουμε το θάρρος να χαράξουμε δρόμους νέους; μας φοβίζουν τα αγκάθια ενός κόσμου που ήδη μας έχει πετάξει στο περιθώριο;
 
Πασχαλιά έχουμε, μυρίζει καλοκαίρι.
Εγώ θέλω να βγάλω τα παλιά μου παπούτσια και να περπατήσω ξυπόλυτος, τα καινούργια θα τα διαλέξω μόνος μου, ο νονός δεν πρόκειται να μου φέρει άλλα.

* Ο Θανάσης Χ. Θεοδώρου είναι κοινωνιολόγος