Η ποίηση, όπως και κάθε τέχνη, είναι κατά βάση υπόθεση υποκειμενική. Διακρίνεται από έναν διπλό υποκειμενισμό: του ποιητή και εκείνον του αναγνώστη. Όταν στις αρχές του Κ΄αιώνα έγινε η πρώτη έκθεση τεχνών με μεγάλα ευρωπαϊκά κι αμερικάνικα έργα τέχνης στη Νέα Υόρκη, πίνακες που χαρακτήρισαν την ευρωπαϊκή ζωγραφική (Μονέ, Πικάσο κλπ) στις ΗΠΑ αντιμετωπίστηκαν με χλεύη… Μεγάλοι λογοτέχνες που στην εποχή τους απαξιώθηκαν από τους κριτικούς ως λαϊκοί – με την υποτιμητική έννοια και τον μεσαιωνικό ελιτισμό της εποχής – σήμερα θεωρούνται κλασσικοί και παγκόσμιοι (πχ Σαίξπηρ)[1].

Ads

Η ποίηση έχει την ιδιαιτερότητα να αποτελείται από πολύ απλά υλικά: τις λέξεις και την αλήθεια των συναισθημάτων. Η γλώσσα, αυτό της το όπλο, την καθιστά τόσο προσιτή στο κοινό. Ωστόσο, επί δεκαετίες αναπτύχθηκε μία ελιτίστικη αντίληψη για την ποίηση. Θεωρήθηκε ως μία τέχνη των λίγων, ως μία λογοτεχνία βαθιών νοημάτων που έχριζαν ιδιαίτερης μόρφωσης και προσέγγισης ώστε να αναγνωριστούν τα «κρυφά μηνύματα».

Μα τούτο την έθεσε σε μία διαφορετική υποκειμενική διάσταση. Η ποίηση έχασε την “αντικειμενικότητα” που ήθελαν να εμφανίσουν οι ειδικοί επιστήμονες και την κατέστησαν έρμαιο αναλύσεων. Ας μην παραβλέπουμε ότι η πρώτη επαφή των ανθρώπων με την ποιητική τέχνη στο σχολείο λειτουργεί καταλυτικά για τον αντιμετώπισής της από τον ενήλικα αναγνώστη. Η στειρότητα της διδακτικής προσέγγισης, οι φιλολογισμοί και η απαξίωση της τέχνης μέσα από πλήθος αναλύσεων[2] σε βάρος της ποιητικής εμπνευσμένης αναδημιουργίας του παιδιού, λειτουργούν ανασταλτικά στην αποδοχή της ποίησης με μάτι ελεύθερο, με νου καθαρό.

Βέβαια, σε εποχές με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, η ποίηση θεωρούνταν τέχνη των ελίτ. Κι όμως έτσι αποκρύπτουμε τη βιωματική επαφή αιώνων με τη στιχουργική. Ξεχνάμε ότι επί αιώνες οι άνθρωποι -οι αγράμματοι- μάθαιναν δημοτικά άσματα, στροφές από ποιητικές συνθέσεις (πχ τον Ύμνον εις την Ελευθερίαν, τον Ερωτόκριτο) ή ακόμα και αποσπασματικούς στίχους (από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους ή αργότερα Καρυωτάκη, Καβάφη, Ρίτσο και σήμερα Λειβαδίτη). Και φυσικά μιλάμε για λαϊκή ποίηση, πριν ακόμα κάποιοι την απομακρύνουν από το ευρύ κοινό ως μία τέχνη της ελίτ των γραμμάτων.
 
Η απομάκρυνση της Ποίησης από το κοινό αποτελεί μία ακόμα απόδειξη της υποκειμενικότητας των Τεχνών, πέρα από καλλιτεχνικά ρεύματα, τάσεις και νόρμες που ίσως ένας αμύητος δε γνωρίζει (πχ σουρεαλισμός στην ποίηση, ιμπρεσιονισμός στη ζωγραφική κλπ). Μα τούτο έχει να κάνει με τη μόρφωση του κοινού, την καλλιτεχνική του παιδεία, το σχολείο και τη στάση των μέσων επικοινωνίας απέναντι στις Τέχνες (και φυσικά την οικονομική διασύνδεσή τους με τη βιομηχανία του θεάματος και τη βιομηχανία των φεστιβάλ).

Ads

Και αυτός τελικά είναι ο ρόλος του ειδικού και του καλλιτέχνη: να δείξουν -και να διδάξουν- τις τάσεις, τα ρεύματα και την καλλιτεχνική προϊστορία στο κοινό. Να το εκπαιδεύσουν ώστε να μάθει να δέχεται το διαφορετικό και το πρωτοποριακό[3]. Επί τούτου μάλιστα θα αντιτείναμε βιωματική επαφή των μαθητών με την ποίηση και την ανάπτυξη επαφών τους με ποιητές εν ενεργεία. Και από δαύτους τόσο η γενιά της Μεταπολίτευσης[4] όσο και η γενιά της κρίσης έχουν να επιδείξουν αξιόλογα ονόματα[5]. Αν θέλουμε να πάμε μακρύτερα θα καλούσαμε τα Υπουργεία Πολιτισμού και Τουρισμού να αναδείξουν ως τουριστικό θέλγητρο τη σύγχρονη ελληνική τέχνη, να φέρουν σε επαφή τους τουρίστες με τη σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή[6] να επενδύσουν σε μεταφράσεις Ελλήνων ποιητών γνωστότερων, βραβευμένων και πρωτοεμφανιζόμενων.
 
Καθώς όμως η Τέχνη δεν μπορεί να υποταχθεί στο μέτρο, καθίσταται  αδύνατη κάθε προσπάθεια μέτρησης και της Ποίησης. Οι φιλολογικές αναλύσεις δεν καθιστούν μία σύνθεση ποιοτική. Ούτε οι φιλελεύθερες προσεγγίσεις περί αξίας, ευπώλητων βιβλίων και κέρδους δεν αποτελούν μονάδες υπολογισμού ποιότητας. Η ποιότητα κάθε σύνθεσης πρωτίστως λανθάνει στα μέσα σύνθεσης λόγου και συναισθήματος.

Αν θέλουμε να μιλήσουμε για ποιότητα στην Ποίηση θα την αναζητήσουμε στη διαχρονικότητα. Τούτη είναι το αλάνθαστο μέτρο για τη θέαση της αξίας μιας σύνθεσης ή ενός δημιουργού μέσα από τις διαστάσεις που παίρνει στο νου και την ψυχή των ανθρώπων. Όταν ένα έργο καταφέρνει και “μιλά” σε ανθρώπους διαφορετικών κοινωνιών, μόνο τότε μπορούμε να μιλήσουμε για αντικειμενική αξία και ποιότητα[7]. Είναι σαν μία υπερχρονική και υπερτοπική συνεργασία του αναγνωστικού κοινού για τη συναρμολόγηση των θραυσμάτων του ποιητικού παζλ. Υπό ένα τέτοιο σκεπτικό μάλιστα το κλασσικό μπορεί να αντιμετωπιστεί και ως λαϊκό, εφόσον γίνεται με τον καιρό κτήμα των λαών.
 
Ωστόσο, σήμερα η τέχνη τείνει να υποβιβαστεί σε διαφημιστικά μηνύματα. Πρόκειται για τη μεταμοντέρνα οικειοποίηση του καλλιτεχνικού από το εμπορικό. Έτσι, η τέχνη συνδέεται με τον υποκειμενισμό της αγοράς ενός προϊόντος καθιστώντας τελικά την ίδια την τέχνη ένα εμπόρευμα που πρέπει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες όσων γίνεται περισσότερων αγοραστών/αναγνωστών. Μα η πραγματική τέχνη είναι ανεκτίμητη. Δεν μπορεί να μπει στο συρμό της αγοράς (όσο κι αν προς στιγμήν την αποζητούμε).

Δε θα ήταν υπερβολή αν ισχυριζόταν κανείς πως η ποίηση εξ ορισμού είναι αντιεμπορική. Δεν μπορεί να αντικειμενικοποιηθεί ούτε μέσα από φιλολογικές αναλύσεις ούτε μέσα από τους παρακμιακούς μηχανισμούς της καταναλωτικής τέχνης που αντιλαμβάνεται το γυμνό ως εμπόρευμα και διασκευάζει το εύπεπτο “σκυλάδικο” για τις ανάγκες προώθησης αγαθών. Γιατί, άλλωστε, κατά το Ραφαηλίδη, η -πολύπαθη- αισθητική του παρόντος είναι η ηθική του μέλλοντος, ενός μέλλοντος αντιαισθητικού που κρατά μακριά από το ευρύ κοινό τις τέχνες, ενός μέλλοντος εμπορευματοποίησης ακόμα και των λέξεων. Κι ας υπογραμμίσουμε ότι η κουλτούρα πρέπει να ορισθεί σε αναφορά προς το κοινωνικό πράττειν, στο οποίο διαπλέκονται το συλλογικό και το ατομικό πράττειν. Η δράση του ατόμου προκύπτει από τις ψυχολογικές και κοινωνικές συνθήκες, από την ατομική πορεία της ζωής και από τους πολιτιστικά προετοιμασμένους προσανατολισμούς[8].
 
Μακριά, λοιπόν, από κάθε εμπορική διάθεση και μακράν της φίλαυτης αντίληψης ότι η ποίηση δύναται να εκφράσει κάτι το αντικειμενικό ο δημιουργός επί έτη ποιεί ήσυχα. Η ποίησή του είναι υπαρξιακή και στοχαστική. Ο στοχασμός ελλοχεύει σχεδόν σε κάθε στίχο. Ακόμα και πίσω από τις εικόνες μπορούμε να αντικρίσουμε τις βαθύτερες σκέψεις του δημιουργού. Στόχος του ποιητή είναι να εκφράσει τις αγωνίες του, τις ανησυχίες του για το παρελθόν, το μέλλον και ιδίως το παρόν.

Ας μην παραβλέπουμε, εξάλλου, ότι η αλήθεια της τέχνης είναι εκείνη των συναισθημάτων που μεταφέρονται ή λειτουργούν ως αγωγοί ενός μηνύματος. Και αυτή η αλήθεια είναι το μόνο αντικειμενικό στοιχείο στην ποίηση. Και τούτη την -υποκειμενική- αλήθεια η ποίηση της μεταφέρει αμεσότερα από κάθε άλλη τέχνη. Με τη γλώσσα ως θεμελιώδες μέσο, η ποίηση μετατρέπεται στο ταχύτερο μέσο αμφισβήτησης, υπεράσπισης, κριτικής. Η γλώσσα για την ποίηση είναι ό,τι τα χρώματα για το ζωγράφο. Γι’ αυτό, άλλωστε, η ποίηση ήταν από η πρώτη τέχνη που απαγορεύονταν σε καιρούς αυταρχισμού, η πρώτη που λογοκρίνονταν.

τοβιβλίο

Παραπομπές
 

  • [1] Και τούτο ισχύει για όλες τις τέχνες. Ας μην λησμονούμε ότι ο Μονέ και οι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι δεν καλούνταν να εκθέσουν στη Γαλλία για πολλά χρόνια ενώ οι κριτικοί τους αποκαλούσαν τρελούς. Ανάλογα παραδείγματα έχουμε πολλά.
  • [2] Πόσους δεν κατατρύχει η ερώτηση τι θέλει να πει ο ποιητής;
  • [3] Προτείνεται να βγουν οι άνθρωποι των τεχνών (ποιητές, ζωγράφοι κ.ά.) να διδάξουν το κοινό, να αρθρογραφήσουν για την τέχνη του, να σχολιάσουν έργα τέχνης, νε κάνουν οικεία τη πολυγλωσσία της τέχνης και να αποκαλύψουν δημιουργούς (παλιούς και σύγχρονους) και τις τάσεις που μέχρι σήμερα αναπτύχθηκαν.
  • [4] Κάποιοι την ονομάζουν σπάνε αυτή τη γενιά σε γενιές του ’70 και του ’80. Μία διάκριση με την οποία διαφωνούμε γιατί οι καλλιτεχνικές γενιές δεν ορίζονται χρονολογικά, αλλά βάσει των ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών.
  • [5] Ονόματα μπορούμε να προτείνουμε αρκετά. Από τον πολυγραφότατο Γιάννη Λειβαδά, τον βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών Δημήτρη Σολδάτο, τον πολυβραβευμένο και με συνεχείς πειραματισμούς στη γραφή Άθω Χαζτηματθαίου, τον εξαίρετο Βαλάντη Βορβό, ή τους λίγο μεγαλύτερους Θέμη Δημητρακόπουλο (Ιάσων Λειδινό) και τον Πέτρο Θεοδωρίδη ή τους νεώτερους Ανδρέα Αντωνίου και Αχιλλέα Κατσαρό… Και τούτα μόνο ενδεικτικώς προσπερνώντας δεκάδες αξιόλογους δημιουργούς που δε χωρούν σε μία υποσημείωση.
  • [6] Δεν είναι τουριστικά αξιοθέατα -με την κυριολεξία του όρου- μόνο τα νησιά με τις θάλασσες, το μεταμεσονύχτιο σκυλάδικο, το ελεύθερο αλκοόλ, το αρχαίο θέατρο ως αρχιτεκτόνημα και οι οικισμοί, αλλά και ο σύγχρονος πολιτισμός. Γιατί να μη διοργανωθούν ειδικές βραδιές ποίησης και εκθέσεις ειδικά για τουρίστες;
  • [7] Ας μην παραβλέπουμε ότι ο Καβάφης έγραφε στις αρχές του Κ΄ αιώνα στην Αλεξάνδρεια, αλλά τα μηνύματά του ηχούν τόσο σύγχρονα, σε μία διαφορετική κοινωνία, με άλλες ανάγκες και διαφορετικές καταστάσεις. Αναλόγως και για κλασσικούς πια ποιητές.
  • [8] Claudius Messner, Η κουλτούρα ως δυνατότητα απαντήσεων, μτφ. Δημήτρης Δημούλης, περιοδικό Θέσεις, τ. 61 (Οκτώβριος – Δεκέμβριος 1997).