Η ποίηση μέσα στην κρίση δεν λειτουργεί απλά ως μία τέχνη προς ψυχαγωγία. Αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι της αποτύπωσης της απογοήτευσης ή της οργής και της θλίψης για τις αναμφισβήτητες ανατροπές στις ζωές των ανθρώπων. Παράλληλα, αποτελεί ένα ζωντανό κοινωνικό στιγμιότυπο μακριά την επικαιρικότητα. Με πυγμή θρηνεί την πτώση, πυροδοτεί μέσα των συναισθημάτων στοχασμούς και συναισθήματα με στόχο την αλλαγή.

Ads

Άλλωστε, η ποίηση επιδεικνύει έναν άλλο τρόπο αντίληψης κι επεξεργασίας της πραγματικότητας. Στην εποχή των οικονομικών όρων και του ρητορικού βερμπαλισμού, ετούτη έρχεται να επιδείξει ότι κέντρο της προσοχής οφείλει πάντα να είναι ο Άνθρωπος.

Στην κοινωνική αυτή αναζήτηση προσανατολίζεται και η ποιητική συλλογή του Γιάννη Αλεξανδρόπουλου «χυμένο κόκκινο» (Μανδραγόρας, 2016).

Στο κέντρο της ποιητικής του είναι οι «ακυβέρνητες ζωές». Ελαφριές αλληγορίες θεμελιώνουν τη διαχρονικότητα και προσδίδουν μία υπαρξιακή διάσταση στα κοινωνικά χαρακτηριστικά της στιχουργικής του. Με προσανατολισμό πέραν του χρόνου ο ποιητής εκφράζει την αγωνία του για τη ρημαγμένη κοινωνία. Από τον φακό της πολιτικής κριτικής του δεν ξεφεύγει σχεδόν τίποτα, ούτε οι αυταπάτες, ούτε οι επιχορηγήσεις των ποιητών, ούτε η μεσσιανική αναζήτηση ενός νέου λαϊκού ήρωα.

Ads

Στην ποίηση το κόκκινο έχει συνδεθεί -εκτός από τον έρωτα- και με την κοινωνική πάλη. Είναι το χρώμα της δράσης, της εξέγερσης και της αντίστασης. Ταυτόχρονα είναι όμως και το χρώμα της έντασης και του πάθους. Με αυτούς όλους τους συμβολισμούς το χρησιμοποιεί και ο Αλεξανδρόπουλος, μόνο που δικό του κόκκινο χύθηκε, όπως τα όνειρα των ανθρώπων.

Αξιοπρόσεκτη είναι η εξαίρετη εικονοπλασία που εμπλουτίζει το ποιητικό κάδρο με αδρές πινελιές. Χωρίς ο ποιητής να μένει σε απλές κοινωνικές αποτυπώσεις της κρίσης, αλλά εμβαθύνοντας στην ψυχολογία των ανθρώπων, το αστικό τοπίο της κρίσης ξεπροβάλλει εξπρεσιονιστικά μέσα από την πολιτική αναζήτηση και την κοινωνική αγωνία. Την εικαστική του χαρακτηρίζει η συνεχής κίνηση, που ορίζεται έμμεσα με “αδιάφορες” συχνά λέξεις («έσπασαν οι κάβοι», «τρεμουλιάζει», «επιπλέει» «μπουλούκια των κυνηγημένων» κλπ) και ο ήχος, ενώ δεν εκλείπουν οι οσμές.

Συναρπάζουν όμως και τα δυναμικά ονοματικά σύνολα που ξαφνιάζουν κι ενισχύουν την εικαστική αποτύπωση της ποιητικής του με τις ανοίκειες ιδιότητες σε κοινά ουσιαστικά («σαπισμένα δάκρυα έτοιμα να πέσουν σαν ξεραμένα φύλλα», «μια ιδέα τυλιγμένη η γύμνια», «η λάμψη που επιπλέει μες στα νερά του βλέμματος»). Η εικαστική του όμως δεν αποτελεί ένα πρόσθετο/ξένο στοιχείο που στόχο έχει να προσελκύσει την προσοχή. Κατέχει λειτουργικό ρόλος στις συνθέσεις, καθώς συμπλέκεται εκφραστικά -αδιαχώριστα- με το μήνυμα και το πηγάζον συναίσθημα, ενισχύοντας το τελευταίο και με τις αισθήσεις.

Οφείλουμε, όμως ταυτόχρονα, να υπογραμμίσουν την ιδιαίτερη μουσικότητα η οποία διανθίζει τη στιχουργική του Αλεξανδρόπουλου. Η μελωδικότητα τούτη πηγάζει από την προσεκτική τοποθέτηση των λέξεων σε συνδυασμό με τη θρυμματισμένη ελευθεροστιχία και ρητορικές ερωτήσεις. Παρηχήσεις και επαναλήψεις υποστηρίζουν με δυναμισμό τη μελωδικότητα του στίχου. Η προφορικότητα, παράλληλα, που διακρίνει την έκφρασή του με ελλειπτικά νοήματα και μία ποικιλία προσώπων, ενισχύει το στιχουργικό ρυθμό οδηγώντας με στοχευμένη ακρίβεια το συναίσθημα και το μήνυμα στον ακροατή.

Η ποίησή του Αλεξανδρόπουλου με τον πολιτικό και υπαρξιακό της χαρακτήρα γοητεύει. Ο ποιητής στοχεύει άμεσα στο συναίσθημα των αναγνώστη/ακροατή σπέρνοντας λέξεις ώστε ο τελευταίος να θερίσει νέα συναισθήματα και στοχασμούς. Η ποιητική του αγωνία για την κοινωνία αρδεύει τις σκέψεις μας μέσα από συλλογική διάσταση που εκείνος προσδίδει. Χωρίς σύμβολα και αδιαμεσολάβητα μιλά με αμεσότητα και ειλικρίνεια στο κοινό.
Είναι ποίηση που ξεπηδά από το κοινό συναίσθημα της απογοήτευσης και τα συλλογικά βιώματα των χαρακωμάτων που πλημμυρίζουν με αγωνία κι αγανάκτηση. Ο Αλεξανδρόπουλος φέρνει στην επιφάνεια τα συναισθηματικά τραύματα ενός λαού που παλεύει να επιβιώσει με κάθε τρόπο βλέποντας την απόλυτη κατάρρευση των σχεδίων και των οραμάτων του.

τοβιβλίο