[…] Ένα μυθιστόρημα για τα χρόνια που οι άρχοντες δε χτίζουν πια ανθρώπους στα κατώγια τους, μα αρνούνται ακόμα σθεναρά το ξύπνημα των σέμπρων. Μια εποχή στην κόψη, ανάμεσα στο παρελθόν που φεύγει αργόσυρτα και στο μέλλον που έρχεται καλπάζοντας. Μια οικογενειακή ιστορία από την Κεφαλονιά, τότε που τα Επτάνησα παλεύουν να ενωθούν με την Ελλάδα, τότε που οι αστοί ξεκινούν ν’ αποφασίζουν για τις τύχες τους και οι χωρικοί μαθαίνουν επιτέλους πως είναι και αυτοί άνθρωποι […] 
Χάλκινο γένος, Μαρία Ε. Σκιαδαρέση, εκδ. Πατάκη

Ads

[…] 2009
Έριξα μια ματιά, όσο να ελέγξω το περιεχόμενο, κι έβαλα τους φακέλους στο κάτω ράφι της βιβλιοθήκης. Δεν τους ξανάνοιξα από τότε, δε βρήκα χρόνο ως τώρα, χάθηκα μέσα στα γεγονότα της ζωής· πτυχίο, γάμος, γέννηση κι ανατροφή δύο παιδιών, χρόνια ασθένεια της γυναίκας μου κι απώλεια αξεπέραστη στο τέλος, που μ’ έχωσε ακόμα πιο βαθιά στην καθημερινή ενασχόληση με τη δουλειά μου.
Κι έπρεπε να περάσουν πενήντα δύο χρόνια από πάνω μου για να πάρω την απόφαση ν’ ανοίξω επιτέλους τους φακέλους της οικογένειας Κλάρη, σήμερα, πρωινό Δευτέρας, το πρώτο πρωινό ύστερα από μισόν αιώνα που δεν ξεκίνησα στις επτά ακριβώς για το γραφείο.

Βγήκα στη σύνταξη. Μόλις προχτές το ένιωσα, όταν μου ήρθε η απόφαση σε φάκελο υπηρεσιακό με τέσσερις σφραγίδες, συστημένο. Χάρηκα προς στιγμή, κατόπιν μελαγχόλησα και ύστερα θυμήθηκα το κληροδότημα της Έρσης.
 
Πάντα έλεγε πως εκτιμάει το γράψιμό μου, από την εποχή που πήγαινα στο σπίτι της, από παιδί έως έφηβος, να με διαβάζει γαλλικά. Αδιαφορούσε για την επιθυμία μου να αναλάβω το συμβολαιογραφείο του πατέρα μου, πίστευε πως ήμουν πλασμένος για κάτι πιο δημιουργικό.
 
«Γράφεις καλά» μου είχε πει «με στιλ και αμεσότητα. Με το κατάλληλο υλικό θα έστηνες μια ιστορία ενδιαφέρουσα» είχε προσθέσει, για να πετάξει εν κατακλείδι το σιβυλλικό επιμύθιο: «Πού ξέρεις, μπορεί εν τέλει εσύ να είσαι ο κληρονόμος μου, ελλείψει άλλου!».

Δεν είχα καταλάβει τότε τίποτα απ’ όλα αυτά, ώσπου άνοιξε η διαθήκη της και είδα πως, πράγματι, με είχε αφήσει τον μόνο κληρονόμο σε ό,τι απέμενε στα χέρια της ύστερα από τη διαρκή συρρίκνωση της άλλοτε τεράστιας περιουσίας της οικογένειας Κλάρη και όσων εν τω μεταξύ είχε αποκτήσει με τον άντρα της η Έρση.

Ads

Μου άφηνε λοιπόν το μοναδικό της πλέον ακίνητο, εκείνο το πυργόσπιτο στο Φάληρο, ένα επιβλητικό ερείπιο τώρα πια, μα μεγαλειώδες μέσα στην εγκατάλειψή του.

Το σπίτι αυτό το πρόλαβα, αν όχι στις δόξες του, τουλάχιστον στα μεσοκοπήματά του, κι αυτό που πιο πολύ αγάπησα ήταν ο κήπος, μια ζούγκλα φιλική, πνιγμένη στις ροδιές, στα πεύκα, στους ευκάλυπτους, με δυο πελώριους φοίνικες δεξιά κι αριστερά από την είσοδο και ένα αγιόκλημα που κράταγε αγκαλιασμένη ολόκληρη την πρόσοψη, μα έπαψε να βγάζει άνθη απ’ όταν πέθανε ο Μαρίνος, ο μικρός· μάλιστα η Έρση πίστευε πως, αν ξανάβγαζε άνθη ο γιγάντιος θάμνος, θα σήμαινε πως το παιδί της τη συγχώρεσε για την αδικαιολόγητη και εγκληματική της απουσία από δίπλα του την ώρα που ξεψύχαγε απάνω στην αιχμή του κάγκελου.

Α, αυτός ο κήπος! Ακόμα έχω στ’ αυτιά μου το γάργαρο κελάηδημα από τα πουλιά που, τρυπωμένα στα στιβαρά κλα διά των δέντρων, ξελόγιαζαν όποιον περνούσε απ’ έξω απ’ τον Απρίλη και μετά.

Κάποτε βέβαια όλα αυτά, πριν απ’ τον θάνατο του προαστίου, τότε που ο αέρας μύριζε γιασεμί, τα αυτοκίνητα είχαν ονοματεπώνυμο –το αμάξι του τάδε–, το κύμα έγλειφε ανάλαφρα μιαν άμμο σαν ζάχαρη άχνη και ο οικισμός ήταν ακόμα ένας μικρός και φροντισμένος δήμος κι όχι μια ανάξια λόγου συνοικία του Πειραιά.
 
Εκτός από αυτό το εμβληματικό σπίτι των παιδικών μου χρόνων, η Έρση μου άφησε και το αυτοκίνητό της, μια αρχαία μαύρη Φορντ του ’29, εντυπωσιακή και επίσημη σαν πολυφορεμένο μα ακριβό λουστρίνι.

Αυτό δε χρειάστηκε να βάλω χρήματα από την τσέπη μου για να το συντηρήσω· το πούλησα αδρά σ’ έναν συλλέκτη παλαιών αυτοκινήτων και μπόρεσα έτσι να πληρώσω την εφορία, που δυστυχώς πάντα έχει για γνώμονα τις αντικειμενικές αξίες και όχι τον εκπεσμό των οικογενειών.

Όσο για το σπίτι, μένει ως έχει, ένα μεγαλοπρεπές διατηρητέο ερείπιο, μιας και ούτε εγώ διαθέτω χρήματα για τη συντήρησή του ούτε και το υπουργείο Πολιτισμού μπορεί να δώσει ένα αξιοπρεπές ποσόν για να σωθεί. Παραμένει έτσι, στο μεταίχμιο αξίας και απαξίας, περιμένοντας ή ένα θαύμα που θα το βοηθήσει να αναστηλωθεί ή τη λυτρωτική ίσως κατάρρευση της στέγης, που θα απενοχοποιήσει το υπουργείο για την αποχαρακτήρισή του και θα μπορέσει να «αξιοποιηθεί» με μια καλή αντιπαροχή –όπως ισχυρίζεται η κόρη μου–, πράγμα που δε με βρίσκει σύμφωνο, μα είμαι πια σε ηλικία που ο λόγος μου δε μετράει και πολύ.

Οι φάκελοι βέβαια που ο αχρείος εγώ, διαψεύδοντας κατηγορηματικά την Έρση, λησμόνησα εντελώς, με το καρφιτσωμένο πάνω τους χαρτάκι που έγραφε τ’ όνομά μου, στο τελευταίο ράφι της βιβλιοθήκης του γραφείου μου βρίσκονται πάντα εκεί.

Τώρα, πιστεύω, ήρθε πια η ώρα να τους ανοίξω! Πού ξέρεις; Μέσα στην ανιαρή καθημερινότητα του συνταξιούχου, μπορεί ν’ ανακαλύψω εκείνο το ταλέντο που διέγνωσε η Έρση όταν διόρθωνε τις εκθέσεις μου στα γαλλικά, ταλέντο που κράτησα πεισματικά θαμμένο τόσα χρόνια κάτω από τόνους συμβολαίων, διαθηκών, πληρεξουσίων κι επίσημων συμφωνιών κάθε λογής.

Δε θα είναι δύσκολο να ξεχωρίσω τα χαρτιά και να τα βάλω στη σωστή σειρά. Σίγουρα θα είναι τακτοποιημένα, δεν ξεχνώ πόσο σχολαστική νοικοκυρά ήταν η Έρση.

Ακόμα και το να πεθάνει αφήνοντας το σπίτι ακατάστατο της ήταν αδιανόητο. Και μόνο η σκέψη πως εκείνοι που θα αναλάμβαναν τη φροντίδα της ταφής της θα μπορούσαν να εντοπίσουν και ίσως να κριτικάρουν την παραμικρή της παράλειψη ήταν ικανή να την κρατήσει στη ζωή έως ότου θεωρήσει τον εαυτό της έτοιμο ν’ αφήσει στη θέση του, καθαρό και τακτοποιημένο, το παραμικρό μέσα στο σπίτι.

Γι’ αυτό, με το που αποφάσισε να κλείσει τα μάτια της, τα μόνα αντικείμενα που έμειναν έκθετα, ύστερα από το κρύψιμο των πάντων για προστασία από τη σκόνη, ήταν και τα πρώτα που αντίκρισα προτού ακόμα διακρίνω το άψυχο σώμα της εκλειπούσης, αλφαδιασμένο πάνω στο ψηλό κρεβάτι με τον ουρανό από σκαλιστό τριανταφυλλόξυλο.

Στην επιφάνεια του μικρού, προσωπικού της γραφείου, ένα σημειωματάριο με δερμάτινο κάλυμμα, απ’ όπου πληροφορήθηκα τις τελευταίες εξελίξεις του βίου της, η πένα από ταρταρούγα που είχε πάντα κρεμασμένη στον λαιμό της με φαρδιά χρυσή αλυσίδα –δεν εμπιστεύτηκε ποτέ τα μολύβια διαρκείας– , το κομψό μελανοδοχείο και το βαρύ στουπόχαρτο, όλα βαλ μένα σε τάξη κατά σειρά χρήσης.

Και δίπλα είκοσι φάκελοι, δυο ντάνες των δέκα, τοποθετημένοι ο ένας πάνω στον άλλο, ακαθορίστου χρώματος από την πολυκαιρία, όλοι παραγεμισμένοι με ετερόκλητα χαρτιά: διαθήκες και συμβόλαια, κατάστιχα πληρωμών, ληξιαρχικές πράξεις γεννήσεων και θανάτων, πιστοποιητικά γάμων, κληροδοτήσεις, αντίγραφα βουλευτικών πρακτικών, μα και επιστολές ποικίλου περιεχομένου –επαγγελματικές, ερωτικές, κοινωνικές, εμπιστευτικές επιστολές προς φίλους, τυπικές προς γνωστούς–, σκέψεις γραμμένες πρόχειρα σε ράκη από χαρτί, ρετσέτες φαγητών και γλυκισμάτων, τετράδια σχολικά, ημερολόγια και καθετί γραπτό όρισε ποικιλότροπα το πέρασμα της οικογένειας Κλάρη μέσα στους αιώνες.

Η Έρση επί χρόνια, κάθε Δευτέρα και Πέμπτη, στις δώδεκα το μεσημέρι απαρέγκλιτα, τηλεφωνούσε στο γραφείο του πατέρα μου «για να δίνει το παρών», όπως ο ίδιος έλεγε γελώντας.
Ένιωθαν ασφάλεια με τον τρόπο αυτό, κυρίως ο πατέρας μου, που τη νοιαζότανε σαν μάνα ύστερα από τόσα χρόνια φιλίας, από την εποχή ακόμα του δικού του πατέρα.

Έτσι, όταν εκείνη την Πέμπτη δε χτύπησε το τηλέφωνο –ήμουν στο γραφείο εκείνο το πρωί, πρωτοετής της Νομικής, όποτε είχα καιρό περνούσα κι έκανα καμιά δουλειά–, μου έδωσε ο πατέρας μου τα κλειδιά του σπιτιού της, που φύλαγε πάντα μέσα στο κουτί με τις καρφίτσες, και μ’ έστειλε να δω αν η Έρση είναι καλά.

Μέσα στον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο για το Φάληρο έβαζα χίλια δυο κακά στον νου μου, γιατί ήξερα πως πρόσφατα είχε απομείνει μοναχή της μετά τον ξαφνικό θάνατο της επί αμέτρητα χρόνια δίπλα της Στάμως – κάτι σαν ψυχοκόρη του σπιτιού από παλιά που της την είχαν δώσει προίκα.

Στάθηκα κι έριξα μια ματιά στο αρχοντικό. Τα παράθυρα όλα σφαλιστά, όπως πάντα· ποτέ δεν είδα παράθυρο ανοιχτό σ’ αυτό το σπίτι. Μπήκα στον κήπο και διέσχισα βιαστικά τον πλακόστρωτο διάδρομο της εισόδου, αφήνοντας δεξιά το αυλιδάκι με τους φίκους και τις φτέρες.

Άνοιξα με κόπο τη φουσκωμένη από τις καιρικές εναλλαγές ετών εξώπορτα, μπήκα στο ευρύχωρο χολ και πέρασα στο μικρό σαλότο όπου η Έρση τα τελευταία χρόνια συνήθιζε να προσφέρει το απογευματινό τσάι στους ελάχιστους επισκέπτες που λογάριαζε ακόμα για φίλους.

Το πρώτο σκαλοπάτι για τον πάνω όροφο έτριξε απόκοσμα στο πάτημά μου, κι εγώ αναρίγησα μέσα στη σιωπή του κρύου σπιτιού. Σκέφτηκα το χειρότερο και εισέβαλα στην κρεβατοκάμαρα δίχως να χτυπήσω, λησμονώντας μέσα στην αδημονία τους καλούς μου τρόπους.

Επειδή τα σκούρα των παραθύρων ήταν κλειστά, ο ήλιος πάσχιζε να τρυπώσει στο δωμάτιο μέσα απ’ ό,τι διάφανο συναντούσε μπροστά του. Κι ήταν ο μικρός, οκτάγωνος φεγγίτης στον τοίχο πάνω απ’ το κρεβάτι που έριχνε ένα κίτρινο πλάγιο φως στην ψηλοτάβανη κάμαρα.

Για να την αντικρίσω, χρειάστηκε να τραβήξω το ριντό του κρεβατιού, που είχε κλείσει από μέσα, σφραγίζοντας με το πυκνό βελούδο του την τελεσίδικη απόφασή της.

Κατέβηκα στο τηλέφωνο του γραφείου και ειδοποίησα τον πατέρα μου, που έφτασε μία ώρα αργότερα μαζί με τον οικογενειακό γιατρό της Έρσης. Συμφώνησε κι αυτός να μην αναφερθεί αυτοκτονία και έγραψε στο πιστοποιητικό θανάτου «ανακοπή καρδιάς»· είναι κακότροποι οι παπάδες με τους ανθρώπους που επιμένουν να κρατούν στα χέρια τους την έκβαση του βίου τους.

Εγώ πάλι θα ήθελα το τέλος της Έρσης να είναι μια φάρσα ή μια δική της αυθυποβολή. Την είχα για τα πάντα ικανή εξάλλου. Ήταν όμως εκείνο το σημείωμα που βεβαίωνε το αναπότρεπτο γεγονός· μια επιστολή προς εμένα, κλεισμένη ανάμεσα στις πλεγμένες της παλάμες –ήξερε πως θα ήμουν ο πρώτος που θα την έβλεπε νεκρή–, γραμμένη μ’ εκείνο το σίγουρο μα και ανάλαφρο ύφος που είχε ο λόγος της όποτε ανακοίνωνε αποφάσεις:

Μιχαήλ μου,
Μερίμνησε, σε παρακαλώ, να ταφεί σωστά μια αιωνόβια γυναίκα. Ναι· γεννήθηκα το 1856, Μάρτη, τη μέρα που οι Ρωμαίοι γιόρταζαν το ξεκίνημα του έτους. Έκπληξη; Με πίστευες μεγάλη, όχι όμως τόσο! Ποτέ και σε κανέναν δε φανέρωσα την ηλικία μου και διασκέδαζα πολύ με τις προσπάθειες όλων να τη μάθουν.
Πέρασαν τα χρόνια, Μιχαήλ! Είδα ανθρώπους να γεννιούνται, να μεγαλώνουν, να πεθαίνουν γέροντες, κι εγώ εκεί, ακλόνητη, σαν ξεχασμένη. Κι όσο ζούσαν αυτοί που μου έδιναν κουράγιο να κρατιέμαι ζωντανή, δεν έκανα ποτέ τη σκέψη του θανάτου. Όμως πώς θα περνούσαν πια οι μέρες δίχως το διαρκές παράπονο της Στάμως για τούτο και για κείνο, οι νύχτες πώς θα φαίνονταν χωρίς την έγνοια της που σκέπαζε τον ύπνο μου; Πώς θα έφευγαν τα καλοκαίρια χωρίς τη Νίου να σκαρφαλώνει στη δάφνη και στα πεύκα, τα πρωτοβρόχια δίχως το ανυπόμονο νιαούρισμα έξω απ’ την πόρτα, ν’ ανοίξω νά μπει μέσα να φυλαχτεί απ’ το νερό, και πώς θα ήταν οι χειμώνες χωρίς τον χτύπο της ουράς της πάνω στο μαντέμι του καλοριφέρ;
Μικέλη, αγόρι μου, μερίμνησε για ό,τι χρειαστεί και κάποτε άνοιξε και κοίταξε εκείνα τα χαρτιά. Πιστεύω πως μονάχα εσύ μπορείς, μετά από μένα, να φορτωθείς το βάρος τους.
Καλή αντάμωση, η Έρση

Στο μαξιλάρι δίπλα της, σαν σύζυγος που έμεινε να της κρατάει συντροφιά στην ύστατή της ώρα, το πιο αγαπητό της αντικείμενο: ένα αντρικό χρυσό ρολόι τσέπης με τρία καπάκια κι έναν ρόδακα περίτεχνο στη ράχη. Εκτός του ότι μετρούσε, απρόσβλητο από βλάβες, τον καθημερινό της χρόνο επί δεκαετίες, έκλεινε μέσα του, στην κυριολεξία, ό,τι η Έρση λάτρεψε στη διάρκεια του μακρού της βίου.

Στο πρώτο το καπάκι, η φωτογραφία του Φρέντερικ Γουίτακερ, συντρόφου της επί πενήντα χρόνια, που άφησε την τελευταία του πνοή στην πίσω βεράντα του σπιτιού τη μέρα που ανακοινώθηκε η οριστική ήττα του ελληνικού στρατού στο μι κρασιατικό μέτωπο. Σαν να αποφάσισε αυτός ο Βρετανός ιδεαλιστής που αγάπησε την Ελλάδα πάνω από τη δική του χώρα ότι η νέα εποχή που μόλις ξεκινούσε για τον τόπο δεν τον αφορούσε πια.

Το δεύτερο καπάκι του ρολογιού της Έρσης έκλεινε τον Μαρίνο, μοναδικό μα και τεράστιο λεκέ από σκοτάδι μέσα στη φωτεινή κοινή ζωή του ζεύγους Γουίτακερ. Εφτάχρονος, έπαιζε στον κήπο και, όπως έκανε να σκαρφαλώσει στα κάγκελα του φράχτη, κρεμάστηκε στη σουβλερή απόληξη από το πιγούνι κι έμεινε εκεί σαν το σφαχτό, ώσπου ξεμάτωσε· πέρασε ώρα μέχρι να βρουν το σώμα του και να το ξεκρεμάσουν.

Πιστεύω πως από εκείνη τη στιγμή η Έρση έφτιαξε έναν δικό της κόσμο και κλείστηκε ερμητικά πίσω απ’ την πόρτα του, αρνούμενη εκείνον που λέμε εμείς πραγματικό. Θεαματικό επιστέγασμα αυτής της της στροφής η οριστική καθήλωσή της σε αναπηρικό καρότσι χωρίς αιτία σωματική. Στην τρίτη θήκη, η ίδια νέα, σχεδόν κορίτσι. Έτσι της άρεσε να βλέπει τον εαυτό της.

Γαλήνια μπήκε στο οικογενειακό μνήμα, όπου την περίμεναν ο Φρεντ και ο Μαρίνος της. Ανάμεσα στα χέρια της έβαλα το ρολόι με τα τρία καπάκια, κτέρισμα για την Έρση Κλάρη Γουίτακερ στο τελευταίο της σπίτι.

1869

Η φασαρία ξεκίνησε από τη στημένη για τον αγιασμό εξέδρα των επισήμων. Καμιά δεκαριά παπάδες, αναμένοντας τον μητροπολίτη από στιγμή σε στιγμή, ετοίμαζαν με σπουδή τα απαραίτητα για την τελετή. Ο κόσμος, που όλο και συνέρρεε, έπιανε θέση γύρω από τον λόφο του Θησείου για να μπορέσει να παρακολουθήσει άνετα όσα θα συνέβαιναν. Από τους επιφανείς είχαν ήδη έρθει αρκετοί βουλευτές και τα δύο από τα τρία μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας Σιδηροδρόμων: ο τραπεζίτης Σκουζές, με μαύρο, βαρύ παλτό μακρύ ως κάτω από το γόνατο, και ο διάσημος δικηγόρος της Αθήνας Δαμασκηνός, καλοντυμένος όπως πάντα.

Παρά το τσουχτερό κρύο του Φλεβάρη, ο κόσμος όλο ερχόταν, γέμιζε, πλημμύριζε τον χώρο γύρω από τον σταθμό αλλά και την εξέδρα, όπου πια οι προσκεκλημένοι συνωστίζονταν τόσο, που, από τις αγκωνιές και τις σπρωξιές του πλήθους, οι κυρίες είχαν αρχίσει να ανησυχούν μην κακοπάθουν τα ολοκαίνουργια σκαρπίνια τους, μην ξεμονταριστούν τα καπέλα τους και χαλάσουν οι περίτεχνες κομμώσεις.

Τότε, κι ενόσω πια μόνο ο πρωθυπουργός και η βασίλισσα έμενε να έρθουν, εμφανίστηκε ο μηχανικός Σκαλτσούνης, ο τρίτος σύμβουλος της Εταιρείας και λάτρης του ωραίου φύλου, συνοδευόμενος από δύο κυρίες: μια πανύψηλη με αστραχάν παλτό και μια μικροκαμωμένη φορτωμένη κοσμήματα και τυλιγμένη σε γούνα αλεπούς. Προσπάθησαν ν’ ανέβουν στην εξέδρα, όμως ο συνωστισμός ήταν τέτοιος, που δεν κατόρθωσαν να φτάσουν ούτε στο δεύτερο σκαλοπάτι. Κάποιος φώναξε πως δε χωράει άλλους, ο μηχανικός εκνευρίστηκε και ζήτησε από τον γιο του Σκουζέ, που είχε αναλάβει τη διοργάνωση της τελετής, να βρει αμέσως θέση γι’ αυτόν και την παρέα του, ενώ συγχρόνως, και με ύφος έντονο, μιλούσε για αμέλεια και έλλειψη οργάνωσης.

Φαίνεται πως είχαν μοιραστεί περισσότερες προσκλήσεις από τις διαθέσιμες θέσεις στην εξέδρα των επισήμων. Ο νεαρός Σκουζές προσβλήθηκε, θύμωσε, επιτέθηκε και γρονθοκόπησε τον Σκαλτσούνη, και μόνο η επέμβαση της αστυνομίας βοήθησε ώστε το περιστατικό να μη γίνει αντιληπτό από τον πρωθυπουργό Ζαΐμη, που εμφανίστηκε λίγα λεπτά αργότερα, αλλά και από τη βασίλισσα, που έφτασε κι αυτή αμέσως μετά.

Ευτυχώς άλλο δυσάρεστο περιστατικό δεν υπήρξε και η τελετή εξελίχθηκε απρόσκοπτα. Οι γραμμές, τα βαγόνια και η ατμάμαξα με το όνομα «Όλγα», προς τιμήν της βασίλισσας, αγιάστηκαν, ο μητροπολίτης Αθηνών Θεόφιλος ευχήθηκε να είναι καλορίζικο το σημαντικότερο έργο της πρωτεύουσας από την απελευθέρωση και μετά, και όσοι είχαν τη δυνατότητα να εξοικονομήσουν θέση στον συρμό των εγκαινίων επιβιβάστηκαν στα ολοκαίνουργια βαγόνια για να απολαύσουν την πρώτη διαδρομή από την Αθήνα στον Πειραιά.

Ακουμπισμένος σε μια κολόνα του ναού του Ηφαίστου, ο γιατρός Φρέντερικ Γουίτακερ παρακολουθούσε την τελετή του αγιασμού. Με το κιάλι στο χέρι, πάσχιζε να καταλάβει ποιος είναι τι, μιας και δε γνώριζε πρόσωπα και πράγματα.

Είχε φτάσει μόλις τρεις εβδομάδες πριν στην Αθήνα και, αν δεν είχε μάθει λίγα ελληνικά στο σχολείο ώστε να μπορεί να εννοεί κά ποιες σκόρπιες λέξεις, θα ένιωθε σαν να είχε έρθει σε άγνωστο πλανήτη.

Διορισμένος γιατρός στην Εταιρεία Σιδηροδρόμων και με μισθό τόσο ικανοποιητικό ώστε να πάρει την απόφαση να αφήσει μνηστή και θέση με προοπτική στο λονδρέζικο νοσοκομείο του Αγίου Ιακώβου, ο Γουίτακερ διάλεξε για φίλο τον αρχιμηχανικό Τζορτζ Γουντχάουζ, άνθρωπο φιλόμουσο, φιλότεχνο και στοχαστικό, πολύ διαφορετικό από τους υπόλοιπους συναδέλφους του στην Εταιρεία, Έλληνες και Βρετανούς.

Μαζί ήρθαν στα εγκαίνια, μαζί ανηφόρησαν ως το Θησείο, μαζί παρακολούθησαν το δυσάρεστο περιστατικό στην εξέδρα, με τον Τζορτζ να του εξηγεί και να του διευκρινίζει τα τεκταινόμενα.

Το γεγονός ήρθε να στερεώσει την πρώτη εντύπωση του Γουίτακερ ότι σ’ αυτήν τη χώρα όλα μπορούν να συμβούν εκεί που δεν τα περιμένεις, ότι όσα σχεδιάζονται δεν είναι και βέβαιο πως θα υλοποιηθούν και πως ο προγραμματισμός είναι έννοια καθαρά λεξικογραφική, χωρίς πρακτικό αντίστοιχο. […]

*Απόσπασμα από το μυθιστόρημα Χάλκινο γένος, της συγγραφέως και ιστορικού Μαρίας Σκιαδαρέση, των εκδόσεων Πατάκη

image

Χάλκινο γένος, Μαρία Ε. Σκιαδαρέση, Εκδ. Πατάκη

Επτά νησιά που ζουν κάτω από λογής κατακτητές· τυχάρπαστους ηγεμονίσκους, Βενετούς δυνάστες, Γάλλους “αναμορφωτές”, ως τους υπερόπτες Άγγλους, που, επί μισόν αιώνα, επέβαλαν μια Προστασία πιασμένη από το σχοινί της κρεμάλας, μέχρι να υπογράψουν την παραχώρηση των νησιών στην Ελλάδα σαν δώρο για την ανάρρηση του Γεωργίου Α’ στον θρόνο της χώρας.

Μια οικογένεια, σ’ ένα από τα επτά νησιά, που διασχίζει τον χρόνο από τον Μεσαίωνα ως τις μέρες μας.

Δυο παιδιά που δεν πρόλαβαν ν’ αγαπηθούν, θυσία στον βωμό των συγκυριών. Δυο άλλα παιδιά που αγαπήθηκαν αψηφώντας την προδιαγεγραμμένη πορεία της ζωής τους.

Μια παλιά κατάρα που κοντεύει να ξεχαστεί ως τη στιγμή που τελικά επιβεβαιώνεται.

Ένα μυθιστόρημα για τα χρόνια που οι άρχοντες δε χτίζουν πια ανθρώπους στα κατώγια τους, μα αρνούνται ακόμα σθεναρά το ξύπνημα των σέμπρων. Μια εποχή στην κόψη, ανάμεσα στο παρελθόν που φεύγει αργόσυρτα και στο μέλλον που έρχεται καλπάζοντας.

Μια οικογενειακή ιστορία από την Κεφαλονιά, τότε που τα Επτάνησα παλεύουν να ενωθούν με την Ελλάδα, τότε που οι αστοί ξεκινούν ν’ αποφασίζουν για τις τύχες τους και οι χωρικοί μαθαίνουν επιτέλους πως είναι και αυτοί άνθρωποι.

image

Η Μαρία Ε. Σκιαδαρέση γεννήθηκε στην Αθήνα το 1956. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ασχολήθηκε με την προϊστορική αρχαιολογία και αργότερα με τη νεότερη ιστορία. Επί χρόνια εργάστηκε σε αρχαιολογική ανασκαφή στην Κρήτη και παράλληλα δίδαξε ιστορία σε γαλλικό λύκειο. Κείμενά της δημοσιεύονται κατά καιρούς σε περιοδικά και εφημερίδες.

Έργα της: Το μυθιστόρημα “Άτροπος ή Η ζωή και ο θάνατος της Βενετίας Δαπόντε” (Πατάκης, 1996), η νουβέλα “Και νεκρούς ανασταίνει”, (Πατάκης, 1997), η συλλογή από νουβέλες “Κίτρινος χρόνος” (Πατάκης, 1999), το δοκίμιο “Το έργο του Ρήγα Βελεστινλή” (αφιέρωμα στα 200 χρόνια από το θάνατό του, Μεταίχμιο, 1998), το διήγημα “Η ζημιά” σε συλλογικό τόμο (Μεταίχμιο, 2002), το μυθιστόρημα “Με το φεγγάρι στην πλάτη” (Καστανιώτης, 2003), η συλλογή διηγημάτων “Όπως οι άπιστοι κι εμείς” (Καστανιώτης, 2005), το μυθιστόρημα “Χάλκινο γένος” (Πατάκης, 2013). Και τα βιβλία για παιδιά: “Καλημέρα-Καληνύχτα” (Δελφίνι, 1994). “Κωνσταντίνος Κανάρης” (Ιστορική μονογραφία), (Άμμος, 1997), “Ο θησαυρός του Ασπρογένη” (Πατάκης, 1998), “Ρήγας Βελεστινλής” (Ιστορική μονογραφία) (Άμμος 1997), “Γιλάν, η πριγκίπισσα των φιδιών” (Φαντασία, 2004), κ.ά.

Διαβάστε επίσης στο tvxs.gr: