Οι εκδόσεις «Ηριδανός» παρουσιάζουν δώδεκα ανέκδοτα μονόπρακτα του Τέννεσση Ουίλλιαμς σε μετάφραση Ερρίκου Μπελιέ.

Ads

Η φράση μας αυτή αποτελείται από ουδέτερες πληροφορίες στις οποίες δεν υπογραμμίζεται εκ πρώτης όψεως η συναισθηματική φόρτιση και γράφεται με σκοπό την ενημέρωση του κοινού που ενδιαφέρεται για το θέατρο, σε γενικές αλλά και σε ειδικές γραμμές. Οι γενικές γραμμές σχηματίζουν το πλαίσιο του εμπλουτισμού του πολιτισμού δια της προθέσεως ενός νέου «μέλους» στην κοινότητα του βιβλίου, ενώ οι ειδικές γραμμές αναφέρονται στον συγκεκριμένο εκδοτικό οίκο, στον επίσης συγκεκριμένο θεατρικό συγγραφέα καθώς και στον μεταφραστή.

     
Εκκινώντας από τις εκδόσεις «Ηριδανός» διαπιστώνουμε ότι, παρά την οικονομική κρίση και τα εγγενή και εξωγενή παρακλάδια της, οι εκδόσεις αυτές επιμένουν και οδηγούν το βιβλίο στις προθήκες των βιβλιοπωλείων και δεν αρκούνται στην «κοινή θέα» που προτείνει το διαδίκτυο. Όσο υπάρχουν λοιπόν εκδοτικοί οίκοι όπως ο «Ηριδανός» θα μυρίζουμε την ανυπέρβλητη γοητεία της μυρωδιάς του βιβλίου. Εδώ, εντοπίζουμε την πρώτη μας υπογράμμιση στο συγκινησιακό επίπεδο της αρχικής μας φράσεως. Πράγματι, το βιβλίο αντιστέκεται με όλες του τις δυνάμεις. Και με τη συγκίνηση αυτή προχωρούμε παρακάτω.

image

Ads

     
Στο βιβλίο συναντάμε δώδεκα άγνωστα μονόπρακτα, εκείνα που, σαν ανεπίδοτες επιστολές, μαραζώνουν στα συρτάρια ενός επίπλου. Και επειδή βρισκόμαστε στον χώρο του θεάτρου, το ανεπίδοτο αφορά στο απαρουσίαστο, στο έργο που γράφεται για τη σκηνή και που δεν πάτησε ποτέ το σανίδι γιατί μέχρι στιγμής κανείς δεν το ανακάλυψε για να ενδιαφερθεί. Άλλη μια συγκίνηση καθοδηγεί τη γραφίδα μας και βέβαια, αντικρίζοντας το όνομα του συγγραφέα, προσθέτει σε όλες τις σκέψεις και τα συναισθήματα την απορία που δεν λύνεται τελικά: γιατί έμειναν άγνωστα τα μονόπρακτα αυτά τόσα χρόνια;

     
Εντούτοις, τα δώδεκα μονόπρακτα είναι, στην κυριολεξία, δώδεκα λεπτεπίλεπτα μικρά κοσμήματα σπάνιας ομορφιάς και, δυνητικά, ξεχωριστής σκηνικότητας. Θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι στον τόμο του «Ηριδανού» συμπυκνώνεται το όλον της δραματουργίας του Αμερικανού συγγραφέα, τον οποίο λάτρεψε (και λατρεύει) το ελληνικό κοινό. Όλες οι συμπλεγματικές γυναικείες φιγούρες, όλες οι Μπλανς Ντυμπουά, όλα τα υγρά καλοκαίρια, όλη η κουφόβραση του κλειστού χώρου, όλα τα τρυφερά αγόρια της αιώνιας εφηβείας και της ανείπωτης μοναξιάς. Η αρρώστια, η έρπουσα παρακμή της ψυχής και του σώματος, το τέλμα της συνείδησης του κόσμου, η φευγαλέα ματιά ενός ονείρου που προκρίνει τον εφιάλτη, συναποτελούν τα στοιχεία δια των οποίων εξυφαίνεται η ιδιότυπα σπαραχτική πορεία των προσώπων, στα οποία αναφέρεται η δραματουργία του Τέννεσση Ουίλλιαμς σε όλο της το εύρος.

     
Ενδεικτικά, το μονόπρακτο με τίτλο «Ο κύριος Πάρανταϊς» (1939) δραματοποιεί τη συνάντηση ενός μεγάλου αλλά παντελώς ξεχασμένου ποιητή με μια νέα κοπέλα που προτίθεται να τον «αναστήσει» μέσα από μια χαμένη ποιητική του συλλογή την οποία ανακαλύπτει σε ένα παλαιοπωλείο. Εντούτοις, ο ποιητής αρνείται την επιστροφή του στον κόσμο απορρίπτοντας συμβολικά την επάνοδο στην κοινωνία των ζωντανών υπάρξεων. Ο κύριος Πάρανταϊς αποτελεί μια απόπειρα του συγγραφέα να τοποθετήσει μια νοητική διαχωριστική γραμμή στο επίπεδο της σωματικής και ψυχικής παρακμής.

      
Εξάλλου, το ζήτημα της φθοράς απασχολεί και το μονόπρακτο «Ο Παλούκα», όνομα πρώην μεγάλου πυγμάχου και νυν ξεπεσμένου και ανίκανου, τον οποίο χρησιμοποιούν στις πυγμαχίες ως ένα είδος «πεθαμένου» αντίπαλου δέους, με μοναδικό κίνητρο τον πλουτισμό εκείνων που κερδοσκοπούν «στήνοντας» αγώνες. Το αίσθημα του οίκτου αποτελεί συνώνυμο της αναγκαστικής πορείας του ανθρώπου προς το αδήριτο μιας απάνθρωπης μοίρας. Το ίδιο συναίσθημα της μοιραίας κατάληξης απαντάται στο μονόπρακτο «Το μεγάλο παιχνίδι» (1936 – 1937) όπου ο συμβολισμός οδηγεί από έναν απλό ποδοσφαιρικό αγώνα στον αγώνα για την επικράτηση του ζωντανού, υγιούς ανθρώπου επί της ασθένειας, η οποία κερδίζει τελικά.

     
Εξάλλου, στο «Ροζ δωμάτιο» (1943), η αρχική μονοχρωμία του πολυσήμαντου χρώματος ροζ σηματοδοτεί την κομψή και γαργαλιστική χρωματική διευθέτηση της ερωτικής «φωλίτσας» του Άνδρα και της Γυναίκας στους οποίους προστίθεται λίγο αργότερα ο Νεότερος Άνδρας, σύμφωνα με τις ενδείξεις που προσδίδει στην ονοματολογία του μονόπρακτου ο συγγραφέας. Στην αρχή, ο «ερωτικός» χώρος εμφανίζεται σύμμαχος του ζευγαριού, μέχρι τη στιγμή όπου η γοητεία των πραγμάτων μετατρέπεται σε απογοήτευση. «Όλα έχουν κοκκινίσει από την ντροπή τους εδώ μέσα» θα πει ο Άνδρας ενώ η Γυναίκα συνεχίζει το καθημερινό καβγαδάκι της με επίκεντρο τη νόμιμη σύζυγο του μεσήλικα εραστή της!

      
Άλλωστε, στο μονόπρακτο με τίτλο «Η γυναίκα του χοντρού» (1938), ο Τέννεσση Ουίλλιαμς τοποθετεί το εστιακό σημείο σχετικών προβληματισμών του στην ώριμη γυναίκα, που ζει με τον κουρασμένο «εφ’ όλης της ύλης» σύζυγο και βιώνει καθημερινά ένα ερωτικό ψυχοφθόρο αδιέξοδο. Η Βέρα, στο μονόπρακτο αυτό, αρνείται, ωστόσο, να αποδράσει με τον νεότερο και θαλερό Ντέννις, από τον φόβο ίσως της αποτυχίας. Στο τέλος, επιλέγει τη ρουτίνα και τον ψυχαναγκασμό μιας «κακοστημένης» ζωής με τον χοντρό σύζυγο. Σύμφωνα με την εκτίμηση του Ερρίκου Μπελιέ, ο Τέννεσση Ουίλλιαμς καταπιάνεται στο εν λόγω μονόπρακτο με το αγαπημένο του θέμα προβάλλοντας την «ερωτική αγωνία» και όχι την «ερωτική δικαίωση».

image

     
Τα άγνωστα μονόπρακτα, που συστεγάζονται στον εκδοθέντα τόμο του «Ηριδανού» έτυχαν να μεταφραστούν από τον εξέχοντα μεταφραστή Ερρίκο Μπελιέ. Ο θάνατός του, στις 19 Απριλίου του 2016, βάζει τελεία και παύλα σε μια ολόκληρη εποχή του θεάτρου μας όπου η παρουσία του αποτελούσε προϋπόθεση και υπόσχεση σε ό, τι αφορά στη λειτουργικότητα του μεταφρασμένου λόγου. Εν ολίγοις, η υπογραφή του Ερρίκου Μπελιέ σηματοδοτεί την ορθή ελληνική γλώσσα, το ευθύβολο της σκηνικής απεύθυνσης και την προσήλωση στη θεματική του συγγραφέα. Παράλληλα, ο Έλληνας μεταφραστής και ποιητής κατόρθωνε πάντα να αποδίδει τη δομική ολοκληρία των έργων που μετέφραζε, σε όλο το χρωματολόγιο της αγγλόφωνης θεατρικής παραγωγής. Κατόρθωνε, δηλαδή, να αποδίδει την ποιητική και την υφολογία κάθε συγγραφέα, σε συνάρτηση με το κοινωνικο-ιστορικό περιβάλλον, που δημιουργεί συμμετρικά έναν δραματικό μικρόκοσμο δια του οποίου εκφράζεται μια ιδιάζουσα ατμόσφαιρα και μια χαρακτηριστική κοσμοαντίληψη.

     
Θεωρούμε, παρόλα αυτά, ιδιαίτερα γόνιμη τη «συνεργασία» του Μπελιέ με τον Τέννεσση Ουίλλιαμς, ο οποίος θα μπορούσε, σχετικά με τα άγνωστα μονόπρακτα, να ρωτήσει, με ηθελημένη απλοϊκότητα, όπως ο κύριος Πάρανταϊς: «Πώς έτυχε και βρήκατε αυτό το βιβλιαράκι;» Και ίσως ο Ερρίκος Μπελιές να απαντούσε: «Είδα το όνομά σας επάνω του. Μου κέντρισε τόσο τη φαντασία που το μάζεψα.»

      
Εν κατακλείδι, θα λέγαμε, ότι στο σύντομο αυτό σημείωμά μας συναντώνται η εκλογίκευση των γεγονότων που νοηματοδοτούν την πράξη και την αξία της μετάφρασης για το θέατρο, δεδομένου ότι η τέχνη της σκηνής είναι άμεση και διεκπεραιωτική στον ύψιστο βαθμό. Εξάλλου, η «συνομιλία» του Ερρίκου Μπελιέ με τον Τέννεσση Ουίλλιαμς ενισχύει έτι περαιτέρω την ανάγκη να συμπορευθούν λογική και ευαισθησία, έτσι ώστε να ξαναβρίσκει πάντα η θεατρική γραφή τη σκηνική ολοκλήρωση που της αναλογεί.

*Ο Νεκτάριος – Γεώργιος Κωνσταντινίδης είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών, κριτικός και μεταφραστής θεάτρου.