(5.6.1962) – Τι είναι αυτός ο μακρύς μονόλογος, που νοιώθω μέσα μου σήμερα το πρωί και που φαντάζομαι πως θάπιανε πολλά φύλλα χαρτιού αν τον έγραφα; Αλήθεια, είναι στιγμές που νοιώθω μια περίεργη αγάπη για το άσπρο αυτό ριγωμένο χαρτί, που το χέρι μου ακουμπά πάνω του και η ψυχή μου υπαγορεύει. Σα να αποθέτω πάνω του ένα μέρος από τον εαυτό μου και προσέχω και αγαπώ το μέρος που τον αποθέτω, όπως αγαπάει κανείς ένα κομμάτι γης που το φυτεύει με δέντρα ή με λουλούδια. Αγαπώ αυτό το χαρτί σαν ένα κομμάτι γης και περισσότερο από ένα κομμάτι γης, γιατί γίνεται ένα με την ψυχή μου.

Ads

Γι’ αυτό κι’ αγοράζω πολύ χαρτί μην τυχόν και μου λείψει σε καμμιά στιγμή κι’ αρχίσει το χέρι μου και τρέμει και δεν ξέρω τι να τον κάνω τον εαυτό μου, όπως σήμερα που νοιώθω μέσα μου πολύ νερό, πολλές κουβέντες και το χαρτί μοιάζει με τη σκαμμένη πέτρα, μοιάζει με το λίκνο, μοιάζει με τη λήκυθο, μοιάζει με τη σπηλιά που καταφεύγει ένα άγριο ζώο για να γεννήσει, μοιάζει με το σπάργανο. Αυτή την αγάπη την ένοιωθα αλλά δεν την είχα σκεφτεί κι’ ακόμη δεν είχα σκεφτεί πως αυτό το χαρτί στάθηκε η μεγάλη συντροφιά της ζωής μου. Αντικρυζόμουνα μαζί του, ιδίως το πρωί, αντικρυζόμουνα τη νύxτα, κάθε μέρα αντικρυζόμουνα και κανείς άλλος, ομολογώ, δεν με είδε να xαμογελώ ή να κλαίω κατά τη διάρκεια της συντροφιάς ή της συνεργασίας μας.

Ανατρέχω στο παρελθόν, ανατρέχω στα παιδικά μου χρόνια. Ήμουνα δώδεκα χρονών, καλοκαίρι, κατοικούσα σε μια μοναξιά. «Τι να σου φέρω γιε μου από το χωριό», μού ‘λεγε η μητέρα μου. «Χαρτί». «Πάλι χαρτί;» Κι’ έσκυβα πάνω του, όπως σκύβει κανείς πάνω σ’ ένα αγαπημένο πρόσωπο. Ο αέρας κουνούσε τη φλόγα του λυχναριού, σκιές σάλευαν στο χαρτί και το αγαπούσα χωρίς να το ‘χω σκεφτεί κι’ έπρεπε να το αγαπώ και να το ‘χω σκεφτεί, αφού σ’ αυτό μόνον εμπιστευόμουν τα μυστικά μου, σ’ αυτό, όχι στη μητέρα μου, όχι στ’ αδέρφια μου, όχι σε κανέναν άλλο, όχι στους φίλους μου, που δεν ήταν τότε παρά λουλουδάκια, περαστικά σύννεφα, θάμνοι, μικροί σκαραβαίοι και πασχαλίτσες.

(6-7-1962) – Όλες αυτές τις μέρες το χέρι μου, δεν έμεινε μακρυά από το χαρτί. Κάθε τόσο ακουμπούσε πάνω του, το θώπευε αναποφάσιστο. Κάτι έβρισκε να διορθώσει, να αλλάξει μια λέξη, να προσθέσει μια λέξη. Ωστόσο δεν άρχιζε κάτι άλλο. Κινιόταν όπως το εκκρεμές. Δεν σταμάτησε, δεν αποσύρθηκε, δεν του έλειψε η φωτιά. Καμμιά φορά η σιωπή, το xαμόγελο, υποτάσσουν το xέρι, το πείθουν να συμμετάσχει κι’ αυτό στις σιωπηλές ζυμώσεις της προπαρασκευής. Μιας προπαρασκευής που και τότε, κατά τη διάρκειά της, δεν σταματάει τίποτα. Το καμίνι εξακολουθεί να καίει, το αίμα διοχετεύεται κανονικά, το αίμα εξακολουθεί να καίγεται κανονικά.

Ads

Η μικρή φλόγα, όπως συμβαίνει κάποτε με μερικές καμινάδες, σαλεύει στο χρόνο.

(8-10-1962) – Χτες βράδυ άκουγα χτύπους μέσα μου. Χτύπους ζωντανού πλάσματος. Είχα την εντύπωση πως κάτι ήταν κοντά σε μια πόρτα, έτοιμο να βγει και την εντύπωση πως εγώ ο ίδιος ήμουν μπροστά σε μια πόρτα που θα άνοιγε. Η λέξη φως επανέρxονταν στο μυαλό μου, ή καλλίτερα το φως επανέρxονταν μέσα μου σαν αίσθηση που αναγκαστικά έπειτα γίνονταν λέξη.

Φως: η κορυφαία του χορού των λέξεων της ψυχής μου, που ζητούσε να συνδεθεί με τις άλλες λέξεις.

Κάθισα αρκετή ώρα στο πάρκο, μόνος, χωρίς να νοιώθω την ψύχρα, προσηλωμένος σ’ αυτό που γίνονταν μέσα μου. Οι φυλλωσιές των δέντρων κρέμονταν πάνω μου, η νύχτα ήταν προχωρημένη. Σηκώθηκα όρθιος. Ένοιωθα ελαφρύς κι’ ένοιωθα την ψυχή μου νάχει ανυψωθεί μέσα μου. Οι κινήσεις της μου θύμιζαν τις κινήσεις του ευλύγιστου γερακιοϋ πάνω από τον Ταΰγετο.

Μια νύχτα ακόμη, μια μέρα ακόμη, θέλεις να σου εμπιστευτώ κάτι; Μου φαίνεται πως οι νύχτες μου και οι μέρες μου δεν κόβονται από το χρόνο μου.

Νικηφόρος Βρεττάκος
(Απόσπασμα από το βιβλίο “Ενώπιος ενωπίω” εκδ. Τρία φύλλα, 1991)

Tvxs – Επιμέλεια: Κρυσταλία Πατούλη

————————-

Πικραμένος ἀναχωρητής

Θὰ φύγω σὲ ψηλὸ βουνό, σὲ ριζιμιὸ λιθάρι
νὰ στήσω τὸ κρεβάτι μου κοντὰ στὴ νερομάνα
τοῦ κόσμου ποὺ βροντοχτυποῦν οἱ χοντρὲς φλέβες τοῦ ἥλιου,
ν᾿ ἁπλώσω ἐκεῖ τὴν πίκρα μου, νὰ λυώσει ὅπως τὸ χιόνι.
Μὴν πιάνεσαι ἀπ᾿ τοὺς ὤμους μου καὶ στριφογυρίζεις
ἄνεμε!
φεγγαράκι μου!
Καλέ μου!
Αὐγερινέ μου!
Φέξε τὸ ποροφάραγκο! Βοήθα ν᾿ ἀνηφορήσω!
Φέρνω ζαλιὰ στὶς πλάτες μου τὰ χέρια τῶν νεκρῶν!
Στὴ μιὰ μεριὰ ἔχω τὰ ὄνειρα, στὴν ἄλλη τὶς ἐλπίδες!
Κι ἀνάμεσα στὶς δυὸ ζαλιὲς τὸ ματωμένο στέφανο!
Μὴ μὲ ρωτᾷς καλέ μου ἀϊτέ, μὴ μὲ ξετάζεις ἥλιέ μου!
Ρίχτε στὸ δρόμο συνεφιὰ νὰ μὴ γυρίσω πίσω!
Κυττάχτηκα μὲς στὸ νερό, ἔκατσα καὶ λογάριασα,
ζύγιασα τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ τοῦ κόσμου. Κι ἀποφάσισα,
νὰ γίνω τὸ μικρότερο ἀδερφάκι τῶν πουλιῶν!

————————-

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος (1912-1991) γεννήθηκε στο χωριό Κροκεές της Λακωνίας, δευτερότοκος γιος του Κωνσταντίνου Βρεττάκου και της Ευγενίας, το γένος Παντελεάκη. Τα μαθητικά του χρόνια πέρασε στις Κροκεές και το Γύθειο (το 1927 αποφοίτησε από το Ελληνικό Σχολείο του Γυθείου). Το 1928, σε ηλικία δεκάξι μόλις χρόνων, έδωσε δύο διαλέξεις στην Εμπορική Λέσχη Γυθείου με θέμα Χριστιανισμός – Μαρξισμός. Το 1929 έφυγε για την Αθήνα για να σπουδάσει, δεν τα κατάφερε όμως, κυρίως λόγω οικονομικής ανέχειας (είχε προηγηθεί ασθένεια και χρεοκοπία του πατέρα του). Εγκαταστάθηκε στα Κάτω Πατήσια και με τη βοήθεια του παιδικού του φίλου Θαλή Στ. Κουτούπη προσλήφθηκε στην εταιρεία υδραυλικών έργων αποξήρανσης του έλους Τιρνάσου στη Λακωνία. Από το 1930 ως το 1931 έκανε διάφορες περιστασιακές, χειρωνακτικές κυρίως δουλειές για να κερδίσει τα προς το ζην, ενώ παράλληλα στράφηκε στη μελέτη από καθαρά προσωπικό ενδιαφέρον. Το 1932 κατατάχθηκε στο στρατό στην Τρίπολη για τέσσερις μήνες (καθώς ήταν προστάτης πολυμελούς οικογένειας).

Το 1934 εργάστηκε ως γραφέας στις γενικές αποθήκες στρατού στον Πειραιά. Εκεί γνωρίστηκε με την Καλλιόπη Αποστολίδη, την οποία παντρεύτηκε τον ίδιο χρόνο και με την οποία απέκτησε μια κόρη τη Τζένη και ένα γιο τον Κώστα. Το 1935 εργάστηκε στα Μεταξουργία Νέας Ιωνίας και ένα χρόνο αργότερα ως ιδιωτικός υπάλληλος και ως εργάτης υφαντουργείου. Το 1938 διορίστηκε στο Υπουργείο Εργασίας με παρέμβαση του φίλου του Θέμου Αμουργή. Το 1940 στρατεύτηκε στην πρώτη γραμμή και κινδύνεψε να σκοτωθεί στο ύψωμα της Κλεισούρας. Το 1941 μετά από διάλυση του Συντάγματος στο οποίο υπηρετούσε επέστρεψε στην Αθήνα με τα πόδια. Η ημερολογιακές σημειώσεις του από αυτή την περίοδο αποτέλεσαν τη βάση του βιβλίου του Το αγρίμι. Από το 1942 ως το 1944 συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση, οργανώθηκε στο Ε.Α.Μ. και γράφτηκε στο Κ.Κ.Ε. Την περίοδο εκείνη πέθανε ο πατέρας του και η ταφή του έγινε στην Πλούμιτσα. Το 1946 προσλήφθηκε ως γραφέας στον Οικονομικό Συνεταιρισμό Εκτελωνιστών του Πειραιά.

Τον ίδιο χρόνο υπέγραψε τη διαμαρτυρία των ελλήνων λογοτεχνών “Προς τη Δ’ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων και τη Διεθνή Κοινή Γνώμη: Περί εκτάκτων μέτρων κατά των επιβουλευομένων την Δημοσίαν Τάξιν και την ακεραιότητα της χώρας”. Το 1948 γνωρίστηκε με τον Άγγελο Σικελιανό, φίλο του μέχρι το τέλος της ζωής του. Το 1958, μετά το ταξίδι του στη Ρωσία κυκλοφόρησε το βιβλίο του Ο ένας από τους δύο κόσμους, με αφορμή το οποίο κατηγορήθηκε (μαζί με τους Γιάννη Ρίτσο και Μάρκο Αυγέρη) για παράβαση του Ν.509. Το 1949 εξέδωσε το λυρικό δοκίμιο Δυο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου, εξαιτίας του οποίου διαγράφτηκε από το Κ.Κ.Ε. και απομακρύνθηκε από το περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, στο οποίο ήταν τότε διευθυντής. Τότε γνωρίστηκε με την Τατιάνα Γκρίτση – Μilliex και το Roger Milliex, με τους οποίους συνδέθηκε φιλικά. Το 1954 η γυναίκα του απολύθηκε από τη θέση της στον Ο.Λ.Π. λόγω των πολιτικών της φρονημάτων. Κατά το σχολικό έτος 1955-1956 αναγκάστηκε να εργαστεί σε σχολείο των Ιωαννίνων. Μετά από προσφυγή στο Συμβούλιο Επικρατείας επέστρεψε στην παλιά της θέση. Το 1955 ο Βρεττάκος εκλέχτηκε στο Δήμο Πειραιά (1955-1959).

Σημαντική υπήρξε η συμβολή του από τη θέση αυτή στην πολιτιστική αναβάθμιση της πόλης (ίδρυση Πειραϊκού Θεάτρου του Δημήτρη Ροντήρη, Ιστορικού Αρχείου, Φιλαρμονικής Πειραιώς, Δημοτικής Πινακοθήκης). Το 1957 ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση μαζί με τους Στρατή Μυριβήλη, Άγι Θέρο, Λ.Κουκούλα κ.α. στα πλαίσια της Παγκόσμιας Συνάντησης Δημοκρατικής Νεολαίας, προσκεκλημένος των σπουδαστών της Μόσχας. Στη Μόσχα γνωρίστηκε με τη γυναίκα του Μαξίμ Γκόρκυ. Το 1961 επισκέφτηκε τον τάφο του πατέρα του στην Πλουμίτσα. Το 1962 διαλύθηκε ο Συνεταιρισμός Εκτελωνιστών και ο Βρεττάκος έμεινε άνεργος. Το 1964 εργαζόταν ως ιματιοφύλακας στο Εθνικό Θέατρο με παρέμβαση του Λουκή Ακρίτα. Μετά το πραξικόπημα του 1967 ο Βρεττάκος αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία από όπου ταξίδεψε ανά την Ευρώπη (Βουκουρέστι, Βενετία, Δαλματικές ακτές, Ζάγκρεμπ, Ρώμη, Παρίσι, Βirmingham, Λονδίνο, Παλέρμο, Μόναχο). Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ευρώπη συμμετείχε σε ραδιοφωνικές εκπομπές και σε φεστιβάλ ποίησης, τιμήθηκε από τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, και επεξεργάστηκε το αυτοβιογραφικό κείμενο Οδύνη που εκδόθηκε το 1969 στη Νέα Υόρκη.

Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1974 και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Το καλοκαίρι του 1991 επισκέφτηκε την Πλούμιτσα με τη γυναίκα, την κόρη του και την οικογένειά της. Εκεί πέθανε τον Αύγουστο από καρδιακή ανακοπή. Η κηδεία του έγινε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών με δημόσια δαπάνη. Η πρώτη εμφάνιση του Νικηφόρου Βρεττάκου στο χώρο της λογοτεχνίας πραγματοποιήθηκε το 1929 με τη δημοσίευση κάποιων πρωτόλειων ποιημάτων του από τα μαθητικά του χρόνια με τίτλο Κάτω από σκιές και φώτα (εκδόθηκαν το 1933). Ως το 1940 εξέδωσε έξι συλλογές, τις οποίες συγκέντρωσε στον τόμο Γκριμάτσες του ανθρώπου. Ακολούθησαν πολλές ποιητικές συλλογές ως το 1951 (χρονιά θεωρούμενη ως δεύτερο ορόσημο στην καλλιτεχνική του πορεία), που εξέδωσε το δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο με ποιήματά του με τίτλο Τα ποιήματα 1929-1951. Από την περίοδο αυτή αναφέρουμε ενδεικτικά την ποιητική συλλογή του Πλούμιτσα (1950), ενδεικτική της στροφής του Βρεττάκου από το νεανικό λυρισμό προς την απλή και έντονα δραματική γραφή.

Ακολούθησε η τρίτη και ωριμότερη περίοδος της δημιουργίας του, όπου επιχείρησε μια εξισορρόπηση των λυρικών και δραματικών στοιχείων στην υπηρεσία του ηθικού και κοινωνικού προβληματισμού του. Σημειώνονται τα έργα του Στον Ρόμπερτ Όπενχάιμερ (1954), Το βάθος του κόσμου (1961), Ο διακεκριμένος πλανήτης (1983), Συνάντηση με τη θάλασσα (1991). Ασχολήθηκε επίσης με την πεζογραφία , την κριτική (το 1960 εξέδωσε τη μελέτη Νίκος Καζαντζάκης. Η αγωνία του και το έργο του ) και τη δημοσιογραφία. Από το 1946 ως το 1949 εργάστηκε στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα (αρχικά στη στήλη του βιβλίου, στη συνέχεια ως αρχισυντάκτης, εκδότης και διευθυντής). Ακολούθησαν συνεργασίες του με τα περιοδικά και τις εφημερίδες Προοδευτική Αλλαγή (1951, με το ψευδώνυμο Θυμόσοφος), Ελληνικά Χρονικά (1952-1954), Επιθεώρηση Τέχνης (1956), Ανεξάρτητος Τύπος (1958), Επιστήμη και Ζωή (1959), Δρόμοι της Ειρηνης (1961), Κόσμος (1962), Ελευθεροτυπία (1975).

Τιμήθηκε με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1940, 1956, 1982), το βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1974), το βραβείο Knocken και το βραβείο της Εταιρείας Σικελικών Γραμμάτων και Τεχνών (1980), το Αριστείο Γραμμάτων από την Ακαδημία Αθηνών (1982), το βραβείο του τίμιου Σταυρού του Απόστολου και Ευαγγελιστού Μάρκου από του Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής (1984), το μετάλλιο Χρυσός Πήγασος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών (1989). Υπήρξε μέλος της κριτικής επιτροπής του διαγωνισμού των Νέων Ελλήνων Λογοτεχνών. Προτάθηκε τέσσερις φορές για το βραβείο Νοbel λογοτεχνίας Τιμήθηκε από πολλούς δήμους ανά την Ελλάδα, ανακηρύχτηκε επίτιμος πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών μαζί με το Γιάννη Ρίτσο και το Γιώργο Βαλέτα (1984), επίτιμος Πρόεδρος της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών του Πειραιά, επίτιμο μέλος του Παρνασσού , μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (1991). Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Νικηφόρου Βρεττάκου βλ. Αργυρίου Αλεξ., «Βρεττάκος Νικηφόρος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984 και Κακούρου – Χρόνη Γεωργία, «Χρονολόγιο Νικηφόρου Βρεττάκου», Μνήμη του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου (1912-1991) · επιμ. Π.Δ. Μαστροδημήτρης, σ.15-38. Αθήνα, 1993. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).