Το θέατρο και η ποίηση είναι δύο λογοτεχνικά είδη με ιστορική συγγένεια, μα και μία μοναδική κοινή προσέγγιση στη λιτότητα του ασκηνοθέτητου λόγου. Πρόκειται για δύο τρόπους καλλιτεχνικής έκφρασης που αλληλοσυμπληρώνονται και αναδεικνύονται σύμφωνα με την οπτική που υιοθετεί ο δέκτης. Το θέατρο, ως μορφή Τέχνης, δίνει τη δυνατότητα να συνδεθούμε, να συγκινηθούμε, ν’ αγγίξουμε ο ένας τον άλλον, να νιώσουμε μαζί την αλήθεια των συναισθημάτων, όπως ακριβώς και η ποίηση.

Ads

Βέβαια οι σχέσεις μέχρι τώρα υπήρχαν πρωτίστως μεταξύ θεατή-ποιητή και θεάτρου ή μεταξύ θεατρικού συγγραφέα-ποιητή και θεάτρου. Λίγοι όμως ηθοποιοί αναζήτησαν καλλιτεχνική διέξοδο στην ποίηση.

Ο Γιώργος Κοτανίδης είναι γνωστός στο χώρο του θεάτρου ήδη από το 1970 με τη συμμετοχή του στη δημιουργία του “Ελεύθερου Θεάτρου” (ως το 1975) και τις ερμηνείες του σε σημαντικούς ρόλους σε όλα τα θεατρικά είδη. Ήδη στο ενεργητικό του μετρά τέσσερα πεζά, μία -πρώτη του- ποιητική συλλογή που εκδόθηκε μόλις το 2015.

Με τη συλλογή του «ηθοποιός σημαίνει φως;» (Γαβριηλίδης, 2015), ο Κοτανίδης εκθέτει τον θεατρικό κόσμο και τους διαμορφωτές της στάσης του κοινού για την κυριαρχία της υποκουλτούρας την οποία υιοθετούν αήθεις ηθοποιοί. Εκφράζει τη δική του απογοήτευση για το συντεχνιασμό του χώρου και τη στάση των κριτικών, τους οποίους θεωρεί υπεύθυνους για τον ανδραποδισμό στην υποκουλτούρα (το γούστο της μάζας) και την παραπλάνηση του κοινού (η ώρα της κρίσεως) με τις δημοσιοσχεσίτες επιλογές τους και την εμπορευματοποίηση του θεάτρου που δολοφονεί το ήθος των ηθοποιών (οι έμποροι, τα όρια, είναι μια τέχνη).

Ads

Σαρκάζει για το χαμένο θησαυρό των λέξεων που σκορπάνε για να εξυψώσουν στο Πάνθεον νεκρούς που ξεχνούσαν όσο ζούσαν· ειρωνεύεται τη σοβαροφανή ελίτ που σπεύδει σε κηδείες λαοφιλών υποκριτών που μετέδιδαν τη διονυσιακή έκσταση στο κοινό χωρίς να κινούνται με  περισπούδαστο ύφος (αμήχανοι μπροστά στο νεκρό), γιατί το λαϊκό είναι αντίθετο από το λαϊκίστικο εμπορευματοποιημένο θεατρικό σκυλάδικο. Άλλωστε, και ο ίδιος θεωρεί πως η εξουσία φθείρει· αρνείται να συμφιλιωθεί μαζί της. Με δηκτικό ύφος και πόνο αντιμετωπίζει τις συναδελφικές επιθέσεις φθόνου (το καλό και το κακό).

Παράλληλα, εξυμνεί τον υποκριτικό δυϊσμό του ηθοποιού (Γαλιλαίος) που συντίθεται με το ρόλο σε μια αμάλαγη δημιουργία (σκηνοθέτης)· σαν η υπόστασή του να μεταβαίνει αλλού, σαν να διευρύνεται η συμπαντική του υπόσταση (η συνάντηση με το ρόλο). Ο ίδιος – με τη δική του πλούσια εμπειρία στέκεται πλάι στους -νέους- ηθοποιούς· δεν αρκεί, άλλωστε, μία γενετική δυνατότητα υποκριτικής που έλαχε (το ταλέντο, σε έναν νέο ηθοποιό) για να πετύχει τη μαγική συγκίνηση του κοινού ως βιωμένη εμπειρία, που αποτελεί και τον ουσιαστικό ρόλο του θεάτρου (η στιγμή που τα φώτα σβήνουν).

Αν και διατηρεί μία σημαντική απόσταση από το σκηνοθέτη (σκηνοθέτης, το καλό και το κακό), βλέπει τελείως διαφορετικά τους συγγραφείς και τους ποιητές του θεάτρου (queen Elizabeth, ο ρόλος με μότο στον Μπέρτολντ Μπρεχτ). Σημειώνουμε βέβαια την ιδιαίτερη αδυναμία του ποιητή στον πρωτομάστορα της τραγωδίας, Αισχύλο (τα λόγια του Αισχύλου, εκείνο το πρωί), αν ως πρωτεργάτη θεωρήσουμε τον -μοναχικό- υποκριτή, Θέσπη.

 

Η σημαντικότερη, ωστόσο, συνεισφορά του Κοτανίδη στην ποίηση είναι το άνοιγμα της διόδου προς το θέατρο· όχι τόσο στην κοινωνική διάσταση και την κριτική που ασκεί, όσο στις δραματικές αναφορές του. Έχει σημασία να σημειώσουμε ότι όλες οι παλαιότερες ποιητικές αναφορές στο βασιλιά Ληρ ή τον Οιδίποδα και άλλους τραγικούς ήρωες, μεταχειρίζονταν τους θεατρικούς χαρακτήρες ως μυθικά σύμβολα διαχρονικής εμβέλειας.

Ωστόσο, κανείς δεν τα μεταχειρίστηκε ως τραγικούς χαρακτήρες κοιτώντας μέσα από τη μάσκα του υποκριτή· για τον Κοτανίδη η ποίηση προσφέρεται ως μία σήραγγα τέχνης προκειμένου να δούμε τη συναισθηματική οπτική του ηθοποιού μέσα από τις κόγχες του προσωπείου του. Ας μην παραβλέπουμε, εξάλλου, την ψυχική σύνδεση του υποκριτή με το χαρακτήρα του ρόλου. Η ποίηση δίνει την ευκαιρία στον καλλιτέχνη να προσεγγίσει από άλλη ματιά τους δραματικούς χαρακτήρες (ένα θέμα για μικρό διήγημα, έρωτας και προδοσία, Βάκχες, το τρίστρατο, Κοριολανός, ο δούκας της Λυόν, η συνάντηση με το ρόλο, βασιλιάς Ληρ).

Πολλές φορές το θέατρο έχει εμπνεύσει την ποίηση· μία παράσταση, ο “μαγικός” για τον κόσμο των συναισθημάτων χώρος, τα πρόσωπα -ιδίως τα μυθικά- αποτελούν μία σημαντική πηγή έμπνευσης. Έτσι, όμως το θέατρο πάντα φωτίζεται από την πλατεία. Ο Κοτανίδης στρέφει τον προβολέα του από το λογείον στους ίδιους τους χαρακτήρες που καλείται να ενσαρκώσει.
Η γλώσσα του διακρίνεται από τη χαρακτηριστική προφορικότητα του θεάτρου· ο ποιητής αποφεύγει την επιτηδευμένη γραφή και επιλέγει ένα απέριττο ύφος δίχως αλληγορίες, παρομοιώσεις και μεταφορές. Η διονυσιακή μεταφορά είναι αρκετή από μόνη της για να μαγέψει τον αναγνώστη. Η αμεσότητα του λόγου προσδίδει μία δυναμική στις συνθέσεις του καθώς επιτρέπει στο συναίσθημα να αναδυθεί και να προκαλέσει τον αναγνώστη να στοχαστεί, καθιστώντας τον ενεργητικό δέκτη.

Ο Κοτανίδης με την συλλογή του προσπαθεί να διαμορφώσει μία οδό επιστροφής της ποίησης προς τον δραματικό πρόγονό της, χωρίς όμως να παραβλέπει την κατάντια του σύγχρονου θεάτρου. Η αγάπη του για το θέατρο περαίνει δι’ ελέου και φόβου για να βρει τη δική του κάθαρσιν. Όπως σημείωνε, άλλωστε, και ο Κάρολος Κουν «δεν κάνουμε θέατρο για να ζήσουμε. Κάνουμε θέατρο για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας, το κοινό που μας παρακολουθεί κι όλοι μαζί να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί ένας πλατύς, ψυχικά πλούσιος και ακέραιος πολιτισμός στο χώρο μας».

τοβιβλίο