Όταν κάποιος σου ζητάει με πολλή ευαισθησία και διακριτικότητα να σχολιάσεις την πρόσφατη έκδοση ενός βιβλίου του, σε διαπερνά ένας πρώτος δισταγμός. Ένα άλλο βιβλίο, μια άλλη τελετουργία σε μια κοινωνία ρημαγμένη και αποπροσανατολισμένη;

Ads

Όταν όμως αυτός ο κάποιος λέγεται Τασούλα Επτακοίλη και σου «γνέφει για ένα μικρό ταξίδι», συνοδεία στην πρόσφατη μεγάλη της απώλεια, την απώλεια για τον σύντροφό της Κώστα, τότε ο δισταγμός διαλύεται, κερδίζει πάλι η ζωή που μας μαθαίνει να αφηγούμαστε πράγματα και αισθήματα ανείπωτα και ιδιωτικά. Σε τέτοιες στιγμές η «θεραπευτική» – επιτρέψτε μου ίσως  μια επαγγελματική διαστροφή – λειτουργία της αφήγησης η οποία σε κερδίζει, όχι τόσο γιατί ήξερες τον άνθρωπο που έφυγε, αλλά γιατί σε σπρώχνει ασυνείδητα να αναλογιστείς και να αναστοχαστείς και τις δικές σου απώλειες.

image
«Το άλλο μου ολόκληρο»
Τασούλα Επτακοίλη
Εκδόσεις Πατάκη

Έτσι προσπαθώ να απαντήσω και στο καίριο ερώτημα που θέτει στη εισαγωγή του ο Παντελής Μπουκάλας: «Πώς γίνεται λοιπόν ιστορία ο άνθρωπός σου; Κι αν έστω, δεχτούμε ότι μπορεί να γίνει ιστορία, το άλλο ερώτημα το φαρμακερό, επιμένει: πρέπει άραγε να γίνει»; Αν ο ενεστώτας διαρκείας που κατάφερε να μετασχηματίσει, έστω λίγο το φαρμάκι σε φάρμακο, αν το εγώ μετασχηματισθεί στιγμιαία στο εμείς που είμαστε τώρα εδώ, τότε και η ίδια η ζωή δίνει την απάντηση, κλείνοντάς μας ξανά το μάτι.

Ads

Εξ άλλου, ο Φρόϋντ έγραψε με ζωντανό πεσιμισμό, στο διάλογό του με τον ιερέα O. Pfister: «Δεν πονοκεφαλιάζω και πολύ σχετικά με το καλό και το κακό, αλλά έχω βρει περιορισμένο «καλό» στα ανθρώπινα πλάσματα γενικά».

«Σύμφωνα με την εμπειρία μου οι περισσότεροι άνθρωποι είναι σκουπίδια, ασχέτως αν υποστηρίζουν δημοσίως εκείνο ή το άλλο σύστημα ηθικής ή κανένα απολύτως». Ωστόσο, «η ζωή είναι σκληρή αλλά είναι η μόνη που έχουμε», έγραφε κάπου αλλού πάλι ο Φρόϋντ.

Για αυτή τη ζωή που εκφράζεται μέσα από τον ερωτικό δεσμό, για την απώλεια και το πένθος αλλά και για τη δύναμη της απώλειας, θα μοιραστώ μαζί σας μερικές σκέψεις.

Η αφήγηση της Τασούλας:

«Μένω ακίνητη χωρίς να ανοίξω τα μάτια. Με τα μάτια ακόμα κλειστά απλώνω το χέρι μου προς το μέρος σου. Τα δάχτυλά μου θα έπρεπε να αγγίξουν τα μαλλιά σου. Όμως δεν είσαι εδώ», γράφει η Τασούλα Επτακοίλη.

Αυτό το απέριττο και σπαρακτικό «δεν είσαι εδώ» διαπερνά όλο το κείμενο. Η δύναμη της απώλειας και της οδύνης το κάνει να πάλλεται, να αποκτά φωνή, τη δική του φωνή.

«Κάθομαι στο γραφείο και βάζω μια φωτογραφία απέναντί μου. Ναι, θα τα πούμε όλα. Όπως πάντα. Κι ας μην είσαι εδώ».

Η ζωή μας το ξέρουμε είναι λήθη, κάπου γίνονται όλα λήθη. Η Τασούλα επαναστατεί, αρνείται, αντιδρά, πολεμά το κενό της απώλειας: «που θα αποφασίσω να προχωρήσω να παρακάτω; Αποκλείεται! Ο πόνος είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσω για την αγάπη μας. Και δεν θα κιοτέψω. Δε σου αξίζει η προσβολή της λήθης»!

Η Τασούλα αναμετριέται με το βίωμα του τίποτα, του κενού, του θανάτου, αλλά ενισχύοντας ασυνείδητα την αυταπάτη της: «Μ’αυτές τις λέξεις, κατά κάποιον τρόπο είσαι ακόμα ζωντανός. Τουλάχιστον όχι νεκρός»…

Ίσως είναι η στιγμή να μάθει η Τασούλα να κολυμπά στη θάλασσα της μνήμης, της οδύνης: ίσως η απώλεια να της προσφέρει ένα «κρυφό δώρο», όπως θα έλεγε η φίλη μου Φ. Τσαλίκογλου.

Για να μη συντριβεί από την απώλεια, αρχίζει να αναμετριέται με το τραυματικό, με το παρελθόν, ακόμα και με την εξιδανίκευση της κοινής ζωή. Τα πράγματα συνδέονται με λέξεις, με συναισθήματα, «με αναμνήσεις που μπορούν, γράφει η Τασούλα,  να μας εξασφαλίσουν την απόλυτη ελευθερία».

«Χάρη σε αυτές, όλα τα γεγονότα της ζωής μας μπορούν να συμβούν ξανά και ξανά. Φτάνει εμείς να το θελήσουμε. «Φτάνει να μην τις αφήσουμε να χαθούν. Να μη φοβηθούμε τον πόνο που κουβαλούν μαζί τους» (σελ. 141).

Εδώ βρίσκονται και τα όρια κάθε ψυχοθεραπείας και προσπάθειας κατανόησης. Όπως δεν μπορείς να ζήσεις το θάνατο του άλλου, έτσι δεν μπορείς να ζήσεις και τον ψυχικό πόνο του.

Το κλίμα της μετα – μοντέρνας κοινωνίας, ιδιαίτερα δε τα ΜΜΕ, μας προσκαλεί στο ερωτικό σχέδιο ζωής με φρενήρη τρόπο: All you need is love!

Από τη άλλη πλευρά, από τον Σαρτρ ως τον Λακάν μια μεγάλη βιβλιογραφία μας λέει ότι η αγάπη δεν είναι παρά ματαιότητα, χίμαιρα ή κοροϊδία, γιατί αυτό που υπάρχει είναι η επιθυμία.

Πώς μπορούμε να υπερβούμε τέτοιες αντιφάσεις; από την εξιδανίκευση της αγάπης και του έρωτα, στην αναγωγή όλων αυτών στη επιθυμία;

Ο Octavio Paz γράφει στο βιβλίο του «Η διπλή φλόγα», (La flamme double):

«Η αποκλειστικότητα είναι το πρώτο χαρακτηριστικό της αγάπης, είναι η συνοριακή γραμμή ανάμεσα στην αγάπη και στο πολύ πιο εκτεταμένο έδαφος του ερωτισμού… Η αποκλειστικότητα είναι η ιδανική απαίτηση, χωρίς αυτήν η αγάπη δεν υπάρχει. Η μοναδική αγάπη, τόσο σπάνια πραγματοποιήσιμη στη πιο βαθειά της διάσταση, είναι η συνθήκη της αγάπης.

Αυτή η αποκλειστικότητα προϋποθέτει μία πίστη που δεν έχει τα μέσα να γνωρίσει τη δοκιμασία του ελλείμματος. Αυτή η αποφυγή δε σχετίζεται φαντασιακά με την πίστη, αλλά με την ίδια τη διατήρηση της βιολογικής και ψυχικής ακεραιότητας και ταυτότητας του ερωτευμένου.

Ωστόσο, σαν περίεργος ψυχαναλυτής, επιτρέψτε μου να κάνω λίγο τον δικηγόρο του διαβόλου, σε αυτό το ωκεάνειο συναίσθημα απόλυτης πληρότητας που μας βυθίζει η αγάπη.

Όπως λέει ο Λακάν, όταν ερωτεύεσαι «είναι το εγώ σου που αγαπάς στον έρωτα, το εγώ σου που γίνεται αληθινό σε ένα φαντασιακό επίπεδο».

Ωστόσο, το Εγώ μας συγκροτείται μέσω του Άλλου, του δεσμού. Υπάρχουμε γιατί υπάρχει ο Άλλος.

Το να ερωτευθείς είναι το πρώτο βήμα αλλά όχι απαραίτητα. Ίσως ακόμα και ο κεραυνοβόλος έρωτας είναι μια κατασκευή που συμβαίνει σε φαντασιακό επίπεδο. Σε όλους μας αρέσει να ερωτευόμαστε, γιατί όπως γράφει ο Κροάτης φιλόσοφος Σρέκο Χόρβατ, «δεν υπάρχει τίποτα πιο μοιραίο από αυτό». Έχουμε ανάγκη κάτι για το οποίο είμαστε έτοιμοι να θυσιαστούμε. Αφού η εποχή των «Μεγάλων Αφηγήσεων» για ριζική αλλαγή του κόσμου, μοιάζει να έχει ενταφιασθεί ιστορικά.

Ελπίζω προσωρινά, χρειάζεται επιτακτικά να ερωτευθούμε. Αυτή είναι μόνο η αρχή. Από τη στιγμή που η σχέση αρχίζει να χτίζεται, βγαίνεις από το ναρκισσισμό σου. Τα πάντα σε ένα χώρο, σε ένα δωμάτιο, ανήκουν σε αυτό το μοναδικό βίωμα που μοιράζεσαι. 

Όμως η αγάπη είναι κάτι άλλο.

Υπερβαίνει τη ναρκισσιστική μας κουλτούρα, τα selfies, την αναπηρία μας να σχετισθούμε με έναν άλλον άνθρωπο. Για να είσαι έτοιμος να αγαπήσεις, πρέπει να έχεις τη δύναμη, τη θέληση, να καταπιείς κάτι παραπάνω από τη ναρκισσική σου εικόνα στον καθρέφτη. Νοιάζομαι για το τι θέλει ο άλλος, όχι μόνο σε σχέση με εμένα, τι βιώνει και τι του προκαλώ εγώ σαν βίωμα ευχάριστο ή οδυνηρό, αυτό είναι μία από τις δοκιμασίες της αγάπης.

Μ’αυτή την έννοια η αγάπη είναι πράξη, θέλει δουλειά και χτίσιμο. Δεν είναι κάτι που σου προσφέρεται έτοιμο στο πιάτο. Αυτό αποτελεί τον αληθινό ριζοσπαστισμό της. Η ομορφιά της και το μεγαλείο της, η υπέρβασή της κατά τους φαινομενολόγους, βρίσκεται στη σκληρή και δύσκολη δουλειά.

Δεν είναι μία αυτόματη διαδικασία του «εδώ και τώρα», όπως επιβάλλει η μετα – νεωτερική κουλτούρα της υπερ – κατανάλωσης του άλλου, μέσα σε ένα περιβάλλον «υγρής πραγματικότητας». (Z.BAUMAN)

Το να στοχάζεσαι και να βιώνεις την αγάπη απαιτεί μια μοναχικότητα. Αυτό νομίζω βίωσαν ο Κώστας και η Γιούλα, ή η Γιούλα και ο Κώστας. Όπως εύστοχα έγραφε ο Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε γι’ αυτό το είδος της αγάπης: «δύο μοναξιές προστατεύουν, και αγγίζουν και καλοσωρίζουν  η μία την άλλη».

Δεν υπάρχει αυθεντικός και ριζοσπαστικός έρωτας χωρίς μοναχικότητα. Αυτή η «ικανότητα να μένει κανείς μόνος», όπως έλεγε ο Winnicott, χωρίς να βιώνει τον φόβο της κατάρρευσης από τη στιγμιαία έλλειψη της παρουσίας του Άλλου, μπορεί να οδηγήσει σε αυτό που ο Alain Badiou ονόμασε αφοσίωση. Είναι ο πυρήνας του βιβλίου που έχουμε στα χέρια μας.

Η αληθινή αξία της αγάπης είναι η «αντοχή» της. Ωστόσο, οι παγίδες της αγάπης είναι πολλές και υπαρκτές. Νομίζω σχετίζονται όλες και με τον τρόπο που τελειώνει και μία αγάπη.

Εντελώς ενδεικτικά αναφέρω το 1ο θέμα αυτών των δυσκολιών: Τον εγωισμό, που στηρίζεται στο έργο του J. P. Sartre, L’Etre et le Néant. («Τό είναι και το μηδέν»).

Γράφει ο Sartre: «Καθένας από τους εραστές είναι ολοκληρωτικά αιχμάλωτος του άλλου, στο βαθμό που θέλει να αγαπηθεί από τον Άλλο με αποκλεισμό κάθε άλλου». Από μια τέτοια ψυχική λειτουργία προέρχεται η αλλοτρίωση στον καθρέφτη: «Ο καθένας θέλει να τον αγαπά ο άλλος».

Μια τέτοια κατοπτρική θέση, ψυχαναλυτικά σκεπτόμενοι μας οδηγεί να παραμείνουμε επικριτικοί με την ασυνείδητη ενοχή, την επιθυμία ιδιοκτησίας, ή ακόμα την αναγνώριση μιας παρανοϊκής πρόθεσης για την πραγμάτωση ενός αδύνατου ιδεώδους.

Ένα 2ο θέμα είναι η αναζήτηση του συμπληρώματος. Η παραβολή του ανδρόγυνου που προέρχεται από τον Αριστοφάνη και το Συμπόσιο του Πλάτωνα, μας απεικονίζει την ασυνείδητη αναπαράσταση να είμαστε δύο σε ένα, με τέσσερα άκρα και με διπλά γεννητικά όργανα.

3ο Θέμα: Ορισμένοι ψυχαναλυτές υπογραμμίζουν ότι στη σύγχρονη εποχή η αγάπη, από την πρώτη στιγμή συνδέεται με το μίσος. Οι παιδοψυχαναλυτές επιμένουν στις διφορούμενες σχέσεις ανάμεσα στο μικρό παιδί και τη μητέρα του.

Μάλιστα σε σημείο που μια ψυχαναλύτρια, η Nicole Jeammet προτείνει έναν «ύμνο» στο μίσος: «Το μίσος επικυρώνει τη διαφορά και καθιστά δυνατό το πένθος της συμπληρωματικότητας: αποτελεί την αναγκαία συνιστώσα μια υγιούς ερωτικής σχέσης».

Αν η επιθετικότητα αναγνωρίζεται σαν τέτοια και τίθεται στην υπηρεσία του Συνειδητού Εγώ, θα βοηθήσει ουσιαστικά στην απάρνηση των φαντασιώσεων παλινδρόμησης για μια απόλυτη και αιώνια ένωση. Για να το διατυπώσουμε προκλητικά: Η αγάπη είναι κτητική και καταστροφική. Το μίσος, υπό όρους, και όταν αποφεύγει την καταστροφικότητα, σέβεται την ετερότητα του άλλου.

Η διστακτικότητα και η αμηχανία μας μπορεί να αυξηθούν αν αποδεχθούμε μια άλλη υπόθεση: η αγάπη είναι μία αυταπάτη, το αντικείμενο της αγάπης δεν είναι το αντικείμενο της επιθυμίας.  Ο Οβίδιος το έγραψε με μια λεπτή ειρωνεία: «Αυτό που ζητά, φοβάται ότι θα το αποκτήσει, αυτό που δεν ζητά το εύχεται».

Γνωρίζουμε πόσο δύσκολο, αν όχι αδύνατο είναι, όταν είμαστε ερωτευμένοι, να πάρουμε μία απόσταση από την παγίδα της ακραίας εξιδανίκευσης του έρωτα. Παρά την σκληρή αναμέτρηση με την εξωτερική πραγματικότητα και την πραγματικότητα του Άλλου, έχουμε ανάγκη να αγκαλιάσουμε αυτό τον αδύνατο ιδεώδες της παντοτινής ένωσης. Κάπου μέσα μας  γνωρίζοντας ότι αυτός ο σκοπός είναι αδύνατον να επιτευχθεί στην ολότητά του, με κίνδυνο να υποστούμε το βαρύ κόστος της διάψευσης, συνεχίζουμε να εργαζόμαστε ψυχικά και συναισθηματικά για την πραγμάτωση αυτής της αυταπάτης. Γιατί κάπου μέσα μας την πιστεύουμε και κάπου την διαψεύδουμε. Ίσως αυτή να είναι και η ουσία της συνθήκης να αγαπά κανείς ολοκληρωτικά. Η ήττα της εκλογίκευσης απέναντι στο μεγαλείο του ολοκληρωτικού ιδεώδους.
 
Η απώλεια και η διεργασία πένθους

Ορισμένα αναπόφευκτα θεωρητικά:

Η εμπειρία της απώλειας του ανθρώπινου αντικειμένου κινητοποιεί την ανάκληση αναμνήσεων που έχουν σαν στόχο να επαναβιώσει το άτομο τις ικανοποιήσεις που συνδέονται με το σημαντικό πρόσωπο που έχει χάσει.

Ωστόσο παράλληλα και βαθμιαία λειτουργεί μια διαδικασία απο – επένδυσης και επανεπένδυσης της λιβιδινικής ενέργειας σε καινούργια αντικείμενα, σε ρεαλιστικούς στόχους και κινητοποιήσεις. Αναζητούνται άλλοι τρόποι και αντικείμενα για να συνδεθούν με τις όποιες επιθυμίες του ατόμου. Τα επώδυνα συναισθήματα και η θλίψη, που συνδέονται με την εμπειρία της απώλειας κάνει τον άνθρωπο να επιδιώκει την επανένωση με το απολεσθέν σημαντικό αντικείμενο. Η μεγάλη επιθυμία για επανεύρεση του αντικειμένου συνυπάρχει με τον τρόμο που δημιουργεί η αναβίωση της απώλειας.

Άρνηση και θυμός ή διαμαρτυρία συνυπάρχουν με θλίψη και συνειδητοποίηση ότι το αντικείμενο έχει χαθεί. Πολλές φορές εναλλαγή άρνησης και αποδοχή της απώλειας διευκολύνει τη σταδιακή επεξεργασία και την κάνει λιγότερη τραυματική.

Η ζωή εμπεριέχει μια συνεχή ταλάντευση. Η απώλεια είναι προαπαιτούμενο για κάθε ανάπτυξη. Κάθε απώλεια σε κάθε βήμα της ζωής απαιτεί την αναδιάταξη των ψυχικών στοιχείων με βάση τα νέα δεδομένα. Το βιβλίο της Τασούλας μας θέτει το αμείλικτο ερώτημα, μέσα από την έκθεση του επώδυνου βιώματός της, της δυνατότητας μίας νέας σκηνοθεσίας του ψυχικού χάρτη της, χάρτη μας.

Προκειμένου να έχει νόημα η μετάβαση του ψυχισμού στις διεργασίες του πένθους, δεν θα πρέπει να παραγνωρίσουμε τα συστατικά της διαδικασίας: την αναπαράσταση του «χαμένου» αντικειμένου, τη βίωση/αναγνώριση του ψυχικού πόνου και τη διαχείριση εκείνου του πρωταρχικού/ «βασικού» μίσους που απορρέει από το ενορμητικό πλημμύρισμα που είναι ο «τόπος» συνάντησης με το πρωταρχικό μητρικό αντικείμενο. Όταν όλοι μας χάνουμε κάτι πολύτιμο και πρωταρχικό, δεν είναι σαν να χάνουμε ένα μέρος από την ταύτισή μας με το πρωταρχικό μητρικό αντικείμενο που έχουμε ασυνείδητα εσωτερικεύσει;

Όσο κι αν μας είναι οδυνηρό να το αποδεχθούμε, ο ψυχισμός μας απέναντι σε μια τεράστια απώλεια ανοίγει νέες αβεβαιότητες (το όνειρο της Τασούλας να βγει στον άγνωστο γι’αυτήν κάμπο, αφού προέρχεται από νησί και τα βιώματά της είναι από τη νησιωτική Ελλάδα), προοπτικές για μετασχηματισμούς, περάσματα και δεσμούς πρόσβασης στο άγνωστο. « Οι δεσμοί νοήματος είναι πειστικοί δεσμοί», γράφει κάπου ο Σ. Μανωλόπουλος. Απαιτούν πίστη ότι θα έχει τέλος και ότι αυτή η εμπειρία θα έχει νόημα. Ίσως τα πράγματα να έχουν νόημα για όλους μας, επειδή έχουν τέλος (Σ. Μανωλόπουλος).

Το ίδιο και με τα όνειρα που σχετίζονται, όχι πάντα φανερά με τη διεργασία πένθους. Τα όνειρα έχουν ένα μήνυμα, είναι διεργασίες που παράγουν νόημα. Μπορούμε να διεισδύσουμε στις διεργασίες που υπόκεινται στο νόημα μελετώντας το ονειρεύεσθαι. Ερευνώντας τις συνδέσεις στο όνειρο, ανακαλύπτουμε τη φύση και τη λειτουργία των συνδέσεων.

Ωστόσο όλες αυτές οι διεργασίες έχουν κάτι μοναδικό στον καθένα μας. Ο ψυχικός μας χάρτης αναδιατάσσεται από κάτι απρόσμενο. Πόσο σημαντικό είναι να μπορούμε να απολαμβάνουμε το απρόσμενο σαν άνοιγμα στον ορίζοντα, σαν μία κίνηση που μας πάει προς το μέλλον…

Η ενεστώσα πραγματικότητα, το σήμερα, η «αφηγηματική θήκη», που προστατεύει εν μέρει τον ψυχισμό της συγγραφέως, δίνουν μια γραμμή ετερότητας. Αυτή η ετερότητα κινέι το ψυχικό έργο και επομένως «περιέχει το τέλος». Το τέλος είναι η παραγωγή ενός συμβόλου που μας ανοίγει το μέλλον, ενώ μας δίνει την αίσθηση του εαυτού μας, τη συνέχεια της ύπαρξής του μέσα στο χρόνο και μέσα σε μια στιγμή  αυτοσυνειδησίας, το «εγώ είμαι».

Η αφήγηση συνιστά μια επίσκεψη. Ο άνθρωπος έχει τη μαγική ικανότητα, σε σύγκριση με τα άλλα ζώα, να αφηγείται ιστορίες. Κάνει τον χρόνο να κυλά γραμμικά. Θυμάμαι σημαίνει ότι ανακατεύω την τράπουλα και αναδιανέμω τους ρόλους, τις σχέσεις, αλλάζω το παρελθόν, μετασχηματίζω τον ψυχικό μου χάρτη. Δε γεμίζω τα κενά. Δημιουργικά μαζεύω τα σκόρπια υλικά και τα μεταλλάσσω σε νέες μορφές, ενώ τροποποιώ την ψυχική οικονομία τους. Έτσι, αποτρέπω σε μεγάλο βαθμό τον θανατηφόρο καταναγκασμό της επανάληψης, που οργανώνεται γύρω από το πένθος για πολύ καιρό. Τότε το άτομο δεν έχει την έννοια του τέλους. Με κάθε τιμωρία δίνει ένα τέλος. Η αφηγηματική δεινότητα του κειμένου της Τασούλας ίσως προσφέρει σε αυτήν αλλά και σε εμάς, να μετακινηθούμε από το «σταματημένο χρόνο της μελαγχολίας» (Sartre).
 
* Ο Στέλιος Στυλιανίδης είναι Καθ. Κοιν. Ψυχιατρικής Πανείου Πανεπιστημίου, ψυχαναλυτής