Ο Κώστας Μπουρναζάκης, αν και δεν απείχε από τα ποιητικά πράγματα της χώρας, είχε περιορίσει την προσωπική εκδοτική δουλειά του, στρεφόμενος στην επιμέλεια ενός αξιομνημόνευτου έργου για τη Χρονογραφία του Άγγελου Σικελιανού και άλλες μελέτες για τον Λευκαδίτη ποιητή και ανθολογήσεις στον Παντελή Πρεβελάκη, τον Γιώργη Μανουσάκη και τον Ζήσιμο Λορεντζάτο αφήνοντας ανεξίτηλο το στίγμα μου στην ελληνική βιβλιοπαραγωγή.

Ads

Ο χρόνος αυτός δεν πέρασε ανεκμετάλλευτος, όπως φαίνεται ούτε σε προσωπικό επίπεδο. Αντίθετα, επέτρεψε στον ποιητή να ωριμάσει, να πλησιάσει πιο βαθιά την ποίηση και να οδοιπορήσει στα μονοπάτια της έκφρασης και των συναισθημάτων, όπως φαίνεται στη νέα του ποιητική συλλογή «πρόσωπα και δοκιμασίες» (Ίκαρος, 2016)

Ο Μπουρναζάκης επιλέγει την οδό των ελεύθερων συνειρμών με έναν χαρακτήρα που προσπερνά τον συνηθισμένο ποιητικό ανθρωποκεντρισμό. Μέσα σε μία οικουμενική λογική μεταφέρει συνειρμικά το κοινό στον κόσμο της εσωτερικής αγωνίας με μία φιλοσοφική διάσταση που μαγνητίζει τις αισθήσεις με την υπερρεαλιστική εικαστική του. Κοινωνικές παραστάσεις, φυσικό στοιχείο και υπαρξιακή αγωνία συντίθενται με υλικό συνένωσης τα συναισθήματα και την «αυθόρμητη» σκέψη (νέο βασίλειο, αρχαίος κύκλος, αγρυπνία, ο Στρατής και η Αννέτα όταν έσκασε το ρόδι).

image

Ads

Ενδιαφέρον προξενεί ο ιδιαίτερος διακαλλιτεχνικός διάλογος στον οποίο προχωρά με έργα τέχνης που χάραξαν την πορεία του ανθρώπινου πολιτισμού. Μα δεν στέκει σε μία «υπάκουη» περιγραφική λογική ή μία τακτική εντυπωσιασμού πάνω στο σπουδαίο έργο του παρελθόντος. Αντίθετα, με τη συναισθηματική ελευθερία που διακρίνει τη στιχουργία του προχωρά σε έναν ανοιχτό διάλογο και συνομιλεί με τον Γκόγια, τον Βέντερς και την Πίνα Μπάους, τον Αλμπέρ Καμύ, ισορροπώντας πάνω στη συνειρμική ροή της ποιητικής του, που τελικά διαστέλλει τις αισθήσεις και το συναίσθημα (κανείς δεν γνωρίζει τον άλλον, Βιμ Βέντερς «Πίνα Μπάους», τέσσερις εποχές ΙΙΙ).

Με την ίδια λογική ο ποιητής συνδιαλέγεται με τη μυθολογία και την ιστορία (τέσσερις εποχές ΙΙΙ & IV, Ορφέας, νέο βασίλειο). Ο δημιουργός δεν αντλεί όμως απλώς σύμβολα με έτοιμο συναισθηματικό βάρος από το θησαυροφυλάκιο του παρελθόντος. Το αναπλάθει μέσα στον στοχαστικό χώρο των ποιητικών αγωνιών και το αξιοποιεί «εκκεντρικά» για να εξαγάγει τη δική του αλληγορική κρίση με οδηγό το συναίσθημα (Κοντομαρί Χανίων 2 Ιουνίου 1941, η καραμέλα).

Η έκφρασή του είναι έντονα πεζολογική. Ριζώνει στην οικεία καθημερινή γλώσσα διαμορφώνοντας έναν στιχουργικό ρυθμό ακριβώς πάνω στην προφορικότητα. Και ενώ η ελευθεροστιχία -συνήθως – βασίζει το ρυθμό της στο ολοκληρωμένο νόημα κάθε ενός στίχου, ο Μπουρναζάκης ξεπερνά τον ορισμό της ελευθερόστιχης ρυθμικής με τη συνεχή ροή και την προφορικότητα (πράσινο άσπρο).

Τελείες και άνω στιγμές διαμοιράζουν το στίχο, διαμορφώνοντας το ρυθμό και την ένταση (όταν έσκασε το ρόδι, κανείς δεν γνωρίζει τον άλλον, εμείς είμαστε, αντικατοπτρισμοί, νέο βασίλειο). Σαν βράχοι στην κοίτη των συνειρμών ελέγχουν την κίνηση και τη συναισθηματική κλιμάκωση. Σε τούτο συμβάλλουν και οι επαναλήψεις λέξεων στο εσωτερικό στίχων (Βιμ Βέντερς «Πίνα Μπάους», Ελεύθερνα III) με το ασύνδετο σχήμα.

Οι ανοιχτοί χώροι και η κίνηση με τα έντονα χρώματα διαμορφώνουν έναν πλούσιο καμβά που ισορροπεί το αισθητικό με το συναισθηματικό και το στοχαστικό (ακήρυχτος πόλεμος, εμείς είμαστε). Ταυτόχρονα, όμως, συμβάλλουν στον έλεγχο της συναισθηματικής έντασης των συνθέσεων περιορίζοντας το βάρος των ποιητικών αναζητήσεων και ισορροπώντας σε μία φωταψία αισιοδοξίας (Βιμ Βέντερς «Πίνα Μπάους», το φυλαχτό), ακόμα κι έχει το βλέμμα στραμμένο στην κοινωνία (Ορφέας, το φυλαχτό) ή όταν εκφράζει την ανάγκη υλοποίησης των ονείρων (αντικατοπτρισμοί).

Χαρακτηριστικό, ωστόσο, είναι και το «απότομο» ξεκίνημα των συνθέσεων. Μία διαπίστωση από το κοινωνικό ή το φυσικό περιβάλλον σε μία in media res συλλογική (ο Στρατής και η Αννέτα, Κοντομαρί Χανίων 2 Ιουνίου 1941, οίστρος στην τηλεόραση ΙΙΙ) εκκινεί τη στοχαστική διάθεση του ποιητή. Η αναπάντεχη είσοδος στον κόσμο των στοχασμών ξαφνιάζει, δίχως όμως να αναστατώνει. Η σκηνική εκφραστικότητα με τη ζωντάνια του διαλογικού στοιχείου (ακήρυχτος πόλεμος, το φυλαχτό, τα πουλιά, αρχαίος κύκλος) ή το συμπέρασμα/διαπίστωση του ποιητή (Βιμ Βέντερς «Πίνα Μπάους», αγρυπνία, αντικατοπτρισμοί, τέσσερις εποχές Ι & ΙΙ) αποτελούν το θεμέλιο της πύλης εισόδου στο ποίημα.

Έτσι προσδίδεται και μία θεατρική διάσταση στις συνθέσεις. Άλλοτε, η θεατρικότητα της ποιητικής του υποστηρίζεται και από τη χρήση του διαλογικού β’ ενικού (αγρυπνία) ή του παραινετικού (αντικατοπτρισμοί) και των κλητικών προσφωνήσεων (ακήρυχτος πόλεμος, αρχαίος κύκλος). Μα και στοιχεία του προφορικού λόγου συντρέχουν τη δραματικότητα, όπως το ασύνδετο σχήμα (Βιμ Βέντερς «Πίνα Μπάους», εμείς είμαστε, νέο βασίλειο, αρχαίος κύκλος, Ελεύθερνα) ή μόρια και επιφωνήματα του οικείου λόγου (οίστρος στην τηλεόραση Ι, αρχαίος κύκλος, Ελεύθερνα Ι, ΙΙ, ΙΙΙ) με την έκφραση ειρωνείας (οίστρος στην τηλεόραση).

Τη σκηνική διάσταση συντηρούν και το αοριστολογικό β’ ενικό (το πέρασμα ΙΙ, οίστρος στην τηλεόραση ΙΙ) με τις ρητορικές ερωτήσεις (Κοντομαρί Χανίων 2 Ιουνίου 1941, το πέρασμα Ι) και φυσικά το μονολογικό πρωτοενικό υποκείμενο (τρεις γενιές, Ορφέας). Αξίζει όμως να υπογραμμίσουμε ότι η πρωτοενική διατύπωση περιορίζεται μόνο στο στοιχείο της θεατρικότητας. Ο ποιητής αποφεύγει τον αυτοαναφορικό λόγο στην έκθεση σκέψεων μένοντας σε απόσταση από κάθε ποιητικό εγωκεντρισμό.

Ο Benjamin Peret έγραφε ότι «ο ποιητής δεν είναι για να υποθάλπει στον άλλον μια φαντασιώδη ελπίδα, επίγεια ή επουράνια, ούτε να αφοπλίζει τα πνεύματα, εμφυσώντας τους απεριόριστη εμπιστοσύνη σ’ έναν πατέρα ή έναν αρχηγό, που κάθε κριτική εναντίον του θα ήταν ιεροσυλία. Εντελώς το αντίθετο: ο ποιητής είναι εκείνος που προφέρει πάντα τα βέβηλα λόγια και τις αιώνιες βλασφημίες» (η Καταισχύνη των Ποιητών).

Με την ίδια εκφραστική «ιεροσυλία» και τις καινοτόμες παραστατικές δομές του λόγου του, και ο Κώστας Μπουρναζάκης προσεγγίζει το συναίσθημα και το πάθος, το παρόν και το παρελθόν, το φύση και τον άνθρωπο.