Λένε πως η σφραγίδα της προσωπικότητας  μπαίνει στα πρώτα πέντε – δέκα  χρόνια του ανθρώπου…

Ads

Ήμουν  παράξενα ανήσυχο και ξεσηκωμένο παιδί. Ζήτημα ίσως ιδιοσυγκρασίας, σίγουρα και πρόωρης κοινωνικοποίησης. Πέρασα από μικρός στον κόσμο των μεγάλων, δεν το επέλεξα, ήταν η δουλειά μας τέτοια. Η σχέση μου με τη λαϊκή γλώσσα είναι καθαρά βιωματική, εξ ου και το πάθος μου για τα ρωμαίικα. Στη λογοτεχνία μου έπαιξε αργότερα το ρόλο της η τριβή και το σμίξιμο με ποικίλες κοινωνικές ομάδες και τύπους ανθρώπων, η έφεσή μου να συντροφεύομαι ηλικιακά μεγαλύτερους, η ανάγνωση πολλών, πάσης φύσεως  κειμένων,  η πατερίτσα της φιλολογίας, ασφαλώς και η μαθητεία κοντά σε δασκάλους λαμπρούς και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο.    

Από πιτσιρίκος είχα αδυναμία στην ποίηση, από τα τετράστιχα των ημερολογίων μέχρι οποιοδήποτε ποιητικό κείμενο ανακάλυπτα. Ποιήματα και ποιηματάκια με τραβούσαν, με εντυπωσίαζαν και τα αποστήθιζα αμέσως. Έχω διαβάσει πολύ κι έχω μελετήσει αρκετά όσο τίποτε άλλο ποίηση, ελληνική και «ξένη», κυρίως  από μετάφραση. Και έχω αποπειραθεί να αποδώσω στα ελληνικά κάποιους  σπουδαίους Οθωμανούς και Τούρκους ποιητές.

Να τολμήσω να πω ότι είμαι κι ο ίδιος ποιητής; Ένα ποίημα – ποταμό έχω εκδώσει όλο κι όλο, με τον τίτλο «Ένα ποίημα και τρία ζεϊμπέκικα για τον Γιώργο Κούδα», όπου, από τρελή εφηβική καψούρα για τον θρύλο του ΠΑΟΚ, εγκωμιάζω το αθλητικό ήθος του άλλοτε, -προτού να καταντήσουν όλα σχεδόν τα θεάματα, και προπαντός τα ποδοσφαιρικά, υπόθεση ασύδοτης μπίζνες-· ίσως να είναι και το εκτενέστερο ποίημα που ’χει γραφτεί για αθλητή, ή τουλάχιστον για ποδοσφαιριστή.

Ads

Ποιήματα φυλάω στο σεντούκι κι άλλα πολλά, ανέκδοτα. Έχω γράψει και πολλούς στίχους για τραγούδια, δικά μου και άλλων. Και γιατί αυτά δεν είναι ποιήματα; Ποιος έχει τη βούλα για να κρίνει ένα ποιητικό κατασκεύασμα του Κακναβάτου ως ανώτερο κι ένα τραγουδοποίημα του Τσάντα ως παρακατιανό; Πάντως το να με αποκαλούν  κάποιοι «ποιητή» είναι κάτι που με κολακεύει ιδιαίτερα και παράλληλα με κάνει να ταπεινώνομαι. Όταν σε φιλοξενούν τα χώματα που γέννησαν έναν Ευριπίδη κι έναν  Ρίτσο, πρέπει να περπατάς με το κεφάλι ψηλά, μέσα σου όμως να μην «ψηλώνεις» ποτέ.  Είμαι λοιπόν ποιητής ή τουλάχιστον γιος και απόγονος ποιητών. Εξάλλου η ποίηση δεν είναι μόνο τρόπος γραφής, είναι –ίσως και περισσότερο- τρόπος ζωής.

Δεν έστεργα την αδικία. Το πρώτο μου ποίημα το έγραψα σε ηλικία επτά χρονών. Το ’δωσα να το κοιτάξει μια ξενόφερτη γειτόνισσά μας που περνούσε τα γεράματά της στον τόπο μου, που την εμπιστευόμουν και είχε βγάλει το Ζάππειο στην Πόλη, -το εκπαιδευτήριο της ομογένειας στο οποίο επέπρωτο πολύ αργότερα να εργαστώ ως μετακλητός φιλόλογος, το μοναδικό σχολείο με το οποίο απόλυτα συνδέθηκα-, η μαντάμ Μέλπω Νεγρεπόντη. Τίτλος, «Ένας ζητιάνος»· καμιά δεκαριά τετράστιχες στροφές ομοιοκατάληκτες. Έψαχνα τις αιτίες και κατέληγα ότι πρέπει να καταργηθεί η επαιτεία· αλλά και η πείνα. Πως; Με ισόποση μοιρασιά απάντων των αγαθών σε όλους· να επέλθει έτσι η ισότητα και να πατσίσουν οι αιώνες αδικίας των ριγμένων με την στέρηση των προνομίων των αφεντάδων από δω και μπρος. -Αυτά τα πράματα να μην τα γράφεις, είναι κομμουνιστικά και θα σε κυνηγάνε, μανίτσα μου, απεφάνθη η κοσμογυρισμένη ομορφογυναίκα, να γράφεις για τις βαρκούλες, για τη θάλασσα, για τα ακρογιάλια της Πιερίας απέναντι, για τον Αξιό, για τον Όλυμπο. Άμα έρθει ο κομμουνισμός, θα καταντήσουμε όλοι μας φτωχοί. Γίνεται να’ χουν όλοι τζάγκουαρ; -Ε, τότε, εγώ θέλω έναν κομμουνισμό που να ’χουν όλοι τζάγκουαρ, την αποστόμωσα.

Ενώ λοιπόν ενστικτωδώς προπονιόμουν προς την κατεύθυνση μιας αριστερής συνείδησης,  παράλληλα στην ταραγμένη εφηβεία μου έχω θητεύσει με πάθος στο εκκλησιαστικό αναλόγιο.  Εξίσου με καθόρισαν δυνατές παιδικές και εφηβικές φιλίες και σποραδικές ασκήσεις στην ριψοκίνδυνη –και βιωμένη ως απαγορευμένη-  αρένα μιας  πρώιμης ερωτικής ζωής.

image

Δε μου ’λειψε η στοργή στο περιβάλλον μου. Η μάνα μου, η Παρασκευούλα, ήταν διαμάντι μα είχε φούριες με την ταβέρνα. Μαζί της με μεγάλωναν τρεις γειτόνισσες, λεύτερες κοπέλες τότε, η Χαριτώ, μια αρχοντογυναίκα και οι αδερφές Άννα και Μαίρη, θυγατέρες ενός βαρκάρη -και τα καλοκαίρια η μάνα της μάνας μου, Ελπινίκη. Πέντε μάνες απόκτησα, φχαριστήθηκα αγάπη. Η στέρηση της αγάπης κάνει τη ζωή μας κόλαση.  

Η θητεία μου στην ταβέρνα –πρωί σχολείο-βράδυ γκαρσονάκι- με έψησε από πολύ νωρίς στη βιοπάλη και με έκανε παράλληλα φανατικό λάτρη του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού. Γι’ αυτό και κάποια σημαντικά πρόσωπα της μουσικής που με σημάδεψαν -και που έχουν επίδοση στην καλή στιχοποιία- τα κατατάσσω στις πνευματικές μου αναφορές και ανθολογούνται εδώ. Λάτρεψα –εκτός απ’ τον Στέλιο- τις μεγάλες λαϊκές, τη Λύδια, τη Γκρέυ, τη Μπέλλου, με την οποία κάπως συνδέθηκα και την Πόλυ Πάνου που έγινε φίλη μου στενή και της έχω πάρει την πιο εκτενή και de profundis συνέντευξη -ένα μικρό βιβλίο. Στην εξόδιο της κορυφαίας ερμηνεύτριας τον Σεπτέμβρη του 2013 μαζί με το φαρμάκι του χαμού της γεύτηκα την ξινίλα της επελθούσας αλλοτρίωσης του νεοέλληνα, καθώς η πλειοψηφία των παρισταμένων φωτογράφιζε βαρβαριστί το σκήνωμά της.

Βιώνω την απώλεια των ανθρώπων της λαϊκής μας μουσικής σαν πένθος για συγγενικό πρόσωπο κι αν με πιάσει κάποιος αδιάβαστο έστω και σε μία λεπτομέρεια γύρω από ένα παλιό λαϊκό τραγούδι, τρελαίνομαι. Αποτέλεσμα, να σνομπάρω  τους συμφοιτητές μου τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, όταν έπεσαν σε άγριο φλερτ με το ρεμπέτικο, μάλλον γιατί είχα μια διακριτή πρόκριση στο θέμα, έτσι το βίωνα, γινόταν μόδα ένα κομμάτι απ’ την ταυτότητά μου –και με τις μόδες, στις οποίες ο λαός μας είναι τόσο αβασάνιστα και επικίνδυνα επιρρεπής, δεν τα πάω καθόλου καλά.  

Είχα την σπάνια τύχη, τελειώνοντας το δημοτικό, δίπλα στο καφεζυθοπωλείο μας «Ο Μπάτης» -όπου κέρδισα     ιδιαίτερα και από την εμπειρία της σχολαστικής ανάγνωσης εφημερίδων- να ανοίξουμε ένα μικρό βιβλιοπωλείο, το πρώτο στην κωμόπολή μας, τη Νέα Μηχανιώνα Θεσσαλονίκης. Η ακόρεστη φιλομάθειά μου σε συνδυασμό με την παιδική περιέργεια εύρισκε καταφύγιο σε οποιοδήποτε κιτάπι έπεφτε στα χέρια μου αλλά κυρίως σε ό, τι πιο παράξενο και τολμηρό. Και τι δε διάβασα τότε, ρούφηξα στην κυριολεξία δηλαδή, το «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου σε μετάφραση του Κοσμά Πολίτη, τον «Έφηβο» και τους «Αδερφούς Καραμαζώφ»,  τη «Νανά» του Ζολά,  πολλούς Έλληνες λογοτέχνες από τη σειρά του «Κολλάρου» και των μικρών βιβλίων της «Εστίας» και άλλα διάφορα. Δίπλα στον Παπαδιαμάντη γνώριζα τον Ουγκώ, μαζί με τον Κάλβο μάθαινα το Λόρκα.

Απ’ το πλάι τα αναγνώσματα των λαϊκών περιοδικών σαν «ΤΟ ΡΟΜΑΝΤΖΟ», που ήταν μιαν εποχή η αναγνωστική τροφή των «κοινών» ανθρώπων, αλλά και λαϊκά αισθηματικά και αισθηματολογικά μυθιστορήματα, όπως «Η ωραία του Πέρα» του Τυμφρηστού, «Η Κασσιανή» του Κυριακού, «Η αμαρτωλή αγάπη» της Μπουκουβάλα-Αναγνώστου, που τα φυλάω από τότε. Η τελευταία ήταν η δημοφιλέστερη και ποιοτικότερη όλων, με επιδράσεις από Βενέζη και Μυριβήλη. Μετεξέλιξη αυτού του αρκετά παρεξηγημένου είδους πεζογραφημάτων –που ο ευφυής Αρανίτσης ονόμασε «λογοτεχνία του μικροαστικού έρωτα», είναι πιστεύω, τα κινγκ σάιζ πεζά μαζικής κατανάλωσης τύπου Μαντά που αγκάλιασε λατρευτικά το ευρύ, ελαφρύ και αβασάνιστο (και διόλου «παραπλανημένο») καταναλωτικό μας κοινό. Τα «κλασσικά εικονογραφημένα», και οι εβδομαδιαίες σειρές «Γκαούρ-Ταρζάν» και «Μίκυ μάους» ήταν κι αυτά αγαπημένη αναγνωστική μας τροφή, ιδίως τα  χρόνια του Δημοτικού.

Η μεγάλη αδυναμία μου ήταν ο κινηματογράφος, και ιδιαίτερα ο ελληνικός, σε βαθμό να έχω γίνει εξπέρ σ’ αυτό τον τομέα και να πρωτεύω σε τηλεφωνικούς διαγωνισμούς με έπαθλο μια κούτα σοκολάτες ή ένα δέμα καραμέλες «Τζόϋ» Παυλίδου(«άλλο μπόι, δωσ’ μου τζόι», που διαφήμιζε ο Χατζηχρήστος).  

Αργότερα κατάλαβα ότι όλα αυτά έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της πνευματικής μου υπόστασης.

Τον Καβάφη τον πήρα μυρωδιά πολύ νωρίς και τον παρήγγειλα –προς εύλογον σκανδαλισμόν του- στον πατέρα μου· έκτοτε τον έχω σύντροφο μόνιμο –ακόμη και σε κάθε ταξίδι μου, αυτόν, μια συλλογή διηγημάτων του κυρ-Αλέξανδρου και το «Ψαλτήριον» του Δαβίδ. Ο Καζαντζάκης θαρρούσα πως μου συμπλήρωνε τότε τη ζωή. Αργότερα τον αμφισβήτησα. Θυμάμαι μικρούς καυγάδες με τον δάσκαλό μου τον Μαρωνίτη σε ιδιωτική στιγμή. Σκληρό καρύδι ο «Μαρόν». Μα κι εγώ δε μασάω.  Εκείνος  απέρριπτε σχεδόν το πνεύμα του, εγώ όμως μέσα στην ασυγκράτητη πληθώρα του εύρισκα ένα σωρό καλά, εξ άλλου οι πρώτες αγάπες δεν ξεχνιούνται ποτέ.

Η φοιτητική μου ζωή σε μια Θεσσαλονίκη μαγκωμένη προς το τέλος της χούντας μα ανθοβολούσα τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης ήταν άλλο ένα τρανό δώρο της μοίρας μου.  Την θέρισα εκείνη την εποχή την πόλη, την ξεζούμισα. Μετά το’ 90 γύρισε η Σαλόνικα δεκαετίες πίσω, σ’ ένα σύγχρονο Μεσαίωνα, ας όψονται οι πλείστοι των συμπολιτών μου, οι ψηφοφόροι και χειροκροτητές του Ανθιμοψωμιαδιστάν.

Το μεγαλύτερο ακόμη μπερεκέτι μού το τράταρε η διαμονή μου στην Κωνσταντινούπολη από το ’87 ως το ’95, θαρρώ πως  και δέκα ζωές να μου δίνονταν δε θα έφταναν να εξαντλήσω το αποθησαύρισμα της Πόλης μου σε μετουσιωμένη δημιουργία.

Τα χρόνια του στρατού στη Λέσβο(’77-’79) ήταν βαριά. Δεν κυνηγούσαν πλέον φανερά το φρόνημα, ο Καραμανλής της Ευρωπαϊκης Ένωσης άρχισε ν’ αλλάζει κάπως μυαλά, αλλά το τι τραβήξαμε….…. εμείς το ξέρουμε.

Στη μοναδική άδεια που μου έδωσαν, με τους σεισμούς της Θεσσαλονίκης, -και ενώ συνομήλικοί μου, μέχρι χτες δογματικές αριστεράντζες, απόφοιτοι άλλων πανεπιστημιακών σχολών, έκαναν τα ντοκτορά τους στα Λονδινοπάρισα, «έστηναν» με ειδικούς νόμους  τις ευεργετικές διατάξεις ως προς τον χρόνο θητείας των διδακτόρων και μαγείρευαν την αναρρίχησή τους σε ποικίλα, μέχρι και υπουργικά, εξουσιαστικά πόστα,  είδα αρκετούς νεότερούς μου βολεμένους σε θέσεις βοηθών στις πανεπιστημιακές έδρες της Σχολής μας. Μου αρνήθηκαν τότε να γραφτώ στο Μεταπτυχιακό. Πικράθηκα πολύ. Αργότερα ετοίμασα το διδακτορικό μου, που όμως δεν το υπέβαλα. Λάθος; Είχα απηυδήσει απ’ τα ακαδημαϊκά καμώματα κι είχα αποφασίσει να μην το πάρω. Εξ άλλου  «δεν έχεις μάτια για γραφείο» είχε μαντέψει νωρίς η αείμνηστη δασκάλα μας, σπουδαία ανθρωπολόγος Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος.

Πάντως το διδακτορικό μου, «Οι Ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας» τυπώθηκε σε ωραίο βιβλίο από την «Άγρα» και έκανε θραύση. Είναι έργο ζωής που η ετοιμασία του κράτησε δεκαπέντε χρόνια. Έχω ίσως την πιο πλήρη συλλογή υλικού για τους Ζεϊμπέκους στον κόσμο· και στους Τούρκους συλλέκτες περιζήτητη. Και την καλύτερη γύρω απ’ τον λατρεμένο μου καλλιτέχνη Γιλμάζ Γκιουνέι που έχω δημοσιεύσει τη μισή ζωή του –μέχρι να γίνει ο περίφημος σκηνοθέτης που ξέρουμε- στο περιοδικό «Εντευκτήριο» του ακάματου εργάτη του πολιτισμού, φίλου μου Γιώργου Κορδομενίδη, -και του ’χω γράψει του «άσχημου βασιλιά»(αυτό ήταν το παρατσούκλι του Γκιουνέι) κι ένα τραγούδι αποχαιρετισμού. Τραγουδώντας το μερακλίδικα, «Γκιουλέ γκιουλέ Γιλμάζ Γκιουνέι», ένα βράδυ του’ 90 στο ωραιότερο κούρδικο επαναστατικό μουσικό στέκι της Πόλης, το «Μουνζούρ», αποθεώθηκα. Έγινα με τον καιρό κάτι σα μασκότ του μαγαζιού και μ’ έστησαν αποτυπωμένο σε πέτρα, -τιμή μεγάλη-  ανάμεσα στον Ναζίμ Χικμέτ και τον Γιασάρ Κεμάλ σ’ ένα ντουβάρι του.

Ήμουν τυχερός που διορίστηκα στο δημόσιο ως καθηγητής φιλόλογος το ’82, και μάλιστα στο νομό Θεσσαλονίκης. Δούλεψα σε διάφορα Γυμνάσια και Λύκεια. Στους μαθητές μου έδωσα τον ανθό. Δεν ήμουν ο κλασικός τύπος καθηγητή, εκόμισα «καινά δαιμόνια». Πάντως πέρασα καλά με τα παιδιά. Κι εκείνα μαζί μου ακόμη καλύτερα.   Βγήκα στη σύνταξη το 2010 υπηρετώντας τα τελευταία χρόνια στο Διαπολιτισμικό Γυμνάσιο Ευόσμου. Δε μπήκα ποτέ σε σχολείο του κεντρικού άστεως,  έστω και στο τέλος της εκπαιδευτικής μου θητείας, -οι άλλοι είχαν πιάσει τα πόστα είκοσι χρόνια πριν, δεξιοί κι αριστεροί (για κεντρώους δε συζητώ, δεν υπάρχει για μένα κέντρο, το κέντρο είναι μια μουτσούνα της δεξιάς),  -δεν είχα, φαίνεται, τα προσόντα.    

Ώρες ώρες νιώθω σαν μια αποθήκη από μελωδίες και στίχους. Με την απόλυσή μου απ’ τον στρατό, -ύστερα από έναν έρωτα ανεπίδοτο που με μάρανε-, γύρω στο’ 80, άρχισα παίζοντας λίγο μπαγλαμά και με τη βοήθεια μαθητών μου λαϊκών μουσικών να σκαρώνω τα τραγούδια μου. Απ’ αυτό τον σεβντά γεννήθηκαν πολλές λαϊκές ή λαϊκότροπες μελωδίες, σε ύφος ανάμεσα στο ρεμπέτικο και στο Καζαντζιδικό του’ 60, και λίγα τραγούδια γραμμένα στα τούρκικα.  Βγήκανε τρεις ολοκληρωμένες μουσικές εργασίες, αρκετές συμμετοχές σε δίσκους άλλων και πάρα πολλές συνεργασίες σε πάλκα.

Οι κυριότερες συνεργάτιδές μου είναι η Βούλα Σαββίδη, η Μαρία Φωτίου, η Τουρκάλα Ντιλέκ Κοτς, όλες καταπληκτικές, και η αισθαντικότατη Λιζέτα Καλημέρη,  πολύτιμη φίλη και ηγερία μου. Πολλοί μουσικοί οι συνεργάτες μου, όπως ο Λάρυ ο μπουζουξής και ο μόνιμος κιθαρίστας μου Σταύρος Κρομμύδας, παιδιά τζιμάνια. Και πολλές, σποραδικές αλλά επεισοδιακές πάντοτε εμφανίσεις. Ποτέ δεν πήγα για καριέρα και σπάνια να τραγουδήσω για διαφήμιση το ρεπερτόριό μου. Κατά το κέφι μου οργανώνω μεγάλες συναυλίες έχοντας μελετήσει πριν τα θέματα-αφιερώματα και επιλέγοντας τον αφρό.

image

Τα τελευταία χρόνια μοιράζω τη ζωή μου ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και το χωριό Πλατανίδια του Πηλίου. Η μάνα φύση με αποπλανά, στοχάζομαι σκάβοντας τη γη, μαγειρεύω τα επόμενα έργα μου μεγαλώνοντας καρποφόρα. Από το 2009 και κάθε πρώτο Σάββατο του Ιουλίου οργανώνω στο κτήμα μου βραδιά πανελλήνιας συνάντησης λογοτεχνών και μουσικών αφιερωμένη σε διαφορετικό κάθε φορά θέμα.  

Κάπου-κάπου λόγω υποχρεώσεων κατεβαίνω στην Αθήνα που την αγαπώ ιδιαίτερα. Σαν χωριατόπαιδο, η Θεσσαλονίκη μου φαινόταν μεγαλούπολη. Όταν την κέρδισα, την ξεπέρασα. Σαν Σαλονικιός-δικαιολογημένα ή όχι- κρατώ ένα μικρό σύμπλεγμα μειοδοσίας απέναντι στην πρωτεύουσα αλλά το σμίξιμό μου με την Πόλη μου ’δωσε ένα αλλιώτικο αέρα, ας πούμε πιο κοσμοπολίτικο, που με κάνει να την αφήνω πίσω. Δεν είναι κομπαστικά αυτά, η βιογραφία κάθε ανθρώπου είναι γεμάτη εκπλήξεις, κι ο κάθε τόπος που μας σημαδεύει μας αλλάζει χωρίς να το καταλάβουμε. Οι επισκέψεις μου στην Κωνσταντινούπολη έχουν αραιώσει πολύ, καθώς η επέλαση της παγκοσμιοποίησης και του μυξοευρωπαϊσμού τα τελευταία χρόνια μου ’χει στερήσει τα στέκια μου και την έχει κάνει να χάνει σταδιακά την ταυτότητά της-κάτι που έγινε λίγο πριν και σε μας- και να είναι πια αγνώριστη.

Μου έσβησαν σχεδόν όλες τις ζωντανές μέχρι πρότινος αναφορές μου στην Πόλη και τη Σαλόνικα. Στην εποχή των γιάπηδων, οι μποέμηδες χώνονται στη στρούγκα(που θα’  λεγε κι ο φίλος μου Αργύρης Μπακιρτζής).

Δεν ξέρω σε πόσους και σε ποιους συγγραφείς συμβαίνει, πιστεύω σε λίγους, μα προσωπικά έχω μεγάλη έγνοια να περάσω στη λογοτεχνία ένα μέρος της ζώσας ιστορίας, εκείνο που αναλογεί στο βίο μου, έτσι απογράφω ό, τι σημαντικότερο «ανθίστηκα», μπας και μείνει κάτι και στους επόμενους. Όλα χάνονται στην εποχή μας στο τσακ, «ο χρόνος είναι γρήγορος ίσκιος πουλιών», λέει ο Ελύτης.  

 Η εμπιστοσύνη μου στον  άνθρωπο κλονίστηκε σοβαρά  έπειτα από σειρά μηνύσεων –για μια φωτογραφία μου με ανατολίτικο καλπάκι και τσιγάρο στο χέρι που μου χάρισε- («ήρθαν ντυμένοι φίλοι αμέτρητες φορές οι εχθροί μου») ένας δικομανής, ηθικά ανερμάτιστος τύπος –πρώτη φορά στη ζωή μου, εύχομαι και στερνή,  πέρασα στην κόλαση των ύβρεων, στην παραφορά της «αράς».

Η πείρα μου μ’ έχει διδάξει ότι η παραδοπιστία δεν είναι ίδιον των ελάχιστων. Ξέρω, προφάσεις είναι οι θεοί, υπεράνω όλων ο Μαμωνάς. Αν όμως καταλήξω ότι όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, είναι αργυρώνητοι, τότε, ας  σκαρφαλώσω  καλύτερα σε κάνα βράχο, στο πιο ψηλότερο βουνό που λέει ο Λουκάς Νταράλας. Μήπως να μη μιλάμε για ιδεολογίες πια; Να πιαστώ απ’ τον Πεντζίκη; (μπα, δεν το θέλω!) : «Και τι ωφελούν οι ιδέες σ’ έναν διαλυμένο, σαν κομμένο γάλα κόσμο; Καταντούν σκουπίδια!».    

Αυτά εν συντομία είχα να πω. Και να δηλώσω ότι αντικρίζω τη ζωή με ευγνωμοσύνη και τους ανθρώπους, -παρά τα χουνέρια και τα καζίκια-, θέλω να ελπίζω ως το τέλος,  με ματιά σπλαχνική και πάντοτε διακαώς ερωτική.

image

Η  σειρά αυτών των βιβλίων που ξεκινά είναι μια έξυπνη ιδέα του φίλου εκδότη Νώντα Παπαγεωργίου μα και μια πρόκληση. Πρόκειται για μια καταβύθιση στο «είναι», ταυτόχρονα μια απαιτητική συνομιλία με πνευματικούς ανθρώπους-σταθμούς της ζωής. Θα μπορούσε να έχει τίτλο «Ο συγγραφέας και οι καταβολές του» ή  «η λογοτεχνική καταγωγή του συγγραφέα» ή «η κληρονομιά των προγόνων λογοτεχνών» -κάπως βαρύγδουπο αυτό-  ή «η λογοτεχνική μου οικογένεια».

Ανθολογούνται συνολικά ογδόντα οχτώ προσωπικότητες.  Ξεκινώ την ανθολόγηση απ’ τον Χριστιανόπουλο που υπήρξε στενός μου δάσκαλος και διατρέχοντας το σώμα της λογοτεχνίας φτάνω μέχρι τον ηλικιακά νεότερο Σκαμπαρδώνη που είναι συνομήλικός μου, συμμαθητής και συμφοιτητής μου και παραμένει αναφορά ζωής. Η ανθολόγηση βασίζεται –προς άρσιν παρεξηγήσεων- στην προσωπική πρόσληψη και επιλογή του ανθολόγου.  Ασφαλώς είναι πολύ περισσότερα τα λογοτεχνικά έργα που μ’ έχουν επηρεάσει και οι πνευματικές προσωπικότητες που έχουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συνδιαμορφώσει ένα μέρος του λογοτεχνικού μου πορτρέτου.

Για όσους συγγραφείς (και τίτλους), απόντες ή παρόντες παραλείπονται, ας μου συγχωρεθεί, κάτι πάντοτε μας ξεφεύγει, είναι απαιτητικό και λεπτό το εγχείρημα, είναι και το ζήτημα της οικονομίας χώρου. Το να μην ανθολογώ απ’ τους κλασικούς τον Σικελιανό, τον Άγρα,  τον Πρεβελάκη ή τον Δούκα, και απ’ τους νεότερους τον Μαρκόπουλο, τη Ρούκ, τη Λαϊνά ή τον Βαρβέρη, δε σημαίνει καθόλου ότι τους βρίσκω παρακατιανούς. Μάλλον είμαι άτυχος που κάποιες συναντήσεις δεν προέκυψαν,  ενώ μπορεί να στάθηκαν σταθμοί για μένα δημιουργοί που λογαριάζονται στους ελάσσονες και να μη με σημάδεψαν άλλοι που θεωρούνται «κορυφαίοι».

Εξάλλου η γνωριμία μ’ έναν συγγραφέα συχνά είναι σύμπτωμα επιλεκτικής τύχης, να πέσει το βιβλίο στα χέρια σου, να στο συστήσουν, να το μυριστείς σα λαγωνικό, να ταιριάζει με την ιδιοσυγκρασία σου, να ’ναι η γραφή και το περιεχόμενο μέσα στα πράγματα την εποχή  που σκάει, να τον ψάξεις εσύ ή, το πολύ σπάνιο, αν είσαι τυχερός- να σε ανακαλύψει εκείνος.  

Πέρα των ανθολογουμένων, -με τον πάντοτε ελλοχεύοντα κίνδυνο να μου «ξεφύγουν»- γνώρισα και αγάπησα πολύ το έργο και άλλων πολλών νεότερων συγγραφέων, μεγαλύτερων  ή μικρότερων από μένα, χωρίς όμως να επηρεαστώ ιδιαίτερα, αφού τα βασικά συστατικά της συγγραφικής μου προσωπικότητας είχαν στερεωθεί.    Ακολούθησαν  ο Καστανάκης, ο Γονατάς, ο Κοτζιάς, ο Καχτίτσης, ο Χειμωνάς, ο Νόλλας, ο Παπαδημητρακόπουλος, ο Παπαδημητρίου, ο Αλαβέρας, ο Σφυρίδης,  ο Γιατρομανωλάκης, ο Ξανθούλης, η Μήτσορα,  ο Μόντης, ο Βρεττάκος, ο Λειβαδίτης, ο Βαλαωρίτης, η  Δημουλά, ο Κύρου, η Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, ο Ευαγγέλου, η Κατερίνα Αγγελάκη –Ρουκ, η Νατάσσα Χατζιδάκι(Μαρίνα), η Μαστοράκη, η Λαϊνά, ο Χαραλαμπίδης, η Αλαβέρα, ο Τραϊανός, ο Καλοκύρης, ο Λιοντάκης, ο Μαρκόπουλος, ο Βαρβέρης, ο Ίσαρις, ο Κοντός, ο Υφαντής, ο Χιόνης, οι κοντινοί μου, που έτσι κι αλλιώς δε χωράνε στην παρούσα ανθολογία, η Κορομηλά, ο Κάτος, ο Σουρούνης, ο Δαββέτας, ο Δημητρίου, ο Ραπτόπουλος, ο Κοντολέων, ο Βασιλειάδης, η Δεληγιώργη, η Χουζούρη, ο Μίγγας, ο Γρηγοριάδης, ο Ακρίβος, ο Μήτσου, ο Ατζακάς, ο Καλούτσας, ο Σερέφας, η Κουγιουμτζή, η Νικολαίδου, ο Ζαφειρίου, η Ευτυχία- Αλεξάνδρα Λουκίδου, η Μπακονίκα, οι νεώτεροι Μακριδάκης, Γεννάρης και Οικονόμου και αρκετοί άλλοι. Α, ξέχασα τον εκπληκτικό «Οργισμένο Βαλκάνιο» του –και  εκπληκτικού- σκηνοθέτη Νίκου Νικολαΐδη.

Τι θέλει η λογοτεχνία για να προκόψει; Δημιουργική φαντασία μα κυρίως επίμονο χάζι. Φαίνεται πως έχω πολύ δυνατή μνήμη και κρίση. Μα προπαντός πολύ έντονα ασκημένη παρατηρητικότητα. «Φωτογραφίζω» όλα τα στοιχεία του περιβάλλοντος, όπου κι αν βρίσκομαι, και «παγιδεύω», φυλακίζω μέσα μου όσα μ’ εντυπωσιάζουν. Γίνεται από φυσικού μου, χωρίς στόχευση, -ίσως να έχει σημασία ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας μου-, πάντως όλη αυτή η σοδειά πρέπει να είναι γερή παρακαταθήκη για την δημιουργία. 

Τι άλλο θέλει η τέχνη για να προκόψει; Και ταλέντο βέβαια. Αλλά και δουλειά πολλή, οργανωμένη, συστηματική, όπως και πείσμα. «Με το πείσμα επικυρώνουμε το ταλέντο μας», λέει ο Σταντάλ», θέλει γινάτι συνειδητό. Κι ένα τελευταίο : θέλει να ζεις! Στα τολμηρά και στα γεμάτα! Χωρίς ισχυρά βιώματα δεν πας πουθενά. Οι δυνατές εμπειρίες είναι προίκα ανεκτίμητη  για τα δημιουργό. Άμα φαντασιώνεσαι το βίωμα, βγαίνεις ψεύτικος, εκτός αν είσαι μάγος στην απάτη.

Οι καλύτεροι δάσκαλοί μου μέχρι τα πρώτα νιάτα ήταν «αμόρφωτοι», -τι αμόρφωτοι, κάποιοι ήταν αναλφάβητοι- όμως άξιζαν ο καθένας δέκα πανεπιστήμια-, η γιαγιά μου η Ελπινίκη, μερικοί ψαράδες του χωριού μου, δυο τρεις γειτόνισσές μου, πρόσωπα της νεανικής μου αλητείας, η θητεία μου στο πεζικό, -που μπορούσα να την αποφύγω –άμα θες να γλιτώσεις, πούλα «αδερφοσύνη ή τρέλα» μου’ χε πει  ο αείμνηστος φίλος, σπουδαίος συγγραφέας Γιάννης Πάνου μα εγώ προτίμησα, τι μαζοχισμός!, να πάω φαντάρος, έτσι θα γνώριζα όλα τα σουσούμια κι όλο τον πλούτο και τη βρώμα του λαού, και έτσι έγινε-  ο θησαυρός απ’ αυτές τις κληρονομιές είναι αστείρευτος.

Ύστερα κράτησα τη ζωή απ’ το χέρι και την άφησα να με περπατήσει. Συχνά σε μονοπάτια κακοτράχαλα.  Από κει και πέρα λογαριάζω δασκάλους μου πολλούς αλλά κυρίως  δύο εξωπανεπιστημιακούς,  τον Χριστιανόπουλο και την Διδώ και δύο ακαδημαϊκούς, τον Σαββίδη και τον Μαρωνίτη.

ΘΩΜΑΣ ΚΟΡΟΒΙΝΗΣ

Πρόλογος του βιβλίου του ΘΩΜΑ ΚΟΡΟΒΙΝΗ που μόλις κυκλοφόρησε πρώτο στη σειρά των εκδόσεων ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ με τίτλο «Τ’ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ – ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ ΑΛΛΩΝ»

image

Η σειρά των εκδόσεων ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ «Τ’ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ – ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ ΑΛΛΩΝ» ξεκινάει με τον συγγραφέα και τραγουδοποιό ΘΩΜΑ ΚΟΡΟΒΙΝΗ, ο οποίος ανθολογεί κείμενα, κυρίως από το ευρύ φάσμα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Στον σχοινοτενή από καρδιάς πρόλογό του ο ανθολόγος εξηγεί τους λόγους για τους οποίους επιλέγει τους συγκεκριμένους συγγραφείς, τη σχέση του με πολλούς απ’ αυτούς, τον τρόπο που έχουν επηρεάσει, παλιότεροι και νεότεροι, τον ίδιο και τις δημιουργίες του. Ουσιαστικά πρόκειται για μια εξομολογητική πρόζα, η οποία με όχημα την επιλογή κειμένων άλλων δημιουργών και προσωπικών αποτιμήσεων του έργου τους αποκτά αυτοβιογραφική και παράλληλα γραμματολογική αξία λογοτεχνικών απαιτήσεων.