[…] Με τον παρόντα τρίτο τόμο ολοκληρώνω, ύστερα από τριάντα πέντε συνολικά έτη, τη θητεία μου στον στίβο της κριτικής και βγαίνω στη σύνταξη […] Μόνο με την εντιμότητά του ο κριτικός μπορεί να κερδίσει τον σεβασμό του αναγνωστικού κοινού του. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει ότι δεν ενδίδει σε αλισβερίσι ή κάθε είδους άλλες πιέσεις. Αυτά όμως έχουν κόστος. Δημιουργούν εχθρούς, χαλάνε φιλίες […] Ο πεζογράφος, ποιητής και κριτικός της λογοτεχνίας Περικλής Σφυρίδης, αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη τη δημιουργική πορεία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο– του νέου του βιβλίου:
 
Το βιβλίο μου Παραφυάδες ΙΙΙ. Κείμενα λογοτεχνίας και βιβλιοκρισίες 2009-2013, κυκλοφόρησε φέτος (2015) από τις εκδόσεις του βιβλιοπωλείου της Εστίας, με εισαγωγή, επιλογή κειμένων και επιμέλεια της Σωτηρίας Σταυρακοπούλου.

Ads

Πρόκειται για τον τρίτο τόμο μιας προσπάθειάς μου με κριτικά κείμενα που άρχισε το 1979 από το περιοδικό Διαγώνιος (1958-1983) του Ντίνου Χριστιανόπουλου, όπου δημοσίευσα την πρώτη βιβλιοκρισία μου για τη συλλογή διηγημάτων Τα μάτια του σμηνία του Αλέκου Δαμιανίδη.
 
Την ίδια ακριβώς χρονιά αρχίζω και τη συνεργασία μου με τη Διαγώνιο ως διηγηματογράφος. Η Σταυρακοπούλου ισχυρίζεται – και δεν έχει άδικο – ότι η πορεία μου ως κριτικού λογοτεχνίας υπήρξε παράλληλη με αυτήν του πεζογράφου.
 
Μάλιστα η Σταυρακοπούλου, ως καθηγήτρια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Α. Π. Θ., ασχολήθηκε πρώτα με το κριτικό μου έργο στον τόμο Παραφυάδες ΙΙ. Κείμενα λογοτεχνίας και βιβλιοκρισίες 1989-2008 (Καστανιώτης, 2008) πριν καταπιαστεί με το πεζογραφικό μου, με το βιβλίο της Περικλής Σφυρίδης. Ο πεζογράφος και η κριτική για το έργο του (Εστία, 2011), παρότι είναι και η ίδια μια καθιερωμένη πεζογράφος, διότι, όπως γράφει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου:

«Μελετώντας, εδώ και μια δεκαετία το σύνολο της δουλειάς του έκρινα σκόπιμο να αναδείξω πρώτα τη σημασία του κριτικού του έργου κι ύστερα του πεζογραφικού, επειδή το κριτικό του έργο παρέμενε στη σκιά της πεζογραφικής προσφοράς του, που τον καθιέρωσε ως έναν από τους πιο σημαντικούς διηγηματογράφους του καιρού μας».
 
Έτσι για να σας μιλήσω για την «ιδέα» να δημοσιεύω κριτικά κείμενα πρέπει να πάμε πίσω στο 1979 και η «δημιουργική εμπειρία της γραφής» μέχρι να πάνε τα πρώτα κείμενα στο τυπογραφείο διήρκησε είκοσι ολόκληρα χρόνια, αφού ο πρώτος τόμος Παραφυάδες [Ι]. Κείμενα λογοτεχνίας και βιβλιοκρισίες 1979-1998 κυκλοφόρησε το 1998 (Καστανιώτης).

Με τον παρόντα τρίτο τόμο ολοκληρώνω, ύστερα από τριάντα πέντε συνολικά έτη, τη θητεία μου στον στίβο της κριτικής και βγαίνω στη σύνταξη.

Ads

Ο αγαπητός φίλος Γιάννης Πατίλης, που κι αυτός έχει μια μακρά λογοτεχνική πορεία και προσφορά ως ποιητής και εκδότης  / διευθυντής του σημαντικού λογοτεχνικού περιοδικού Πλανόδιον, χαρακτήρισε την προσπάθειά μου αυτή, μ’ ένα ευχαριστήριο e-mail για την αποστολή του βιβλίου μου, ως «πολύτιμη μαρτυρία για μια ολόκληρη εποχή!».
 
Θα σας πω επομένως λίγα πράγματα για το βιβλίο και κάποια για την εποχή. Πρώτα  για την «ιδέα» ή μάλλον το «κίνητρο» που με ώθησε να ασχοληθώ, παράλληλα με την πεζογραφία, και με την κριτική λογοτεχνικών κειμένων.
 
Έχοντας μια εκτεταμένη λογοτεχνική παιδεία, αφού από τα δώδεκά μου χρόνια διάβαζα ελληνική και ξένη λογοτεχνία (κυρίως αγγλόφωνη στην αρχή), είχα κατορθώσει, ύστερα από εξετάσεις, να κερδίσω μια υποτροφία στο Αμερικανικό Κολέγιο Ανατόλια (απ’ αυτές που χορηγούσε το Κολέγιο σε καλούς μαθητές που οι γονείς τους, λόγω οικονομικής δυσπραγίας, αδυνατούσαν να πληρώσουν τα ακριβά δίδακτρα του σχολείου αυτού).
 
Σύμφωνα με την αμερικάνικη νοοτροπία που επικρατούσε στο Κολέγιο (πολύ σωστή κατά την άποψή μου), οι άποροι αυτοί υπότροφοι έπρεπε να δουλεύουν κάπου στο σχολείο για να «κερδίζουν» το κόστος της υποτροφίας.
 
Ευτύχησα να με τοποθετήσουν ως βοηθό βιβλιοθηκονόμου στην μεγάλη και πλούσια βιβλιοθήκη του Ανατόλια. Από τότε άρχισα να διαβάζω μανιωδώς λογοτεχνία, κάτι που μου έγινε τρόπος ζωής, γι’ αυτό και  συνέχισα την ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων ακόμα και την περίοδο που ήμουν μαθητής της Στρατιωτικής Ιατρικής Σχολής Θεσσαλονίκης (1953-1959), όπου απαγορευόταν αυστηρά η ανάγνωση εξωπανεπιστημιακών βιβλίων.
 
Αγόραζα λογοτεχνικά βιβλία από έναν πλανόδιο βιβλιοπώλη, που αράδιαζε την πραμάτεια του πάνω σε μια λινάτσα έξω από την κεντρική πύλη του πανεπιστημίου μας, τα καμουφλάριζα με εξώφυλλα πανεπιστημιακών συγγραμμάτων και τα διάβαζα στο αναγνωστήριο της Σχολής.
 
Καναδυό φορές όμως με πιάσανε οι επιτηρητές αξιωματικοί και την έβγαλα στο πειθαρχείο για αρκετές μέρες. Μερικά από αυτά τα βιβλία (πρόχειρες εκδόσεις με φτηνό χαρτί, αλλά καλές οι μεταφράσεις στα ξενόγλωσσα) τα έδωσα αργότερα σε βιβλιοδέτη και τα έντυσε με πάνινο σκληρό εξώφυλλο. Τα έχω στη βιβλιοθήκη μου και τα καμαρώνω.
 
Αυτή, λοιπόν, η παρακαταθήκη της λογοτεχνικής μου παιδείας ήταν η «αιτία» που με ώθησε να μπω μεσήλικας πια στον στίβο της λογοτεχνικής κριτικής, αφού πρώτα είχα αποκτήσει μια σοβαρή εμπειρία γραφής κριτικών κειμένων, ως τεχνοκριτικός της Διαγωνίου, παρουσιάζοντας από το περιοδικό, αλλά και με δικά μου ξεχωριστά βιβλία, το έργο ζωγράφων της Θεσσαλονίκης, τόσο το συνολικό των καθιερωμένων, όσο – και κυρίως – το έργο πρωτοεμφανιζόμενων που εξέθεταν τα έργα τους στη «Μικρή Πινακοθήκη Διαγώνιος», όπου, επί μια εικοσαετία επιλέγαμε μαζί με τον Χριστιανόπουλο έργα από τα σπίτια ή τα ατελιέ των ζωγράφων και στήναμε, πάντα μαζί, τις νέες εκθέσεις ανά δεκαπενθήμερο.
 
Έρχομαι τώρα στο «κίνητρο». Έβλεπα ότι αξιόλογα λογοτεχνικά βιβλία, κυρίως νέων συγγραφέων της Θεσσαλονίκης ή της μακεδονικής περιφέρειας, περνούσαν απαρατήρητα χωρίς τη στοιχειώδη προβολή, ενώ για  κάποια άλλα του αθηναϊκού κέντρου, που διαβάζοντάς τα μου έδιναν την εντύπωση παραλογοτεχνικών κατασκευασμάτων, χαλούσε ο κόσμος.
 
Δεν είναι τυχαίο ότι σημαντικοί λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης για να προβάλουν το έργο τους εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, όπως είναι π.χ. οι Γιώργος Ιωάννου, Μανόλης Αναγνωστάκης, κ.ά.
 
Προς Θεού μην παρεξηγηθώ. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Αθήνα  δεν είχε και έχει πολλούς σημαντικούς λογοτέχνες, αφού αποτελεί, εκτός των άλλων (πολιτικό, επιχειρηματικό, δημοσιογραφικό, κτλ.), και το πνευματικό κέντρο της χώρας.
 
Εκεί, λοιπόν, υπάρχει η δυνατότητα να προβάλλουν το έργο τους όχι μόνο οι σημαντικοί λογοτέχνες αλλά και μετριότητες ή παραλογοτέχνες (με διάφορους ανορθόδοξους τρόπους) ως σπουδαίο, ιδίως από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν το λογοτεχνικό βιβλίο μπήκε με ορμή στην αγορά κι άρχισαν να το κυνηγούν και οι σοβαροί εκδότες για να κάνουν ένα best seller.
 
Ξέρω ότι θα με ρωτήσετε και πώς μπορώ να ξεχωρίσω την καλή ή σοβαρή λογοτεχνία από την παραλογοτεχνία; Υπάρχουν όρια ή κανόνες; Πιστεύω πως όχι. Τα όρια είναι ασαφή και κάποιους κανόνες που αναφέρω στο δοκίμιό μου «Που το πάει η λογοτεχνία;» στον παρόντα τόμο, είναι υποκειμενικοί. Είναι σαν τον καφέ. Άλλη η αίσθηση που έχει ένας περιστασιακός καφεπότης για το τι είναι ο καλός καφές κι άλλη εκείνη ενός θεριακλή.
 
Ποιανού η γνώμη είναι πιο έγκυρη; Του θεριακλή ασφαλώς, που έχει την πείρα και τη γνώση. Αν όμως του ζητήσει κανείς να ορίσει τα στοιχεία που κάνουν τον έναν καφέ καλύτερο από τον άλλο, φοβάμαι πως δεν θα είναι σε θέση να απαντήσει πειστικά. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τη λογοτεχνία.
 
          Δυο λόγια τώρα για τον τίτλο. Γιατί Παραφυάδες; Διότι στην αρχή δεν είχα συνειδητοποιήσει τη σημασία του κριτικού μου έργου που είχα αρχίσει. Το βάρος έπεφτε στο λογοτεχνικό.
 
Πιστεύω πως αν δεν γινόμουν λογοτέχνης, πιθανόν να μην καταπιανόμουνα ποτέ με την κριτική. Έτσι το κριτικό μου έργο ξεπήδησε ως παραφυάδα από το πεζογραφικό μου.
 
Και επιπλέον δεν θεωρώ τον εαυτό μου «επαγγελματία» κριτικό. Ο επαγγελματίας κριτικός αμείβεται για τη δουλειά που κάνει και τέτοιοι στον τόπο μας είναι οι δημοσιογράφοι / κριτικοί των εφημερίδων, που συχνά τους βλέπουμε και τους ακούμε και στα τηλεοπτικά κανάλια. Φυσικά είναι αυτοί που ως κριτικοί λογοτεχνίας αποκτούν και τη μεγαλύτερη δημοσιότητα.
 
         Αλλά δεν θεωρώ τον εαυτό μου ούτε έναν «συστηματικό» κριτικό της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Δεν έχω εποπτεία του συνόλου της σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής (θα μου πείτε και ποιος έχει;) όπως οφείλει να έχει ένας κριτικός.
 
Ο καημός μου είναι να μοιράζουμε με τον αναγνώστη τη συγκίνηση που πήρα από την ανάγνωση ενός καλού λογοτεχνικού βιβλίου ή να πω τη γνώμη μου για το συνολικό έργο ενός δημιουργού ή την προσφορά ενός σοβαρού λογοτεχνικού περιοδικού, κτλ. Έτσι θεωρώ τον εαυτό μου ως έναν «επαρκή αναγνώστη». 
 
Ως «επαρκής αναγνώστης» έγραφα και δημοσίευα αυτά τα κείμενα κριτικής. Όταν τα λογοτεχνικά βιβλία που διάβαζα είχαν αρετές αλλά και αρκετές αδυναμίες, τότε δεν δημοσιοποιούσα τη γνώμη μου σε κάποιο έντυπο, αλλά έστελνα ανελλιπώς μια ιδιωτική επιστολή / κριτική στον  συγγραφέα.
 
Όσο καιρό έγραφα με το χέρι δεν κρατούσα αντίγραφα, στο αρχείο μου όμως υπάρχουν αρκετά γράμματα με απαντήσεις των συγγραφέων. Κάποιοι με ευχαριστούν για τις παρατηρήσεις μου, άλλοι την άρπαξαν.
 
Δεν κατάλαβαν ότι ο συγγραφέας κερδίζει όταν του επισημαίνεις, εκτός από τις συγγραφικές του αρετές και τις αδυναμίες του, γιατί αυτές είναι που βλάπτουν την ποιότητα του έργου του. Τις αρετές τις έχει.
 
Και πάλι δεν λέω να δεχθεί ως θέσφατο τις παρατηρήσεις μου, αλλά ας τις σκεφτεί, βρε αδελφέ! Δεν έχει να χάσει τίποτα. Να κερδίσει έχει. Εγώ τουλάχιστον ωφελήθηκα πολύ από τις παρατηρήσεις κριτικών που αφορούσαν το πεζογραφικό μου έργο. Αλλά είναι θέμα χαρακτήρα.
 
Από το 2005 που άρχισα κι εγώ να γράφω σε υπολογιστή, τέτοιες επιστολές έμειναν στον σκληρό δίσκο του. Τις ανακάλυψε η Σταυρακοπούλου και ως επιμελήτρια πρόσθεσε, μετά τα κείμενα λογοτεχνίας και τις βιβλιοκρισίες, ένα τρίτο μέρος στο βιβλίο ως παράρτημα, δημοσιεύοντας δέκα στις Παραφυάδες ΙΙ και τριάντα μία στις Παραφυάδες ΙΙΙ.  
 
Έρχομαι τώρα στον υπότιτλο: γιατί κείμενα λογοτεχνίας και  βιβλιοκρισίες και όχι δοκίμια, όπως γράφουν στα βιβλία τους οι περισσότεροι (πανεπιστημιακοί φιλόλογοι, κριτικοί, λογοτέχνες, κ.ά.).
 
Ο όρος «δοκίμιο» είναι ένα συγκεκριμένο γραμματειακό είδος,  που το πρωτολανσάρισε ο Γάλλος Μ. Μοntaigne ήδη από το 1580 (Essais=Δοκιμές). Αυτοί όμως που το καθιέρωσαν ήταν οι Αγγλοσάξονες με πρώτο τον F. Βacon, που στα τέλη του 16ου αιώνα αποκάλεσε τα δικά του κείμενα Essays.
 
Θυμάμαι ότι στο Ανατόλια, ένας Αμερικανός φιλόλογος μάς έκανε ολόκληρο μάθημα για τα Essays. Πρόκειται για κείμενα γραμμένα με λογοτεχνικό μεράκι, όπου ο συγγραφέας πραγματεύεται ένα θέμα καταθέτοντας τις δικές του απόψεις.
 
Οι μελέτες ή οι βιβλιοκρισίες επομένως είναι δοκίμια; Ο όρος έχει δεινοπαθήσει στον τόπο μας, αφού όλα μαζί, μελέτες, βιβλιοκρισίες, κριτικές, κ.ά. μπουζουριάζονται κάτω από τον όρο «Δοκίμια». Αυτό μ’ ενοχλεί γιατί φανερώνει την επιπολαιότητα που κυριαρχεί στον τόπο μας ακόμα και σε πνευματικούς κύκλους.
 
Στον παρόντα τόμο μόνο δύο κείμενά μου μπορεί να θεωρηθούν δοκίμια, τα «Που το πάει η λογοτεχνία;» και «Η Κατοχή και ο Εμφύλιος: κάποιες νύξεις στη μεταπολεμική λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης».
 
Πώς θα μπορούσα να ονομάσω τα πολλά άλλα κείμενά μου που αμφιρρέπουν ανάμεσα στη μελέτη και την κριτική; Υιοθέτησα έναν γενικό όρο «Κείμενα λογοτεχνίας».
 
Θυμάμαι ότι ένα παρόμοιο πρόβλημα αντιμετώπισε και ο Γιώργος Ιωάννου όταν λανσάρισε ένα είδος πεζού λόγου, μια ρεαλιστική πρόζα μικρής φόρμας, μέσα στον οποίο χώρεσε προσωπικά βιώματα, παρατηρήσεις δοκιμιακού χαρακτήρα, ιστορικά στοιχεία, κ.ά., που τα έδεσε με μια συνειρμικού τύπου αφηγηματική τεχνική που παρέπεμπε στον «εσωτερικό μονόλογο» του Ν. Γ. Πεντζίκη. Για να είναι τίμιος με τους αναγνώστες του δεν ονόμασε τα κείμενά του αυτά διηγήματα (όπως τόσοι άλλοι), αλλά τους έδωσε τον γενικό όρο πεζογραφήματα. Κάπως έτσι σκέφτηκα κι εγώ.
 
          Κάποιες απόψεις μου τώρα για τον ρόλο του «επαρκή αναγνώστη» που γράφει κριτικές. Πιστεύω πως ο κριτικός είναι ο ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στον συγγραφέα ή σε συγκεκριμένο βιβλίο του (αν πρόκειται για βιβλιοκρισία) και τον αναγνώστη.
 
Στον αναγνώστη που γνωρίζει τον συγγραφέα κι έχει διαβάσει το βιβλίο του, προσπαθεί να πει τη γνώμη του για το είδος και την ποιότητα του βιβλίου καταθέτοντας τη δική του «ματιά», αφού κάθε λογοτεχνικό κείμενο επιδέχεται πολλές και ενίοτε διαφορετικές αναγνώσεις.
 
Για τον αναγνώστη που αγνοεί τον συγγραφέα ή το κρινόμενο βιβλίο, να τον κατατοπίσει και με τις παρατηρήσεις επί του κειμένου να του προκαλέσει το ενδιαφέρον να το αγοράσει και να το διαβάσει.
 
Για τον τρόπο πραγματοποίησης του διπλού αυτού σκοπού επέλεξα την αγγλοσαξονική ρήση που γνώριζα από τα ιατρικά συγγράμματα: «να πεις τα πιο σπουδαία πράγματα με την πιο απλή γλώσσα».

Έχω διαβάσει βιβλιοκρισίες και δεν έχω καταλάβει τι λένε. Μια γλώσσα «κουλτουριάρικη», με την οποία καμουφλάρουν τις αερολογίες ή τις κοινοτοπίες που γράφουν. Διαβάζω άλλες στις οποίες ο κριτικός δεν προσπαθεί να προβάλει το βιβλίο αλλά τον εαυτό του ή τις γνώσεις του.

Επίσης, ο κριτικός δεν πρέπει να κρίνει το βιβλίο ή το συνολικό έργο ενός λογοτέχνη ως αυθεντία, αλλά να καταθέτει τις απόψεις του και να τις τεκμηριώνει με επιλεγμένα αποσπάσματα μέσα από το κρινόμενο κείμενο.
 
Κι αφού μιλήσει για τις αρετές του βιβλίου, να μη διστάσει να αναφέρει και τις τυχόν αδυναμίες, όπου τις ανιχνεύει.

Μόνο με την εντιμότητά του ο κριτικός μπορεί να κερδίσει τον σεβασμό του αναγνωστικού κοινού του. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει ότι δεν ενδίδει σε αλισβερίσι ή κάθε είδους άλλες πιέσεις. Αυτά όμως έχουν κόστος. Δημιουργούν εχθρούς, χαλάνε φιλίες.

Για χρόνια είχα φιλική σχέση με έναν πεζογράφο της Θεσσαλονίκης, του οποίου το έργο είχα ποικιλοτρόπως προβάλει γιατί το θεωρώ αξιόλογο. Μια φορά μου ζήτησε να γράψω κριτική για ποιητική συλλογή μιας φίλης του.
 
Αρνήθηκα, γιατί τα ποιήματά της δεν με είχαν κερδίσει. Εκείνος επέμενε και προσπαθούσε να με μεταπείσει. Του έδωσα ένα επτασέλιδο κείμενο με τις παρατηρήσεις μου για τις αδυναμίες των ποιημάτων της φίλης του. «Πάρ’ το», του είπα, «να δεις το πόσο με απασχόλησαν τα ποιήματά της. Αν νομίζεις ότι οι παρατηρήσεις μου θα την βοηθήσουν να βελτιώσει την ποιητική προσφορά της, να της το δώσεις να το διαβάσει. Αν πιστεύεις ότι θα την στενοχωρήσω, τότε να το σκίσεις». Μου γύρισε την πλάτη και η φιλία μας κόπηκε μαχαίρι.

          Πώς ξεκίνησε όμως η τακτική συγγραφή κριτικών κειμένων; Από το 1985 έως το 1991 ήμουν υπεύθυνος σύνταξης δύο λογοτεχνικών περιοδικών ταυτόχρονα.

Της Παραφυάδας (1985-1990), που ήταν μια ετήσια έκδοση που κυκλοφορούσε τα Χριστούγεννα, με ανέκδοτα κείμενα όλων σχεδόν των πεζογράφων της Θεσσαλονίκης, απ’ όπου παρουσίασα πολλά νέα ταλέντα που σήμερα είναι καθιερωμένοι λογοτέχνες.
 
Και της τρίτης διαδρομής του λογοτεχνικού περιοδικού Το Τραμ (1987-1991), με εκδότη τον Γιώργο Κάτο. Η Παραφυάδα με βοήθησε να μελετήσω το συνολικό έργο καθιερωμένων πεζογράφων της πόλης μας και να ανακαλύψω νέα ταλέντα.
 
Έγραφα, επομένως, κριτικά κείμενα και βιβλιοκρισίες που δημοσίευα στο Τράμ. Ασφαλώς η εμβέλεια των βιβλιοκρισιών δεν αφορούσε μόνο τους λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης αλλά όλη τη χώρα.
 
Επίσης σ’ αυτό με συνέδραμε και μια ολιγάριθμη ομάδα που είχα συγκροτήσει από Αθηναίους και Θεσσαλονικείς κριτικούς. Το κύριο βάρος όμως έπεσε στους ώμους μου. Την πενταετία αυτή δημοσίευσα στο Τραμ είκοσι τέσσερα κείμενα λογοτεχνίας και βιβλιοκρισίες. Ας πούμε ότι εκεί πήρα το βάπτισμα του πυρός στην κριτική.

          Επόμενος σταθμός ήταν η συνεργασία μου με το περιοδικό Διαβάζω, με κείμενα λογοτεχνίας και βιβλιοκρισίες, από το 1984 έως το 2009.

Την περίοδο αυτή διευθυντές του περιοδικού υπήρξαν διαδοχικά οι Γιώργος Γαλάντης, Ηρακλής Παπαλέξης, Βάσω Σπαθή και Γιάννης Μπασκόζος. Οι τρεις πρώτοι δεν μου έθεσαν ποτέ θέμα έκτασης των κειμένων μου. Έτσι είχα την ελευθερία να διατυπώνω αβίαστα τις απόψεις μου στα κριτικά κείμενα που τους έστελνα.
 
Αλλά οι καιροί είχαν αλλάξει. Όταν το 2006 ανέλαβε τη διεύθυνση του Διαβάζω ο Μπασκόζος, θέλησε να  «εκσυγχρονίσει» το περιοδικό και άρχισε να δημοσιεύει βιβλιοκρισίες μικρές, τόσων λέξεων.
 
Προσωπικά πρώτη φορά άκουσα ότι η έκταση των κειμένων μετριέται με τις λέξεις κι όχι με τις σελίδες, όπως είχα μάθει. Τόσο καθυστερημένος ήμουν.
 
Έτσι το 2009, ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια, διέκοψα τη συνεργασία μου με το Διαβάζω, όπου είχα δημοσιεύσει είκοσι τρία κείμενα.
 
Η αλήθεια είναι ότι όταν το 2012 το περιοδικό έκλεισε, στενοχωρήθηκα πολύ. Με τον Γαλάντη, τον Παπαλέξη και τη Σπαθή είχα δημιουργήσει και μια προσωπική σχέση, πες την φιλία.

          Ακολούθησε το περιοδικό Νέα Εστία, όπου ο τότε διευθυντής της Σταύρος Ζουμπουλάκης (που την ανέδειξε, από το 1998 έως το 2012, που είχε την αποκλειστική ευθύνη της ύλης, ως το καλύτερο λογοτεχνικό περιοδικό του τόπου) δεν μου έβαζε κανένα φραγμό στην έκταση των βιβλιοκρισιών που του έστελνα.

Με τη Νέα Εστία συνεργάστηκα από το 2006 ώς το 2011 και δημοσίευσα δώδεκα βιβλιοκρισίες (και δύο διηγήματα). Όλο αυτό το διάστημα διαισθανόμουνα ότι με τον Ζουμπουλάκη είχαμε ταύτιση απόψεων ως προς την αισθητική αξιολόγηση των λογοτεχνικών κειμένων. Ίσως να είναι αυτός ο λόγος που, ενώ σπανίως ανταμώναμε, τον ένιωθα σαν προσωπικό μου φίλο.
 
Τέλος, πρέπει να σημειώσω ότι με κείμενα λογοτεχνίας και βιβλιοκρισίες έχω συνεργαστεί με όλα σχεδόν τα λογοτεχνικά περιοδικά της χώρας (Εντευκτήριο, η λέξη, Μπιλιέτο, Πόρφυρας, Φιλόλογος, Οδός Πανός, Ένεκεν, Παρέμβαση, Εμβόλιμον, Ακτή [Κύπρου], Δίοδος 66100, Νέα Ευθύνη, Φρέαρ, κ.ά.).
 
Αν τώρα σ’ αυτά προσθέσουμε τις εισηγήσεις μου στα τέσσερα συνέδρια που διοργάνωσα για τη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης (για την πεζογραφία το 1996, την ποίηση το 2001, τα λογοτεχνικά περιοδικά το 2005 και την κριτική και τους κριτικούς το 2008) και τα κείμενά μου στη σειρά λογοτεχνικών εκδόσεων του Βαφοπούλειου Πνευματικού Κέντρου (έντεκα τομίδια ως πρακτικά αντίστοιχων λογοτεχνικών εκδηλώσεων) που πραγματοποιήσαμε με τη Σταυρακοποπούλου τη διετία 2009-2010, ε, τότε καταλαβαίνετε πως «ανεπαισθήτως» χτίστηκε αυτό το κριτικό έργο των τριών τόμων και 1334 σελίδων (συνυπολογίζω και τις εισαγωγές της Σταυρακοπούλου στις Παραφυάδες ΙΙ και ΙΙΙ).
 
Θα υπάρχουν άραγε στο μέλλον φιλόλογοι που θα ασχοληθούν με τη λογοτεχνία της εποχής αυτής; Δεν ξέρω. Αν υπάρξουν, τότε πιστεύω ότι τα κριτικά μου κείμενα θα είναι ένα κάποιο βοήθημα στο έργο τους.
 
Εγώ πάντως πέρασα καλά. Αφού το γράψιμο μου έχει γίνει τρόπος ζωής, τα κείμενα λογοτεχνίας, οι βιβλιοκρισίες και οι άλλες μελέτες μου που αποτέλεσαν το υλικό κάποιων άλλων βιβλίων μου, υπήρξαν η λύση για να γεμίζω τα κενά του χρόνου, όταν η έμπνευση για τη συγγραφή πρωτότυπου έργου (διηγήματα, αφηγήματα, μυθιστορήματα) μ’ εγκατέλειπε για μεγάλα χρονικά διαστήματα.

          Θα σας πω τώρα κάποια πράγματα για την εποχή. Μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1990 η παρουσίαση ενός νέου βιβλίου κάποιου λογοτέχνη ήταν στη Θεσσαλονίκη τελετουργία.

Για το βιβλίο μιλούσαν ένας, το πολύ δύο σοβαροί εισηγητές, που δεν μασούσαν τα λόγια τους (πανεπιστημιακοί φιλόλογοι, καθιερωμένοι κριτικοί και λογοτέχνες). Αν χρειαζόταν, ο συγγραφέας έλεγε κι αυτός δυο λόγια για το βιβλίο του ή διάβαζε κάποια μικρά αποσπάσματα. Ακολουθούσε πάντα ουσιαστική συζήτηση με το κοινό.
 
Οι παρουσιάσεις αυτές μπορεί και να διαρκούσαν δυο ώρες, αλλά κανείς δεν κουραζόταν ή διαμαρτύρονταν. Το ακροατήριο – άνθρωποι των γραμμάτων οι περισσότεροι – έφευγαν από την εκδήλωση έχοντας αποθησαυρίσει μια ακόμα λογοτεχνική εμπειρία.
 
Οι χώροι όπου γίνονταν αυτές οι εκδηλώσεις ήταν ή δημόσιοι, όπως το Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο και η Δημοτική Βιβλιοθήκη ή ιδιωτικοί, όπως ήταν τα βιβλιοπωλεία Ραγιάς, Μπαρμπουνάκης, Ιανός, Παρατηρητής, Βιβλιορυθμός, κ.ά.

Από της αρχές του 21ου αιώνα η εποχή άρχισε να αλλάζει. Κάθε νέος συγγραφέας ήθελε περισσότερους ομιλητές που συνέρευσαν από εξωλογοτεχνικούς κύκλους (πολιτικοί, ηθοποιοί, δημοσιογράφοι, τραγουδοποιοί, κ.ά.).

Άρχισε να επικρατεί η νοοτροπία ότι όσο πιο πολλοί ήταν οι ομιλητές τόσο πιο σημαντικό ήταν το βιβλίο. Θυμάμαι μια τέτοια παρουσίαση, όπου ένας πολιτικός που για κάποιο διάστημα είχε διατελέσει και υφυπουργός, παίρνοντας τον λόγο είπε με ειλικρίνεια:
 
«Εγώ δεν διαβάζω λογοτεχνία αλλά ο συγγραφέας με παρακάλεσε να έρθω και να πω τη γνώμη μου!»
 
Ένα άλλο φαινόμενο που άλλαξε τη ροή των πραγμάτων ήταν οι πολλές παρόμοιες εκδηλώσεις που γίνονταν σχεδόν καθημερινά και ταυτόχρονα.

Κι εδώ αρχίζει το αλισβερίσι μεταξύ των συγγραφέων: «θα μιλήσω για το βιβλίο σου αλλά και εσύ για το δικό μου». Πήγα αρκετές φορές σε τέτοιες εκδηλώσεις και μόνο καλά λογάκια άκουγα. Θαρρείς κι όλοι οι συγγραφείς ήταν άξιοι για Νόμπελ.

Κι αν τύχαινε κάποιος ή κάποια να καταφέρει και να αποσπάσει κανένα βραβείο (με τους γνωστούς τρόπους που απονέμονται τα βραβεία στην Ελλάδα), ε, με κοιτούσαν χαμογελώντας ειρωνικά, επειδή είχα αρνητική άποψη για το σχετικό πόνημά τους.
 
Για να προσελκύουν κοινό οι συγγραφείς (ιδίως οι νέοι) άρχισαν να προσκαλούν στις εκδηλώσεις γνωστούς ηθοποιούς για να διαβάσουν ποιήματα (εάν το παρουσιαζόμενο βιβλίο ήταν ποιητική συλλογή) ή πεζά αποσπάσματα (εάν επρόκειτο για πεζογράφημα).
 
Καθώς οι εκδηλώσεις με τον καιρό πλήθαιναν, άρχισαν να έρχονται και οι μουσικοί: πιανίστες που συνόδευαν τραγουδίστριες, μπουζουξήδες που τραγουδούσαν ρεμπέτικα, λυράρηδες, ακόμα και ολόκληρες κομπανίες.

Και ο κόσμος συνέρρεε. Σε μια τέτοια εκδήλωση σε βιβλιοπωλείο είδα έναν φίλο μου τραγουδιστή που αμφιβάλλω αν στη ζωή του είχε αγοράσει ένα λογοτεχνικό βιβλίο για να το διαβάσει. «Πώς από δω;» τον ρώτησα, «γνωρίζεσαι με τον συγγραφέα;» «Όχι», μου λέει, «είμαι φίλος της τραγουδίστριας!»

Ξύπνησαν και οι βιβλιοπώλες και ορισμένοι άρχισαν να ζητούν χρήματα (ένα ποσόν ταρίφα) για να παραχωρούν τον χώρο των εκδηλώσεων στα βιβλιοπωλεία τους. Έτσι άρχισαν οι βιβλιοπαρουσιάσεις σε καφέ-μπαρ και άλλα παρόμοια στέκια, όπου οι ιδιοκτήτες τους αρκούνται στα ποτά που καταναλώνει το ακροατήριο.
 
Τελευταίοι εμφανίστηκαν και κάτι επαγγελματίες παρουσιαστές. Μιλώ για καθιερωμένους λογοτέχνες, με βραβεία στο ενεργητικό τους και μεγάλη «αναγνωρισιμότητα»  από την τηλεόραση. Παρουσιάζουν τα βιβλία χωρίς κείμενο, από στήθους ή πρόχειρες σημειώσεις.
 
Παρακολούθησα μερικές τέτοιες παρουσιάσεις τους. Έχουν τον τρόπο να λένε μόνο καλά λόγια αλλά με σοβαροφάνεια.

Μια φορά έτυχε να έχω διαβάσει το βιβλίο και παρευρέθηκα στην παρουσίασή του. Ήταν τόσο επαινετική η βιβλιοπαρουσίαση του εν λόγω λογοτέχνη / κριτικού που δεν μπόρεσα να κρατηθώ, κι όταν τελείωσε η εκδήλωση τον πλησίασα και τον ρώτησα αν μιλούσε για το βιβλίο που είχα διαβάσει κι εγώ ή για κάποιο άλλο. «Ε, τι να κάνουμε;» δικαιολογήθηκε, «επαγγελματίας είμαι». Έμεινα. Δηλαδή τι εννοούσε; Πληρωνόταν; Δεν θέλησα να μάθω – δεν μ’ ενδιαφέρει πια.

Η κρίση που περνάει η χώρα – για να έρθω και στη δική σας έρευνα, κ. Πατούλη – δεν είναι μόνο πολιτική ή οικονομική, αλλά κυρίως πολιτισμική. Και πολύ φοβάμαι ότι οι νοοτροπίες που επικρατούν πια (στην πολιτική, στην οικονομία, στις δημόσιες και ιδιωτικές σχέσεις, παντού) είναι πλέον μη αναστρέψιμες. Σκέφτηκα μόνο ότι αν κάποιος ανέβαινε στην κορυφή ενός βουνού με κοπριές θα τον θεωρούσαμε επαγγελματία ορειβάτη;
image
Περικλής Σφυρίδης, Παραφυάδες ΙΙΙ, Βιβλιοπωλείον της Εστίας – 2015, σελ. 536.