Τα βιβλία είναι τα αεροπλάνα και τα τρένα, είναι κι ο δρόμος. Είναι το ταξίδι κι ο προορισμός. Τα βιβλία είναι η πατρίδα, έγραψε η Άννα Κουίντλεν, προσπαθώντας ίσως να θυμίσει πόσο η θάλασσα των λέξεων, κοινό ταξίδι και ελπίδα και πόνος, ενώνει τους λαούς.

Ads

Και πράγματι κάποιους αιώνες πριν, στην ακτή του Ντόβερ, πάνω στον Βορρά, στάθηκε ο Wordsworth (σε σημαντικό βαθμό ποιητικός γεννήτορας και του Σεφέρη) ακούγοντας κατά πώς έλεγε τα βήματα του Οιδίποδα, κοινό ταξίδι από του Αιγαίου την μύχια ακτή μέχρι το πολύβουο κανάλι της Μάγχης. Όλοι αυτοί σώθηκαν μέσω των λέξεων. Μέσω της Γραφής. Μέσω της Τυπογραφίας.

Τα βιβλία ενίοτε, (και προφανώς τα καλά βιβλία πάντοτε) ξεπερνούν και τον χρόνο. «Στο σπίτι μας μόνο βιβλία είχαμε μπόλικα, αλογάριαστα, από τοίχο σε τοίχο, στο διάδρομο, στην κουζίνα, στην είσοδο, στα περβάζια των παραθύρων και πού δεν είχαμε. Χιλιάδες βιβλία σε κάθε γωνιά του σπιτιού. Υπήρχε μια αίσθηση ότι οι άνθρωποι έρχονται και παρέρχονται, γεννιούνται και πεθαίνουν, τα βιβλία όμως είναι αθάνατα. Όταν ήμουν μικρός, έλπιζα να μεγαλώσω και να γίνω βιβλίο. Όχι συγγραφέας, αλλά βιβλίο: ανθρώπους μπορείς να σκοτώσεις σαν μυρμήγκια. Και συγγραφείς δεν είναι δύσκολο να σκοτώσεις.

Τα βιβλία όμως, ακόμα και αν τα καταστρέφουν συστηματικά, πάντα υπάρχει πιθανότητα να σωθεί κάποιο αντίτυπο και να συνεχίσει να ζει πάνω στο ράφι, μια αιώνια σιωπηλή ζωή σε κάποιο ξεχασμένο ράφι σε κάποια μακρινή βιβλιοθήκη», κι εκεί να το ανακαλύψει έστω κι ένα παιδί. έγραψε ο  Άμος Οζ, υπόμνηση ανάμεσα στο σκοτάδι της καύσης των βιβλίων (εδώ κοντά είναι το σπίτι του Αναγνωστάκη που το μαγάρισαν πρόσφατα οι απόγονοι της ίδιας πολιτικής παθογένειας) και της διάσωσης τους.

Ads

Σε αυτό το παιδί, το ένα παιδί, που όπως εγώ πριν από αρκετά χρόνια πλησιάζει σε αυτό το ξεχασμένο ράφι της βιβλιοθήκης θα ήθελα να του πω πως παρόλο που την διδάσκω δεν ξέρω ακριβώς (ή δεν έχω την επαρκή ικανότητα να εκφράσω όπως της πρέπει) ποια είναι η αξία της γραφής, και πιο συγκεκριμένα της λογοτεχνίας, μορφή τέχνης που εξακολουθεί ακόμη να μας μαζεύει κριτικά μπροστά στον καθρέφτη μας κι ενίοτε να μας παρηγορεί ακόμη και τέτοιους δυσεπίλυτους καιρούς… Ποια είναι η αξία των θεωριών για το τι μας παρακινεί και για το τι αποτελεί πηγή των διανοητικών/ συναισθηματικών αποκυημάτων μας; και πως σχετίζεται με την ενδημική, υποδόρια πάλη μεταξύ των ατομικών «εμπειριών» και των συλλογικών ή ιεραρχικών δομών μιας κοινωνίας, αφού είναι αυτή η πάλη που εκδηλώνεται σε πλήθος πράξεων αλλά και πολιτιστικών προϊόντων;

Ένα από τα πιο τρανταχτά παράδοξα της εποχής μας, είναι πως την ίδια στιγμή που το άτομο νιώθει κυριολεκτικά ρημαγμένο, οι συλλογικότητες στις οποίες θα έπρεπε “φυσιολογικά” να στραφεί καταρρέουν και η εξατομίκευση δοξάζεται… Αυτή η «αυτοκρατορία του εγώ», σύμφωνα με την εμβληματική φράση του Mark Fischer, όχι μόνο στοχεύει μέσα από την επίκτητη ανημπόρια και την κατεκτημένη άγνοια να συντρίψει το κοινωνικό και πολιτικό φαντασιακό, (την ‘δυνατότητα’, έστω των ανθρώπων να ονειρεύονται δυνατότητες πολιτικής και κοινωνικής συμβίωσης «άλλες») αλλά και στο να απονομιμοποιήσει μοντέλα πολιτικής δράσης και κοινωνικής αλληλεπίδρασης που θα μπορούσαν να προωθήσουν παραδείγματα απειλητικά, γιατί ενδέχεται να αποδειχθούν στο μέλλον‘ δυνατά’.

Ο ουσιαστικός  θάνατος κάθε πολιτικής εναλλακτικής (πολιτικής με την αρχαιοαθηναϊκή έννοια) και η γραφικοποίηση της κριτικής σκέψης σε ένα ύπουλα εύπεπτο γλωσσικό τοπίο που καθρεφτίζεται κάποιες φορές και στα βιβλία, έκδοχο κι αποτέλεσμα μιας καθόλου ουδέτερης κουλτούρας, δείχνουν να είναι τα τρανταχτά σημάδια μιας κοινωνίας στην οποία η ιστορική μνήμη γραφικοποιείται ή απονεκρώνεται, και η ηθική αξιολόγηση/επιλογή, ενταγμένες κι αξιολογημένες στο πλαίσιο τους, προβάλλονται σήμερα ως αχρείαστες ‘ψηφίδες’ ενός, πολύ επιβλαβούς τελικά, «κοινωνικά φιλελεύθερου» παρελθόντος.

Κι όμως, τα βιβλία, δλδ κατά κύριο λόγο οι λέξεις, συνεχίζουν καραβάκι χάρτινο σε κύματα ατιθάσευτα, την πορεία τους. “Κατάντησα γραφιάς και επιστρατεύω τα 24 στρατιωτάκια του αλφάβητου και επιχειρώ την ανέλπιστη δονκιχωτική εκστρατεία, να συλλάβω τον Αόρατο…”     Σε μια επιστολή του προς τον Απόστολο Σαχίνη το 1955, όπως σημειώνει ο  Δημήτρης Τσινικόπουλος, ο Καζαντζάκης δεν περιγράφει μόνο την σχέση του με την γραφή, αλλά κι αυτό το διαρκώς έκπαγλο μπροστά στην ασχήμια του κόσμου πλάσμα, τον Άνθρωπο, που μέσα στις τόσες αντιφάσεις και ποταπότητες του, προσπαθεί με νύχια και με τριαντάφυλλα να αλλάξει την ανισόρροπη γεωμετρία του κόσμου.

Δεν είναι εύκολος αυτός ο αγώνας καθώς πατάει διαρκώς με το ένα πόδι στην ρεαλιστική ανάγκη και με το άλλο στην ματαιότητα. Κι όμως είναι αυτή η ματαιότητα που περισσότερο κι απ’ την ανάγκη, αποτελεί την ύψιστη δικαίωσή του. «Βοήθησε με κύριε! έχω χαθεί!» Γράφει σ’ ένα από τα μεταφυσικά, υπαρξιακά ποιήματα της δεύτερης περιόδου του ο Λειβαδίτης απευθυνόμενος θα λεγες όχι μόνο στον Θεό της ύπαρξης μα και της γραφής: «Μα αυτή είναι η βοήθεια μου!» Του απαντά ως συνοδοιπόρος παρά ως ταγός, «να χάσεις τον δρόμο σου για να τον βρεις».

Πατάει όμως και στην Ματαιοδοξία, όσον χρησιμοποιούν την γνώση (κι άρα τηνέκδοση, και δεν είναι τυχαίο πως περισσότερο γράφουμε και λιγότερο διαβάζουμε) “βολικά”. Για να αυτοδικαιωθούν, ώστε να δικαιώσουν την δική τους εθνική, κομματική ιδεολογική θρησκευτική κλπ ομάδα. “Να φοβάστε τον άνθρωπο του ενός Βιβλίου” επεσήμανε σκωπτικά ο Ακινάτης, κλείνοντας ειρωνικά το μάτι στην απολυτότητα. Μα ευτυχώς βγαίνουν ακόμη “ενοχλητικά” βιβλία.

Λοιπόν παιδί, μοναχικό παιδί ή όχι που πλησιάζεις αυτήν την στιγμή κάπου στον κόσμο το ξεχασμένο ράφι του Άμος Οζ, παιδί που δεν μπορείς να το πλησιάζεις γιατί δεν σου επιτρέπεται λόγω φύλου, θρησκείας ή τάξης, ή πολιτικού καθεστώτος, κάθε ηλικίας παιδί, που στέκεσαι στα πόδια σου ή όχι, εκδότες που δίνεται την σημαντική (κι όλο και δυσκολότερη πια μα κι όλο και αξιότερη) μάχη σας, κι εργάτες άλλων εποχών που αναπνεύσατε την ιστορία του κόσμου μέσα στα ξεχασμένα πια τυπογραφεία, θα επιλέξω να σας σφίξω το χέρι, μικρή συνοδοιπόρος σας κι εγώ, με ένα μύθο που δείχνει τι εν δυνάμει διασώζουμε και γιατί οι λέξεις θα έπρεπε να φυλάσσονται στις τράπεζες και να κινδυνεύουμε και από αιματηρές ληστείες: Ο Μύθος του Φυλακισμένου πουλιού έχει παίξει έναν ρόλο στην  λογοτεχνία. Ο Ησίοδος χρησιμοποίησε τον μύθο του φυλακισμένου από το γεράκι αηδονιού για να δείξει πόσο οι αδύναμοι πρέπει να υπακούν στους δυνατούς, πόσο δίχως αντίκρισμα κάθε πέταγμα προς τον ουρανό είναι. Λέγεται ότι το κείμενο αυτό υπήρξε η αφορμή ώστε ο Σολωμός, έπειτα από αιώνες, να αποδώσει “δια της ποιήσεως” δικαιοσύνη. “Άκου, ω γεράκι, το φτωχό αηδόνι… ” ξεκινά ο Επτανήσιος.

Το πέταγμα, η προσπάθεια για ό,τι αληθινά καλό, μπορεί να χλευάζεται από τους δυνατούς ή του κυνικούς κάθε χώρου, μα το αηδόνι τραγουδά. Ίσως αυτή να είναι η δυναμική μέσα στις αντιφάσεις μας μα πάντοτε παρούσα «ανάπτυξις του στίλβοντος ποδηλάτου» ή αλλιώς η αγωνιώδης μας ισορροπία, που ύμνησε ο Εμπειρίκος. Γιατί, όπως έχει επισημανθεί, ο Οιδίποδας δε νικά την σφίγγα και δεν λύνει ποτέ το αίνιγμα (μας), ο Άμλετ δεν βρίσκει την απάντηση ποτέ στην υπαρξιακή του (μας) αγωνία, οι Δαναΐδες, οι μικρές του Δαναού κόρες που ’βλεπαν το νερό να χύνεται από τα τρύπια τους πιθάρια, νικιούνται ως μετανάστριες στους Ικέτες τελικά, κι η Αντιγόνη θανατώνεται πάντοτε στη σπηλιά.

Αλλά από όλους αυτούς τους ήρωες ανά τους αιώνες δεν έχει σημασία τι χάνεται (έτσι κι αλλιώς χαμένο μέσα στην βεβαιότητα του θανάτου μας) αλλά τι διασώζεται. Από την ανάστροφη λοιπόν: Ο Οιδίποδας θα τολμά πάντα την κρίσιμη στιγμή να πει το «ακουστέον», ο Άμλετ θα τολμά να κρατήσει το κρανίο μας στα χέρια, οι κόρες του Δαναού θ’ ανακαλύπτουν ότι δεν ξεδίψασαν μα φύτρωσαν στην έρημο λουλούδια ξερικά από τις στάλες του “χαμένου” τους φορτίου, κι η Αντιγόνη θα στέκεται όρθια στους αιώνες μπροστά από την άδικη εξουσία του Κρέοντα, επιβιώνοντας όλοι αυτοί από τις δήθεν νεοτερικές αναγνώσεις. Κι επιβιώνουν κι έρχονται να μας φέρουν το μήνυμα μέσα από τον λόγο, την γραφή.

Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου Σήμερα…