«Πάντα στις κατώτερες τάξεις οι διακυμάνσεις της ιστορικής περιπέτειας είναι πιο αισθητές. Είναι πιο ευάλωτα τα μικρομεσαία στρώματα, πιο κινητικά, πιο φιλόδοξα, πιο τραγικά».

Ads

Αυτά δηλώνει, μεταξύ άλλων, στη συνέντευξη που παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, μιλώντας εκ παραλλήλου για τον κοινωνικό ρόλο που παίζει στα μυθιστορήματά του ο υπόκοσμος, αλλά και για το γκροτέσκο, το παράλογο και την ποίηση που κρύβονται στα διηγήματά του.

Τα «Δεδουλευμένα» κυκλοφόρησαν πολύ πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη και περιλαμβάνουν τα πέντε πρώτα πεζογραφικά σας βιβλία, που ξεκινούν από το 1989 και φτάνουν μέχρι το 1998.Τι αντιπροσωπεύει για σας σήμερα αυτή η δωδεκαετία;

Γ.Σ.: Θεωρώ ότι πιο δύσκολο και πιο σημαντικό για έναν συγγραφέα είναι να βρει τη δική του συχνότητα, να χαράξει τον δικό του, διακριτό δρόμο. Και στη δωδεκαετία που αναφέρεστε, εκβάλλει όλη η προσπάθεια της προηγούμενης, καταρχήν ζωής μου να ιχνηλατήσω και να αποτυπώσω αυτόν τον προσανατολισμό. Γι’ αυτό κι εξέδωσα το πρώτο μου βιβλίο σχετικά μεγάλος, στα τριάντα εφτά μου, ενώ έγραφα από μικρός. Μέσα στη δωδεκαετία αυτή η αναζήτηση συνεχίστηκε. Νομίζω ότι εκείνα τα χρόνια τα ίχνη από τις οπλές των λέξεων σιγά-σιγά γίνονται πιο σταθερά, με τις μεταβλητές τους, βέβαια, αλλά ο βασικός άξονας έχει αποφασιστεί. Το ταξίδι αυτό δεν έχει τελειωμό, πάντα υπάρχει η αγωνία για νέα ορύγματα και φρέσκες διατυπώσεις. Αλλιώς κινδυνεύει κανείς απ’ τον μανιερισμό, τον στείρο φορμαλισμό, την ολιγόκαρπη επανάληψη.

Ads

Με τις επόμενες συλλογές διηγημάτων σας, που καλύπτουν το διάστημα μεταξύ 2009 και 2014, ο αρχικός θεματικός σας κύκλος μοιάζει να επανέρχεται: από την αναπόληση της νιότης και των παιδικών χρόνων μέχρι τις κακοτυχίες οι οποίες φωλιάζουν στις πιο αδιόρατες πτυχές της καθημερινότητας. Τι ακριβώς έχει διατηρηθεί και ποια πράγματα νομίζετε πως έχουν αλλάξει, περνώντας από τα νεανικά σας διηγήματα στα διηγήματα της ωριμότητας;

Γ.Σ: Θεωρώ ότι υπάρχει περισσότερη τόλμη στα επόμενα διηγήματα. Φυσικά είναι ορατά μερικά βασικά στοιχεία τής ήδη κεκτημένης αφηγηματικής γραμμής, αλλά υπάρχει διεύρυνση στο θέμα της όρασης και της θεματογραφίας, περισσότερο χιούμορ, πιο σκληρή αφαίρεση, πιο πυκνή ποιητικότητα και πιο ακονισμένη γλώσσα, κάτι που πάντα είναι ζήτημα εξόχως βασικό. Η αγωνία μου πάντα ήταν να πάω έναν πόντο παραπέρα, να διανοίξω νέες ρωγμές, με οδηγό όχι μόνο την καταβύθιση, αλλά κυρίως την επιμονή, το ένστικτο, την έλλαμψη.

image

Το στοιχείο του φανταστικού, μαζί με ένα κλίμα αφαίρεσης και ποιητικής διαφυγής, διατρέχει το σύνολο της διηγηματογραφίας σας. Σε ποια συγγραφική ανάγκη ανταποκρίνεται ένα τέτοιο κλίμα;

Γ.Σ.: Στην ανάγκη να μεταπλαστεί το έξωθεν μέσα από την προσωπική όραση. Η βάση είναι ότι κυριαρχεί ο υποκειμενισμός, η προσωπική πρόσληψη του συγγραφέα, κι όχι η κοινόχρηστη αντίληψη. Η δική του ματιά νοηματοδοτεί με ένα ξεχωριστό περιεχόμενο το οτιδήποτε επιλέγει, και το κάνει μοναδικό, του δίνει υπεραξία και φωτοστέφανο. Παίρνει κάτι ασήμαντο, πιθανώς, ένα άθυρμα, συχνά μη ορατό και το αναβιβάζει στην περιωπή του περιούσιου, ή του απρόσμενου. Ένα πασίχρηστο κλισέ, μια συνήθης εικόνα, χειρονομία ή ιστορία μπορεί να περιβληθεί τη δόξα του πρωτότυπου – εξαρτάται από ποια καταστατική γωνία το βλέπει και πώς το φωταγωγεί κανείς.

Σε κανένα βιβλίο σας δεν ξεπερνάτε τα όρια του ρεαλισμού. Υπάρχει, όμως, εκτός από το φανταστικό και την ποιητική ατμόσφαιρα, και μια επιμονή στην παρουσία του παράλογου. Τι σημαίνει το παράλογο για τη δουλειά σας, ποιος είναι ο κόσμος τον οποίο θέλει να εικονογραφήσει;

Γ.Σ.: Το απροσδόκητο, το γκροτέσκο, το ιερό, το προηγιασμένο, το εκπληκτικό, η ευτραπελία, το αβάσταχτα τραγικό, δηλαδή οι εκδοχές αυτού που λέμε «παράλογο» καραδοκούν κάθε μέρα παντού, σε κάθε μας βήμα. Επομένως δεν μπορώ να εικονογραφήσω (μεταπλασμένο, πάντα) έναν μονοδιάστατο, λογικό, ή εκλογικευμένο κόσμο, εφόσον αυτός δεν υπάρχει. Θα μπορούσα να το κάνω, αλλά νομίζω έτσι θα έχανα τον πλούτο του πολυδιάστατου που υπάρχει και εκδηλώνεται πάντα αφειδώς, κάθε στιγμή, πέραν οποιουδήποτε μονόχορδου καρτεσιανισμού. Ο ανορθολογισμός, η τυχαιότητα, το παράλογο ενυπάρχουν σύμφυτα μέσα στην εκλογίκευση, που κι αυτή συχνά δείχνει να παραλογίζεται, αν αλλάξεις βάση προσέγγισης. Το μη-προβλεπτό και το ατάσθαλο του βίου εξάλλου κάνει ανεκτή και την ίδια τη ζωή.

Τα μυθιστορήματά σας, από το «Ουζερί Τσιτσάνης» και το «Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας», μέχρι τον πολυσυζητημένο «Υπουργό νύχτας» του 2016, είναι σαφώς πιο εξωστρεφή, έχουν έναν πολύ συγκεκριμένο κοινωνικό και ιστορικό προσανατολισμό. Ποια είναι η εικόνα της ελληνικής κοινωνίας που αποτυπώνεται στη δράση τους, ιδίως αν τα εξετάσουμε υπό το αναδρομικό βλέμμα το οποίο μας έχει προσφέρει η κρίση;

Απ.: Κατάγομαι από φτωχή οικογένεια και κατέχω τα βάσανα και την ευλογία των κατώτερων τάξεων καλύτερα. Φυσικά η τραγωδία είναι ευρύτερη, καλύπτει όλες τις τάξεις, η μοίρα στο βάθος είναι κοινή, όσον αφορά τα πιο ουσιώδη. Οπότε σε όλα μου τα μυθιστορήματα ξεκινώ από τα κάτω, εφόσον γνωρίζω καλύτερα τους ήρωες, αντλώντας από την προσωπική εμπειρία μου – συν την έρευνα και την επινόηση. Έπειτα, πάντα, στις κατώτερες τάξεις οι διακυμάνσεις της ιστορικής περιπέτειας είναι πιο αισθητές. Είναι πιο ευάλωτα τα μικρομεσαία στρώματα, πιο κινητικά, πιο φιλόδοξα, πιο τραγικά. Και η κρίση είναι παντοτινή και οδυνηρότερη του οικονομικού, με εξάρσεις, ή καταβυθίσεις. Από εκεί εκκινώντας, πασκίζω να αναδείξω όχι μόνο την ευρύτερη κοινωνική-πολιτική κακοσμία, αλλά και την εκδοχή της ευτυχίας, την ορφάνια της ύπαρξης, την παραφροσύνη, τη φθορά, τη φαιδρότητα, την ποίηση, το πολυσύνθετο κι ακατανόητο των τυφλών δυνάμεων, την αιώρηση της βαθύτερης ανθρώπινης κατάστασης.

– Μια άλλη παράμετρος των μυθιστορημάτων σας είναι ο υπόκοσμος: κάτι που μοιάζει πολύ μακριά μας, αλλά βρίσκεται σχεδόν δίπλα μας.

Γ.Σ.: Ο υπόκοσμος, ο ημίκοσμος και το παρακράτος είναι σύμφυτα σε κάθε κοινωνία. Δεν υπάρχει εξουσία χωρίς παρακράτος, σε ποικίλες μορφές, ενώ ο υπόκοσμος είναι οργανική εκβλάστηση. Ανέκαθεν και στον αιώνα. Απλώς ο υπόκοσμος δεν είναι τόσο ορατός, εφόσον η ύπαρξή του εξαρτάται από το πόσο Δεν φαίνεται. Όμως υπάρχει και δρα πάντα. Καλύπτει κενά, διαπλέκεται, παρανομεί, εγκληματεί, μερικές, δε, φορές λύνει και προβλήματα του καθωσπρέπει κόσμου. Και είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι χωρίς την ανοχή, την αδυναμία ή και τη συνεργασία του επίσημου κράτους, καμιά σοβαρή οργάνωση του υποκόσμου δεν μπορεί να επιβιώσει.

Και από τη συγκεντρωτική έκδοση των πρώτων έργων σας σε ένα καινούργιο βιβλίο, που θα κυκλοφορήσει εντός των προσεχών μηνών, όπως μαθαίνω. Μιλήστε μας γι’ αυτό…

Γ.Σ.: Πρόκειται για περίπου τριάντα διηγήματα που γράφτηκαν την τελευταία διετία – τυπικά τουλάχιστον, γιατί κάποιες ιδέες ήταν παλιότερες, απλώς δεν είχε έρθει η ώρα τους. Χοντρικά περιέχουν στοιχεία από την προηγούμενη διηγηματογραφία μου, αλλά και σ’ αυτά, τα καινούργια, υπάρχει η εμμονή της αναζήτησης, της διεύρυνσης της όρασης, των νέων εξορύξεων, του Εκείθεν. Η θεματογραφία εκτρέφεται από το τοπίο της περιφέρειας αλλά κυρίως του άστεως, απ’ το πριν και το τώρα, απ’ το δανεικό ασήμι των άλλων, αλλά και της προσωπικής εμπειρίας, απ’ το πραγματικό και απ’ το φαντασιακό. Είναι ένα αμάλγαμα που αναζητεί το Απρόσληπτο.

ΠΗΓΗ: ΑΠΕ – ΜΠΕ