Ο Ουίλιαμ Μπλέικ είναι γνωστός στο ελληνικό ποιητικό κοινό, κυρίως με τη μυστικιστική αξιοποίηση των θρησκευτικών συμβόλων που έκανε. Υπήρξε μια από τις κορυφαίες ρομαντικές μορφές της Βρετανίας. Παρεξηγημένος -καθώς θεωρήθηκε εκκεντρικός ή και τρελός- δεν έγινε κατανοητός από τους συγχρόνους του ακόμα και πολλά χρόνια μετά το θάνατό του.

Ads

Νεωτεριστής με πολύπλευρο έργο απέρριψε νωρίς τις λογοτεχνικές ακροβασίες του ΙΗ΄ αιώνα και προτιμούσε τους ελισαβετιανούς (Jonson, Spenser και Shakespear)· με την ίδια ένταση κατέκρινε και τις σύγχρονές του εικαστικές δημιουργίες κατηγορώντας τους σύγχρονούς του ότι γύρισαν τις πλάτες τους σε κλασικούς καλλιτέχνες (όπως ο Ραφαήλ και ο Μιχαήλ Άγγελος, των οποίων έργα συνέλλεγε) και αναζητούσαν νέα ύφη στην απεικόνιση.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι Γάλλοι υπερρεαλιστές αναγνώρισαν στον Μπλέικ έναν πρωτοπόρο, έναν αυθεντικό προγονικό επαναστάτη της Τέχνης, καθώς δεν ενδιαφερόταν για την ακρίβεια της παράστασης και την απόδοσή της, αλλά για την ένταση των ονείρων στην οποία και έδινε μεγαλύτερη σημασία. Τους γοήτευσε με την εικαστική δημιουργία ενός κόσμου που απεικονίζει προφητικά τα μεγάλα κινήματα του επόμενου αιώνα. Έτσι, έναν αιώνα μετά το θάνατό του θεωρήθηκε προάγγελος εξελίξεων που θα γνώριζε ο χώρος της τέχνης, και τιμήθηκε ως προφήτης της βρετανικής τέχνης.

 
Η νέα μεταφραστική δουλειά του Γιώργου Μπλάνα, «ένα νησί στο φεγγάρι» (vakxikon.gr, 2015), θέτει τον Μπλέικ ακόμα μία φορά στο λογοτεχνικό προσκήνιο, αλλά μέσα από την οπτική του ασυμβίβαστου σατιρικού ρομαντικού δημιουργού.
Πρόκειται για ένα υβριδικό πεζό κείμενο με σκηνικό ύφος και όλη τη ζωντάνια των θεατρικών διαλόγων που υποστηρίζονται από έμμετρες ποιητικές συνθέσεις, που ενισχύουν τον σατιρικό χαρακτήρα του έργου. Αν και αυτό που έχουμε στα χέρια μας είναι τυπικά ένα σχεδίασμα, που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε, στην ουσία οφείλουμε -όπως σωστά σημειώνει ο μεταφραστής- να το λάβουμε υπόψη ως πλήρες, αφού αυτό έχουμε.

Ads

Το κείμενο αποδόθηκε σε μία ρέουσα γλώσσα, ώστε να γίνει ευκολότερα κατανοητό από το ελληνικό κοινό, εμπλουτισμένη με μία πλούσια εισαγωγή βιογραφικών στοιχείων και πολλά σχόλια για τα θιγόμενα πρόσωπα του κειμένου. Ας υπογραμμίσουμε όμως και τις εξαιρετικές μεταφραστικές επιλογές για τα ονόματα του έργου από τον Γιώργο Μπλάνα που πλησιάζουν το σύγχρονο ελληνικό λόγο.

Έντονο σε όλη τη νουβέλα είναι το δηκτικό ύφος του Μπλέικ καθώς αποδομεί επιστημονικά επιτεύγματα και σύγχρονές του ή αρχαίες προσωπικότητες του πνεύματος. Δεκάδες πρόσωπα της αγγλικής ιστορίας εκτίθενται στο σατιρικό φακό του Μπλέικ πλάι σε ιστορικά πρόσωπα που διακωμωδούνται. Ο Βρετανός ασκεί αυστηρή κοινωνική κριτική με σατιρική χροιά, πίσω από την οποία υποφώσκει μία εσωτερική απογοήτευση από πρόσωπα και υψηλές αισθητικές ή φιλοσοφικές αναζητήσεις και διαφωνίες. Όπως κάθε σατιρικός καλλιτέχνης, απορρίπτει πρόσωπα και καταστάσεις. Βρίσκεται σε πόλεμο με τα πράγματα όπως είναι, όχι με την ουσιαστική και μόνιμη φύση του ανθρώπου, αλλά με τις παρεκκλίσεις από αυτό που ο ίδιος θεωρεί μέτρο της σωστής ζωής και αίσθησης.

Άλλωστε, ο ίδιος ο ρομαντισμός αποτελούσε ένα ευρύτερο κοινωνικό κίνημα με καλλιτεχνικές διόδους. Ερχόταν σε αντιπαράθεση με την επιστήμη της φυσικής, καθώς η φυσική δίνει τη δύναμη στον άνθρωπο να υπερισχύσει της φύσης και να την ελέγξει. Ο ρομαντισμός όμως, υπερασπιζόταν τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση και τον καλούσε να γυρίσει πίσω σε αυτήν, σε αντίθεση με την εκβιομηχάνιση και την επιστήμη (science). Παράλληλα, ήδη η παραγωγή βιομηχανικών αγαθών, σειριακά πανομοιότυπων, έρχεται σε αντίθεση με την αισθητική άποψη ότι όλα πρέπει να είναι όμορφα και να εκφράζουν τον άνθρωπο και το ανθρώπινο πνεύμα.

Εκπρόσωπος της αισθητικής είναι ο ποιητής, ο καλλιτέχνης, που αντιτίθεται στον αυτοματοποιημένο άνθρωπο της βιομηχανίας. Εξάλλου κατά τον Pope, ο δημιουργός της σάτιρας είναι ένα είδος αυτόκλητου φρουρού των προτύπων, των ιδανικών και της αλήθειας· των ηθικών, αλλά και των αισθητικών αξιών. Είναι κάποιος που αναλαμβάνει να διορθώσει, να στηλιτεύσει και να διακωμωδήσει τις ανοησίες και τα τρωτά της κοινωνίας, περιφρονώντας και εμπαίζοντας τις παρεκκλίσεις από μια επιθυμητή και εξευγενισμένη νόρμα. Έτσι, η σάτιρα εξελίσσεται σε μία μορφή λογοτεχνικής διαμαρτυρίας που εκφράζει την αγανάκτηση του πνευματικού ανθρώπου.

Η ίδια η σάτιρα, άλλωστε, είναι μία μορφή ρομαντισμού. Ας μην λησμονούμε τον Alexander Pope που σατίριζε τον υλισμό, την υπερβολή και την κακιά γραφή, τον Jonathan Swift που ειρωνευόνταν την υποκρισία, την αλαζονεία και τη σκληρότητα της ιδιοτέλειας ή τον Βολταίρο που επιτίθονταν με σφοδρότητα στην ευπιστία και τις θρησκευτικές αγυρτείες. Οι φιλόσοφοι και οι καλλιτέχνες σε μία εποχή αναζήτησης της -μοναδικής- αλήθειας και μέσα στον παροξυσμό της γέννησης των επιστημών λειτουργούν ως θεματοφύλακες του πολιτισμού και της αισθητικής με καθαρά ανθρωποκεντρική και φυσιολατρική αντίληψη. Όπως σημειώνει, ορθά και ο μεταφραστής, μεταφέροντας το πνεύμα της εποχής, θεωρούνταν πως «η ποσοτικοποίηση των φυσικών φαινομένων σκοτώνει την ανθρώπινη ελευθερία, στην προσπάθειά της να αποδείξει πως κάθε τι είναι προδιαγεγραμμένο».

Το βιβιλίο

1. Στην Ελλάδα δεν είμαστε ιδιαίτερα οικείοι με το εικαστικό του έργο και τα “περίφημα εκστατικά οράματά” του, μόλο που τούτα αποτέλεσα σημαντικό εικαστικό μοντέλο της αμερικανικής ποπ αρτ.
2. Arthur Melville Clark, The art of satire and the satiric spectrum, Studies in Literary Modes, Edynburg-London, Olicer and Boyd, 1958, pp 31-49.