Η Τέχνη κέντρο αναφοράς έχει πάντα το συναίσθημα. Και το ίδιο το συναίσθημα έχει μια τεράστια δύναμη. Έχει πια ξεπεραστεί η θέση εκείνη που υποβιβάζει το συναίσθημα, θεωρώντας το θυμικό ως αρνητικό και υπεύθυνο όλων των αρνητικών. Και φιλοδοξία ενός ποιητή είναι ακριβώς να γοητεύσει συναισθηματικά τον αναγνώστη ταξιδεύοντάς τον στις δικές του αγωνίες, στη δική του οδύνη ή έρωτα, στις δικές του ιδέες. Μέσα από ένα τέτοιο πρίσμα πρέπει να προσεγγίσουμε κριτικά και την ποιητική συλλογή του Θοδωρή Σαρηγκιόλη «το δέρμα του χρόνου» (Γαβριηλίδης, 2012).

Ads

Η ποίηση του Σαρηγκιόλη είναι ανθρωποκεντρική και βαθιά υπαρξιακή. Εντοπίζονται επιρροές από τη γενιά του ’80 της Θεσσαλονίκης, αλλά με ένα προσωπικό ύφος που συνδέεται με την ποίηση της περιφέρειας. Η υπαρξιακή στροφή, όμως, του Σαρηγκιόλη και η απόσταση που διατηρεί από την ενσωμάτωση κοινωνικών παραστάσεων τον διακρίνουν από τη φυσιολατρική ποίηση της ελληνικής περιφέρειας.

Εκφράζει τις ατομικές αγωνίες για τη μοναξιά και την κοινωνική απομόνωση (φωτογραφίες)· μιλά για το χαμό αγαπημένων προσώπων (στη λίμνη) και το χωρισμό (μνήμη αναχώρησης, το φως τρομαγμένο, στον τελευταίο σπασμό), ενώ βασικό του θέμα είναι η μνήμη και ο χρόνος, όπως άλλωστε αποκαλύπτει και ο τίτλος της συλλογής (δίκοπη λαλιά, παιχνίδι αέναο, ανάστροφα η ζωή, τ’ αγόρια πονάνε, το φως γελούσε), και για τον έρωτα και την αγάπη (εικόνες στ’ άσπρα, τη νύχτα θέλω, η ώρα της αφής).

Ο Σαρηγκιόλης βλέπει την ποίηση ως κληροδότημα που θα φωτίσουν μελετητές του μέλλοντος (του χρόνου το μέλι). Ωστόσο, αρνείται την κρυπτικότητα· αναζητά μία ποίηση που πυροβολεί στην καρδιά του νοήματος (ιππέας), ενώ συνεχώς επιδιώκει την επεξεργασία του στίχου (είχε έναν ήσυχο τρόπο). Άλλωστε, και οι αναφορές σε αγαπημένους ποιητές (το Μάντσεστερ και ο Σεφέρης, διπλογραφία) ανταποκρίνονται σε αυτό το πρότυπο, ακόμα κι αν η λέξη στο λαιμό σφηνωμένη σκούριαζε (η χαρά κισσός) παλεύοντας σε χωματερή (ρακοσυλλέκτης).

Ads

Η στιχουργική έκφραση διακρίνεται από έναν ιδιαίτερο δυναμισμό που στηρίζεται σε έναν συγκερασμό αμεσότητας και λογοτεχνικού πλούτου. Στις μέσης έκτασης και ολιγόλεκτες συνθέσεις του ο ποιητής ζυγίζει τις λέξεις του και τις ισορροπεί στον κάθε στίχο με προσοχή χωρίς να χάνει την αυτονομία της. Η ποιητική φωνή του Σαρηγκιόλη είναι ήπια και χαμηλών τόνων, σαν άμπωτις που αναζητά την επιστροφή στη συναισθηματική ισορροπία. Απλές λεξιλογικές πινελιές δημιουργούν ένα ενδιαφέρον εικαστικό τοπίο με υπόβαθρο πολλές μεταφορές.

Χαρακτηριστικό της εικαστικής του Σαρηγκιόλη είναι η κίνηση που απαντάται σε όλες σχεδόν τις συνθέσεις της συλλογής. Τούτη η κίνηση δίνεται με ρηματικά σύνολα άλλο άμεσα (περνάς, βγεις, σηκώνει, πλέουμε, ήρθε, με τα φτερά να χτυπούν κ.ά.τ.) κι άλλες φορές έμμεσα στηριζόμενο στο εξακολουθητικό ποιόν του ρήματος (ψάχνουν, ζωγράφιζες, άρχισε να μεγαλώνει, μετεωριζόμενος κ.ά.τ).

Το δε διαλογικό ύφος που διαμορφώνεται από τη συχνή χρήση του β΄ ενικού γραμματικού προσώπου προσδίδει μία ζωντάνια και διαμορφώνει μία σκηνική κινητικότητα (παιχνίδι αέναο, εικόνες στ’ άσπρα, το Μάντσεστερ και ο Σεφέρης, μνήμη αναχώρησης, φωτογραφίες, στη λίμνη, του χρόνου το μέιλ). Αντίθετα, το πρωτοενικό υποκείμενο δίνει μία νότα εξομολογητική (η χαρά κισσός, η ώρα της αφής).

Αν και το φυσικό στοιχείο -ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ποίησης της περιφέρειας – είναι εικαστικά περιορισμένο, εντούτοις η παρουσία του διανθίζει τη συλλογή σε αρκετά ποιήματα με άμεσες φυσικές παραστάσεις ή έμμεσες αναφορές (φύλλα χαλκού, παιχνίδι αέναο, δίκοπη λαλιά, στη λίμνη, το λευκό κυρίαρχο).

Άλλοτε όμως εμφανίζεται μία ιδιαίτερη οικειότητα προς το χώρο και τα πρόσωπα, μία οικειότητα στους  εξωτερικούς χώρους (λευκό πεδίο, φωτογραφίες, στη λίμνη, το φως γελούσε, πρόθεση βάθους, στον τελευταίο σπασμό) που είναι σπάνια στην αστική ποίηση όπου ο ποιητής νιώθει ξένος ή αδιάφορος.

Ο περιβάλλων χώρος του Σαρηγκιόλη, θαρρείς, είναι πάντα νυχτερινός. Η νύχτα αποτελεί ένα βασικό χαρακτηριστικό της ποιητικής του· παρά το ότι δεν καταγράφεται πάντα, είναι αρκετές οι έμμεσες αναφορές ώστε να συνδιαμορφώνουν ένα νυχτερινό ποιητικό κολλάζ (το λευκό κυρίαρχο, σαν μέρα που πενθεί, σαν τραγούδι παλιό, σε κλίμακα blue, διπλογραφία, τα δρομολόγια, ρακοσυλλέκτης, ανάστροφα η ζωή, τη νύχτα θέλω, η νύχτα σαν μελάνι).

Ωστόσο, το κάδρο του δεν είναι σκοτεινό. Η νύχτα διατηρεί μία χαρακτηριστική φωτεινότητα και κινητικότητα. Το κρύο και το χιόνι συμπληρώνουν εικαστικά και συναισθηματικά το στιχουργικό καναβάτσο· ενισχύει τη διάθεση της μελαγχολίας ισορροπώντας με τη λευκότητα και τη φωτεινότητα του χώρου (το φως γελούσε, η ώρα της αφής, σαν μέρα που πενθεί, μνήμη αναχώρησης).

Το συναίσθημα είναι το γρανάζι που κινεί τις λέξεις και τις εικόνες του Σαρηγκιόλη. Ελεγχόμενο στην έντασή του, προσπαθεί να ζεσταθεί μέσα στο κρύο και το νυχτερινό τοπίο, αναζητώντας τη θαλπωρή στο στιχουργικό ρυθμό, υπό την προστασία του δέρματος του χρόνου που κυλά.

To βιβλίο