Η λογοτεχνική γενεαλογία επί ένα σχεδόν αιώνα αποτελεί μία βασική μέθοδο διαχωρισμού των λογοτεχνικών γενεών. Ωστόσο, η λογοτεχνική παραγωγή από το 1980, και ιδίως από τη νέα χιλιετία και μετά, δύσκολα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέθοδος ταξινόμησης και διαχωρισμού στην ποίηση.

Ads

Η “γενεά” υπήρξε σημαντικό εργαλείο ταξινόμησης ποιητών βάσει της -περίπου- ηλικίας τους και της πρώτης τους εμφάνισης στα γράμματα. Πρωτοχρησιμοποιήθηκε εμφατικά από τον Θεοτοκά (1929) για τη γενιά του ’30 και αργότερα από τον Καραντώνη (1953).

Ο όρος προτάθηκε και υιοθετήθηκε σε μια εποχή γραμμικής αντίληψης των πραγμάτων, όπου τα ρεύματα ήταν ξεκάθαρα κι επαναστατικά. Τότε απαιτούνταν η σαφής διάκριση των νέων καλλιτεχνών από τους προηγούμενους, ακριβώς για να τονιστεί η καλλιτεχνική διαφορετικότητα. Μεθοδολογικά ήταν πολύ βολική μέθοδος και λόγω της κοινής ηλικίας και εξαιτίας της παράλληλης χρονικά εμφάνισης και δημιουργίας. Ο όρος ταυτόχρονα βολεύει και για την έμμεση συμπερίληψη των κοινών κοινωνικών αναφορών των ποιητών (ιδεολογικές ζυμώσεις, αγωνίες και προβληματισμούς με βάση κάποια ιστορική αναφορά).

Βέβαια, συχνά προσπερνάμε γρήγορα την αξιολογική κρίση της μεθοδολογίας αυτής. Η ανάγκη διαχωρισμού εμφανίζεται στη λογοτεχνία λόγω ακριβώς της αδυναμίας της εγχώριας κριτικής να διακρίνει σε σχολές οι τάσεις τους ποιητές του παρόντος και του παρελθόντος. Ο χρονικός διαχωρισμός, που απαντάται και στο εξωτερικό, βόλευε περισσότερο, μια και την εποχή που κυριάρχησε οι ποιητές δεν έμειναν σταθεροί σε μία σχολή ή τάση (πχ ο υπερρεαλισμός επηρέασε όλη τη γενιά του ’30, αλλά με τον καιρό άλλαξε η ποιητική έκφραση του καθενός).

Ads

Από τη δεκαετία του 1980 και μετά άρχισαν να εμφανίζονται αρκετές αντιρρήσεις για τη μέθοδο της χρονικής γενεαλογίας (ανά δεκαετία περίπου). Ειδικά τα τελευταία χρόνια στο χώρο της τεχνοκριτικής διαμορφώνεται μία τάση για την απαγκίστρωση από τον όρο “γενιά”. Και αν έχει κυριαρχήσει ως έννοια κατά τον Κ΄ αιώνα, τουλάχιστον πρέπει να βρούμε μία διαφορετική προσέγγιση για τις κατατάξεις των ποιητών που εμφανίστηκαν στο μεταίχμιο της χιλιετίας και κυρίως στις δύο πρώτες δεκαετίες του ΚΑ΄ αιώνα.

Ένα σημαντικό ζήτημα για την ομαδοποίηση σύγχρονων μεταξύ τους ποιητών σε γενιά είναι τα κοινά καλλιτεχνικά γνωρίσματα. Παράλληλα, σημαντικό χαρακτηριστικό αποτελεί η συλλογική αντίληψη που έχει για τη γενιά του κάθε ποιητής. Και τούτο δεν είναι εύκολο. Τόσο η ελιτίστικη αντίληψη για την “υψηλή τέχνη της ποίησης” όσο οι κοινωνικές συνθήκες δεν επιτρέπουν πάντα τη συνειδητοποίηση κοινών γνωρισμάτων και την ανατροφοδοτούμενη καλλιτεχνική επαφή.

Χαρακτηριστική είναι η πολυδιάσπαση των ποιητών του ’80 που δεν κατάφεραν ποτέ να φτάσουν σε μία συλλογική έκφραση. Αντίθετα, κινούνταν ατομικά και δικαίως χαρακτηρίστηκε ως “γενιά του ιδιωτικού οράματος» ή “γενιά των αμέτοχων” (χωρίς στην ουσία να αποτελούν ποιητική γενιά). Στον αντίποδα, κινήθηκε η γενιά του ’70 (η τελευταία γενιά) που από πολύ νωρίς προσπάθησε να διαμορφώσει μια συλλογική ποιητική έκφραση και τούτο εκφράστηκε τόσο σε επίπεδο προσωπικών επαφών όσο και με ανθολογίες που επιμελούνταν ποιητές και κριτικοί της ίδιας γενιάς.

Συχνά στη γενιά αποδίδονται ιδιότητες και τάσεις που στην ουσία την ταυτίζουν με το καλλιτεχνικό κίνημα, αλλά με το αξιοπερίεργο ότι του προσδίδει ένα βάθος χρόνου. Η Πολίτου δέχεται ότι η γενιά είναι «κεφαλή μιας περιόδου, ως ομάδα ομοϊδεατών ανακαινιστών που πέτυχαν να εκτοπίσουν την τέχνη των προκατόχων τους, θεώρηση με την οποία υπογραμμίζεται η διαλεκτική σχέση της γενιάς με την περίοδο. Έτσι όμως νοούμενη η γενιά, ως ομάδα δηλαδή ομοϊδεατών με ειδικό πρόγραμμα, συνιστά αυτό που ονομάζουμε κίνημα.

Με τη διαφορά πως το κίνημα, καθώς συνήθως αποτελείται από επαναστατικούς νέους που καταβάλλουν μια συνειδητή και θεωρητικά στηριγμένη προσπάθεια για να διαδώσουν και εφαρμόσουν μια καινούργια αντίληψη για την τέχνη, δύσκολα διαρκεί μιαν ολόκληρη γενιά» (2). Μάλιστα η ίδια πρότεινε να γίνεται λόγος για κίνημα ή σχολή, αλλά και τούτοι οι όροι αντιμετωπίζουν σημαντικά μεθοδολογικά προβλήματα.

Από την άλλη, υπάρχουν παρουσίες που αδυνατούν να ενταχθούν σε μια γενιά, αλλά είναι ταυτόχρονες χρονικά. Χαρακτηριστικότερη είναι η περίπτωση του αταξινόμητου Καβάφη. Ο Αλεξανδρινός τόσο λόγω ύφους όσο και επειδή διέμενε και συνέθετε μακριά από το κέντρο, είναι δύσκολο να ενταχθεί στη γενιά του. Παρόμοια είναι και η περίπτωση της Κατερίνας Γώγου η οποία τυπολογικά δεν μπορεί να ενταχθεί στη γενιά του ’70 παρά το ότι αποτελεί βασικό δείγμα αμφισβητησιακού ποιητικού λόγου στη δεκαετία του εβδομήντα και του ογδόντα, ο οποίος παρόλ’ αυτά, μέσα από τις στοχεύσεις του και την εκπροσώπηση του περιθωρίου, δεν εντάσσεται δυναμικά στις ιστορίες λογοτεχνίας και αναπόφευκτα, δεν αναφέρεται καθόλου στο κεφάλαιο των βασικών εκπροσώπων μιας ποιητικής γενιάς που αξίωσε ως βασικό της χαρακτηριστικό, την αμφισβήτηση.

Σήμερα πια, ο προβληματισμός εστιάζεται στην κομφορμιστική διάσταση του όρου, καθώς επιβάλλει ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά στο σύνολο των ποιητών της ηλικιακής ομάδας. Μάλιστα ο κομφορμισμός συντελεί και στην ανάπτυξη ομαδικής σκέψης πάνω στα ελάχιστα χαρακτηριστικά. Οι ποιητές συνειδητά προσπαθούν να ενταχθούν στη γενιά και να ικανοποιήσουν τα ελάχιστα γνωρίσματα που τις όρισαν οι κριτικοί, χάνοντας την αυτοτέλειάς του. Η εμμονή λοιπόν στη γενεαλογική μεθοδολογία αντιστρατεύεται την ποιητική πολυφωνία, κάτι που αποτελεί ιδρυτική συνθήκη για το ριζοσπαστισμό κι «αναχαιτίζει την ανάδυση κριτικού λόγου. Με την ευκολία και ενδεχόμενη σκοπιμότητα που έχει η αυτογενεαλόγηση, δημιουργείται μια ταυτολογία» (3).

Η χρονική διακριτική γενεαλογία συμπεριλαμβάνει αδιακρίτως καλλιτέχνες με μόνο γνώρισμα τις ημερομηνίες, αλλά όχι το ύφος ή τις ανησυχίες τους. Άλλωστε, δεν έχουν όλοι οι ποιητές τα ίδια χαρακτηριστικά ταυτόχρονα, αλλά έχουν μερικά κοινά γνωρίσματα (για παράδειγμα ένας ποιητής μπορεί να έχει ίδιο ύφος και γλώσσα με άλλους, αλλά όχι ίδια θεματική, ένας άλλο ίδια θεματική και ύφος, αλλά όχι ίδια γλώσσα κλπ). Ο Κ. Μητσάκης υπογραμμίζει ότι «ο όρος “γενιά” είναι λοιπόν μια πολύ γενική έννοια που καλύπτει όλους τους λογοτέχνες, χρονικά, αλλά δεν εκφράζει την πολυμορφία και την ιδιαιτερότητά τους» (4).

Ανάλογοι είναι οι προβληματισμοί για ένταξη δημιουργών του ποιητικού παρόντος στην ίδια γενιά. Τι γίνεται όταν ένας ποιητής εμφανίζεται σταθερά στα γράμματα σε ώριμη ηλικία; Σε ποια γενιά θα ενταχθεί ένας ποιητής που πρωτοεμφανίζεται σε νεανική ηλικία, αλλά διακόπτει για δεκαετίες τη συγγραφική του δράση κι επανέρχεται με θεματική ή ύφος μιας άλλης γενιάς (ηλικιακά, γιατί λογοτεχνικά θα μιλούσαμε για δύο ή τρεις γενιές μετά). Έτσι, δεν τίθενται μόνο θέματα μιας μικρής αυθαιρεσίας, όπως σημείωνε θεωρητικά ο Τερζάκης, αλλά ουσιαστικού προβληματισμού σχετικά με το διαχωρισμό.

Στον ΚΑ’ αιώνα (1) λόγω της μεταβλητότητας των κοινωνικών συνθηκών, εμφανίστηκαν πολλοί νέοι καλλιτέχνες στα γράμματα σε ωριμότερη ηλικία. Αν και το ύφος και η θεματική τους, η ευαισθησία και η κοινωνική αφόρμηση (ιδεολογικές ζυμώσεις και κοινωνικές συνθήκες) τους εντάσσουν στη νεότερη ποιητική γενιά, αλλά όχι η ηλικία τους. Αν και κοινωνιολογικά οι αισθητικές αντιλήψεις (ακόμα και στην Τέχνη) των μεγαλύτερων ηλικιακά ατόμων, διαφέρουν ριζικά, σήμερα η εγγύτητα και ο διάλογος των τεχνών μέσω των νέων τεχνολογιών ξεπερνούν το παλαιότερο καλλιτεχνικό χάσμα των γενεών.

Μεθοδολογικά, σήμερα εντοπίζεται μία εργαλειακή χρήση του όρου. Σε κάθε ευκαιρία η έννοια χρησιμοποιείται αφειδώς. Αν και σε κάποιο βαθμό δικαιολογείται, και λόγω της επιστημολογικής παράδοσης που αναπτύχθηκε, ωστόσο, σπάνια μεθοδολογικά καθίσταται εμφανής η προβληματική του χρήση.

Δεν είναι τυχαίο ότι η χρονολογική κατάταξη χρησιμοποιήθηκε κυρίως λόγω των αναγκών που προέκυψαν για την συγγραφή ποιητικών ανθολογίων. Ωστόσο, σήμερα οι ιστορικές προκείμενες είναι διαφορετικές. Οι ανθολογίες είναι ανύπαρκτες (ειδικά μετά τον σχετικό εκδοτικό οργασμό των τριών τελευταίων δεκαετιών του προηγούμενου αιώνα) και οι αντιθέσεις στους σύγχρονους ποιητές –ίδιας ηλικίας- εμφανείς. Διακρίνεται μία πολυμερισματική διάσταση στον ποιητικό λόγο και μία πολυδιάσπαση χρονολογική και ηλικιακή.
Το διαδίκτυο αφενός έδωσε ελεύθερο χώρο κι ενθάρρυνε πολλούς λάτρεις της ποίησης να εκδώσουν και να δουν έργα τους δημοσιευμένα σε αξιόλογα ηλεκτρονικά περιοδικά ή να διακριθούν σε διαγωνισμούς, αφετέρου η οικονομική κρίση έδωσε νέα ώθηση (θεματικά) και λόγω της ιδιαίτερης ψυχολογίας των δημιουργών και του κοινού.

Έχουμε ανάγκη υιοθέτησης ενός νέου ταξινομητικού όρου. Έναν όρο πρισματικό/πολυεδρικό που να δύναται να ξεπεράσει τις αγκυλώσεις του ηλικιακού διαχωρισμού και να συμπεριλάβει το διαφορετικό ύφος και όλες τις τάσεις της σύγχρονης ποίησης. Αν και παλαιότερα είχαμε προτείνει την ονομασία “γενιά της κρίσης”, τούτο το πράξαμε μόνο με όρους σύμβασης και καθιέρωσης της γενεαλογικής παραδοσιακής προσέγγισης. Αντίθετα, στον ΚΑ΄ θα έπρεπε να μιλάμε “ποιητές της αγανάκτησης”.

Ο όρος με όλη του τη γενικότητα καλύπτει όλες τις ηλικίες και ξεπερνά τις αγκυλώσεις της γενιάς χωρίς να προσπερνά τα υπαρξιακά και κοινωνιοϋπαρξιακά γνωρίσματα της ποίησής τους. Δίχως να λειτουργεί κομφορμιστικά, αλλά και ως όρος να μπορεί να εκφράσει τον πλουραλισμό της ποιητικής έκφρασης και της θεματολογίας (5). Επίσης ο όρος, μέσα στη γενικότητά του, δεν αναιρεί τις παρατηρούμενες προσπάθειες μιας συνειδητοποιημένης καλλιτεχνικής έκφρασης με αλληλοτροφοδουτούμενα χαρακτηριστικά και κοινωνική ή κοινωνιοϋπαρξιακή θεματική με μεταμοντέρνες πινελιές (κάτι που παρατηρείται και από άλλους) (6).

Παραπομπές

  1. Ως ορόσημο θα θέσουμε το 2004 και τον Ολυμπιάδα της Αθήνας, το τέλος του απατηλού -όπως αποδείχθηκε- ονείρου της “μεγάλης Ελλάδας”, της φίλαυτης επίδειξης, της εμπορευματοποίησης και του υπέρμετρου καταναλωτισμού.
  2. Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού, Η πρώτη μεταπολεμική ποιητική γενιά και η σχέση της με τη “Γενιά του 30” στο Κώστας Στεργιόπουλος, Λογοτεχνία και χρονολογίες.
  3. Θοδωρής Ρακόπουλος, “Με ταχύτητα ηλικίας”: για την προβληματοποίηση των όρων “Γενιά” και “Νέα” στην ποίηση, Τα Ποιητικά, τχ 14
  4. Στο Φώτη Δημητρακόπουλου, Η πρωτοποριακή κίνηση του 30 και το μυθιστόρημα, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1990.
  5. Άλλωστε, όπως έχουμε ήδη τονίσει χαρακτηριστικό των ποιητών της νέα χιλιετίας είναι η τεχνική πρισματικότητα. «Συναντούμε στοιχεία εντελώς ετερόκλητα. Έναν λόγο άλλες φορές κοφτό και απέριττο και άλλοτε ένα λόγο που θυμίζει τον θεατρικό διάλογο. Άλλοτε μια γλώσσα ειρωνική και καταγγελτική με αμεσότητα και προφορικότητα και άλλοτε κατασκευασμένη εσώστροφα, επηρεασμένη από εκφάνσεις της ελληνικής γλώσσας σχεδόν ξεχασμένες όπως τα εκκλησιαστικά και πατερικά κείμενα ή και λέξεις της αρχαΐζουσας». Πολλοί νέοι ποιητές πειραματίζονται με το μέτρο και την ομοιοκαταληξία, αναζητώντας νέες εκφραστικές διεξόδους, παράλληλα με τον ελεύθερο, ελεγχόμενο, στίχο. Χαρακτηριστικό, άλλωστε, της “ποιητικής αγανάκτησης” είναι η άρνηση των προηγούμενων κρυπτικών και επιθετικά πεζολογικών τάσεων και η καθιέρωση μιας ποιητικής άμεσα “ομιλούσας” στο κοινό. Παράλληλα, η έξοδος της ποίησης από τα στενά όρια των δημιουργών μα και η ανεξαρτησία τους από τη δημοσιογραφική προβολή και τις δημόσιες σχέσεις. Αμφισβητούν τον προηγούμενο μεταμοντερνισμό, διαφωνούν με την ελιτίστικη εικόνα που αναπτύχθηκε για την Ποίηση τις προηγούμενες δεκαετίες και αναζητά διεξόδους μέσα από την Τέχνη. Ο παλιός υπαρξιακός πυρήνας με το ατομοκεντρικό στοιχείο εξορίζεται και εισάγεται η κοινωνικοϋπαρξιακή διάσταση στην ποίηση (βλ. Δήμου Χλωπτσιούδη, Η ποίηση της γενιάς της κρίσης, στο διαδικτυακό τόπο τοβιβλίο.net (όπως αναδημοσιεύτηκε και στο tvxs.gr καθώς και στο vakxikon.gr).
  6. Άλλωστε, οι “ποιητές της αγανάκτησης” διαθέτουν μια σχετική επαφή στο εσωτερικό της χάρη στις νέες τεχνολογίες και τα ηλεκτρονικά λογοτεχνικά καφενεία και τείνει να αναπτύξει χαρακτηριστικά γενιάς. Στην ίδια παρατήρηση καταλήγει και η Τιτίκα Δημητρούλια σημειώνοντας πως τριάντα πέντε μετά τη γενιά του ’70 η νέα γενιά οργανώνεται κατά τα φαινόμενα με παρόμοιο τρόπο.
 

Το βιβλίο

* Κατεβάστε τη νέα ποιητική συλλογή του Δήμου Χλωπτσιούδη, «κατάστιχα» από την cosmotebooks ή από το myebooks.gr

** Κεντρική φωτό: Μαρκ Σαγκαλ, «Πάνω από το χωριό», 1914-1918