Η σοβαρή και αναπόφευκτη ερώτηση πώς να ζήσουμε; απευθύνεται σε μας και μας αφορά ζωτικά, την ίδια στιγμή που μας διαφεύγει, όπως διαφεύγει κι από τον ίδιο τον εαυτό της.

Ads

Οι διάφορες απαντήσεις που της δίνονται δεν μοιάζουν εύστοχες. Ήδη το να την θέσει κανείς είναι σημάδι μιας ορισμένης κόπωσης, μιας κάμψης των ζωτικών δυνάμεων.

Εν τούτοις η καίρια αυτή ερώτηση είναι ακόμη ικανή να κλονίσει τα συνήθη και θανατηφόρα προφανή.

Δεν αφήνεται να την τραβήξουμε ως την άκρη της, ενώ και οι αινιγματικές απαντήσεις ακόμη τις οποίες προκαλεί παραμένουν ευρύτατα και βαθύτατα ανεπαρκείς.

Ads

Ωστόσο η ερώτηση επανέρχεται αδιάκοπα.

Ακόμη κι αν έχουμε υπερβεί τις εντάσεις μιας αναμονής, τις διερευνητικές μορφές μια ελπίδας, αυτή η διερώτηση στην καρδιά της ύπαρξης, που δεν είναι ποτέ απομονωμένη αλλά εμψυχώνει μαζί με τους άλλους αυτό το οποίο υποδεικνύεται με το όνομα της ζωής, έναν όρο τόσο προβληματικό, ανοίγει το δρόμο της.

Οι απαντήσεις και οι λύσεις χωλαίνουν αναπόφευκτα και αποσύρονται.

Αυτή η απόσυρση, όμως, δεν είναι ένα τίποτα.
 
Ο θάνατος δεν παύει να προσεγγίζει, να είναι εδώ.

Υπάρχουν εκείνοι που είναι αναγκασμένοι να πεθάνουν τυφλά και σιωπηλά, εξόδοις τους, κι εκείνοι που πεθαίνουν έχοντας, αν μπορεί να πει κανείς, εκπληρώσει τη ζωή τους.

Ο θάνατος επίσης παίρνει αυτό που πνέοντας τα λοίσθια, πρέπει να πεθάνει.

Οι μάχες των οπισθοφυλακών είναι περιττές.

Όταν «le mort saisit le vif!» (Ο νεκρός συλλαμβάνει τον ζωντανό!), όπως γράφει ο μαρξ γαλλικά στο Κεφάλαιο, αυτό που ζει προσπαθεί με τη σειρά του να συλλάβει τον θάνατο.

Μια εξ ίσου ισχυρή ορμή εκδηλώνεται σε σχέση με τον θάνατο.

Η ζωή μπορεί ν’ αντισταθεί σ’ αυτό που είναι νεκρό.

Συνεχίζει ασταμάτητα το δικό της έργο –που φέρει πάντοτε το στίγμα του θανάτου-, μπορεί ν’ αναλάβει τον θάνατο (τον δικό της θάνατο, τον θάνατο κάθε υπάρχοντος και τον θάνατο αυτόν καθαυτόν).

Διότι μια παραγωγική σχέση με αυτό που είναι νεκρό καθώς και με τον ατομικό και τον οικουμενικό θάνατο είναι δυνατή.

Δεν υπάρχει αιώνια επιβίωση.

Όλα συμβαίνουν μέσα στη διάσταση της δοκιμασμένης παγχρονικότητας, που δεν είναι μια διάσταση μεταξύ άλλων, λεπτό προς λεπτό, ώρα με την ώρα, εποχή με την εποχή, κάνοντας την εμπειρία τόσο του μη ξεπερασμένου παρελθόντος, του εξασθενημένου παρόντος, όσο και του μέλλοντος που είναι ήδη εδώ.

Φθάνει να είμαστε προσεκτικοί στη σύμπλεξη των μεταβλητών και του αμετάβλητου.

Οπωσδήποτε, η ύπαρξη δεν είναι φτιαγμένη γι’ αυτούς που τολμούν να ζουν αυτό –αυτό- από πολύ κοντά κι από πολύ μακριά συγχρόνως, κατάματα, περαστικοί πάνω σ’ έναν πλανήτη που δεν είναι αιώνιος, διαβάτες ταπεινοί ή σημαντικοί.
 
Η μη ανασχέσιμη προέλαση της σύγχρονης τεχνικής η οποία καταλαμβάνει τα πάντα συμβαδίζει με την απουσία των Θεών, με την ερήμωση της φύσης, με τη διάλυση των κοινοτήτων, με το βασίλειο του εμπορεύματος, με την αποθέωση της αναπαράστασης και των θεαματικών της οργάνων, με την αποχαλίνωση της θέλησης.

Ο άνθρωπος –που υποτίθεται ότι θριαμβεύει- έχει περιοριστεί στα στοιχειώδη.

Καθρεφτίζεται χωρίς τελειωμό στον «δικό» του καθρέφτη, στον οποίο είναι επίσης καταδικασμένη να καθρεφτίζεται ολόκληρη η ανθρωπότητα και κάθε πράγμα.

Ενάντια στην κατάσταση αυτή υψώθηκαν, από τις αρχές του 19ου αιώνα, ζωηρές διαμαρτυρίες, κι όχι απλώς διαμαρτυρίες, απέναντι στη γενικευμένη βιομηχανοποίηση.

Ζωηρά λόγια και κινήσεις εξέφρασαν όλη τη δυσανεξία, τη δυσφορία, τη δυστυχία, οι οποίες μπορεί μεν να ήσαν οικουμενικές αλλά ήσαν επίσης σημαδεμένες απ’ την καινούργια απόγνωση, απ’ το ξερίζωμα, από τη δύναμη της πεζότητας, του υπολογισμού.

Ορισμένες από τις μορφές αυτές που, ρητώς ή όχι, αρνήθηκαν τους νέους καιρούς πλήρωσαν πολύ οδυνηρά τα οράματά τους, υπακούοντας στην τάξη του χρόνου.

Στοχαστές, ποιητές, ζωγράφοι, μυθιστοριογράφοι –ας σκεφθούμε τον Ντοστογιέφσκι- δεν μπορούσαν να υποφέρουν αυτό που άρχιζε να κυριαρχεί και του οποίου η κυριαρχία επρόκειτο να επισπευσθεί.

Η άρνηση όμως αυτή δεν ήταν άμοιρη και ενός ισχυρού αισθήματος απώλειας, μιας ορισμένης νοσταλγίας.

Έτσι, ο Χαίλντερλιν κάνει ποίηση την απόσυρση των θεών και τείνει προς την αναμονή ενός νέου θεού.

Ο Μαρξ στιγματίζει σκληρά τη βασιλεία της αποξένωσης και εύχεται να ξαναβρεί ο άνθρωπος (οι άνθρωποι στο σύνολό τους) την ανθρώπινη φύση του.

Ο Νίτσε καταγγέλλει τον μηδενισμό που σφραγίζει τα πάντα με ασημαντότητα και προοιωνίζεται μιαν άλλη κατάφαση αυτού που είναι και γίνεται.

Ο Χάιντεγκερ προσκολλάται στη λήθη του Είναι και περιμένει έναν τελευταίο σωτήρα θεό.

Η απόρριψη του παρόντος, που είναι αβάσταχτο και πολύ βαρύ, συμβαδίζει με «προφητικά» λόγια και με χειρονομίες που μυρίζουν νοσταλγία.

Η νοσταλγία σκιαγραφεί, απέναντι και μέσα σ’ ένα ανεπανόρθωτο και πνιγηρό παρόν, μιαν «επιστροφή» σ’ έναν τόπο και σ’ ένα χρόνο τον οποίο ουδέποτε κατοικήσαμε πραγματικά και ο οποίος θα ήταν το ενδιαίτημά μας.

Πράγμα που δεν αποκλείει τη δυνατότητα να υπάρχουν νοσταλγίες που πηγαίνουν μπροστά, που είναι προδρομικές…
 
Απόσπασμα
από το βιβλίο του Κώστα Αξελού, Αυτό που επέρχεται (Eνότητα: Αυτό Που Προσεγγίζει), Μετάφραση: Κατερίνα Δασκαλάκη, Πρόλογος*: Servanne Jollivet, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2011.

Tvxs – Επιμέλεια: Κρυσταλία Πατούλη

image

* « … Δεχόμενος την περιπλάνηση, στρεφόμενος στο κενό, το σκοτεινό, το ανείπωτο, ο Αξελός δεν τείνει, παρ’ όλα αυτά, ούτε στην παραίτηση ούτε στη μοιρολατρία.

Το ότι αναγνωρίζει την «καταστροφή» της εποχής μας, «το εύρος της αποτυχίας της», με κανένα τρόπο δεν σημαίνει ότι την «ανέχεται παθητικά».

Αντιθέτως, όπως ο ίδιος μάς λέει, σημαίνει ότι δίνει κανείς στον εαυτό του την δυνατότητα να «την μεταμορφώνει σχεδόν αόρατα. Αυτό είναι το καθήκον που επωμιστήκαμε, το κάλεσμα που μας έγινε», έγραφε ακόμα στις «αυτοβιογραφικές» [του] σημειώσεις.

Να σταματήσουμε να θέλουμε να κυριαρχούμε στον κόσμο και να ανοιχτούμε, με διαύγεια και διορατικότητα, σε μια σκέψη που δεν βλέπει πια στον κόσμο μόνον ένα χώρο προς κατάκτηση, αλλά μια εκτύλιξη που παραμένει πλούσια σε δυνατότητες.

Με αυτόν τον τρόπο «μέσα στην πολυσημία των λέξεων και την πολλαπλότητα των πραγμάτων, η διαθεσιμότητα μπροστά στο θρυμματισμένο Ενιαίο – όλον [θα είναι] ικανή να μας κάνει να υποδεχτούμε αυτό που έρχεται να μας συναντήσει, να μας προετοιμάσει να το μεταμορφώσουμε δημιουργικά».

Με άλλους όρους, μόνον έτσι θα ανακτήσουμε αυτή τη φιλικότητα που μας συνδέει με τον κόσμο, αντί να βλέπουμε σ’ αυτόν μόνο εδάφη ή χώρους προς κατάκτηση.

Και οι αδιόρατες και σιωπηρές μεταμορφώσεις που μπορεί ο καθένας να επιτύχει –διαμέσου του προσανατολισμού του βλέμματος μόνο- είναι και εκείνες οι οποίες θα επιτρέψουν στην εποχή μας να μείνει βιώσιμη.

Στην εποχή μας έχουμε ίσως μεγαλύτερη ανάγκη από μια τέτοιου είδους σκέψη, τη σκέψη του Κώστα Αξελού: μια νόηση η οποία, όντας πάντα η ίδια ελεύθερη, μας εξοπλίζει κατάλληλα ώστε να κρατηθούμε και να αισθανθούμε ελεύθεροι να σκεφτούμε ανάποδα και διαφορετικά.

Τελειώνοντας, είναι ίσως προτιμότερο αντί εισαγωγής να αφήσουμε το λόγο στον ίδιο το διανοητή, να δώσουμε το λόγο στο ίδιο το έργο.

Και δίνοντας το λόγο στο βιβλίο αυτό, έχουμε την ευκαιρία ν’ ανατρέξουμε πολύ πίσω για ν’ ανακαλύψουμε ξανά το έργο του στοχαστή από το ξεκίνημά του: ένα έργο τόσο εκτός γραμμής που παραμένει ακατάτακτο». 
 
Servanne Jollivet

Διδάκτωρ φιλοσοφίας Πανεπιστημίων Σορβόννης (Paris IV) και Humboldt, μέλος της Γαλλικής Σχολής Αθηνών.

—-

O Kώστας Aξελός (26 Ιουνίου 1924 – 4 Φεβρουαρίου 2010) γεννήθηκε στην Αθήνα. Παράλληλα με τις ελληνικές γυμνασιακές του σπουδές παρακολούθησε μαθήματα στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και στη Γερμανική Σχολή. Καθώς η ονομαζόμενη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών δεν παρείχε ικανοποιητική διδασκαλία της φιλοσοφίας, γράφτηκε στη Νομική, αλλά ο πόλεμος τον έστρεψε προς την πολιτική:

Κατά τη διάρκεια της γερμανο-ιταλικής κατοχής πήρε ενεργό μέρος στην Αντίσταση και ακολούθως στον εμφύλιο -στον οποίο είχαν στρατιωτικά εμπλακεί και οι Άγγλοι- ως οργανωτής, δημοσιογράφος και θεωρητικός του κομμουνιστικού κινήματος (1941-1945).

Το ΚΚΕ τον διέγραψε από τις τάξεις του και ένα κυβερνητικό στρατοδικείο τον καταδίκασε σε θάνατο. Στο Παρίσι κατέφυγε στα τέλη του 1945, επιβιβαζόμενος στο πλοίο Ματαρόα, με τη συνδρομή του διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου Octave Merlier. Σπούδασε φιλοσοφία στη Σορβόννη, όπου υποστήριξε τις δύο διδακτορικές του διατριβές (“Ο Μαρξ στοχαστής της τεχνικής” και “Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία”).

Από το 1950 ως το 1957 εργάσθηκε ως ερευνητής στο C.N.R.S. (Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας), στο φιλοσοφικό τμήμα. Κατόπιν συνέχισε την ερευνητική του εργασία για τις δύο διδακτορικές του διατριβές, πάνω στον Μαρξ και στον Ηράκλειτο, στην Εcole Pratique des Hautes Etudes (Πρακτική Σχολή Ανωτάτων Σπουδών) ως το 1959. Από το 1962 ως το 1973 δίδαξε φιλοσοφία στη Σορβόννη.

Υπήρξε συνεργάτης και αργότερα διευθυντής σύνταξης της επιθεώρησης “Arguments” (1956-1962, εκδ. Minuit), η οποία στην εποχή της τάραξε τα νερά, ενώ παράλληλα μετέφρασε στα γαλλικά έργα των Χάιντεγκερ και Λούκατς. Τον Μάρτιο του 2009, κατά τη διάρκεια της τελευταίας του επίσκεψης στην Ελλάδα, αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας του ΑΠΘ. Πέθανε στο Παρίσι στις 4 Φεβρουαρίου 2010 σε ηλικία 85 ετών.

Δημοσίευσε (ελληνικά στην αρχή και ακολούθως γαλλικά κατά κύριο λόγο, αλλά και γερμανικά) σειρά βιβλίων που έχουν μεταφραστεί σε δεκαέξι γλώσσες. Έδωσε διαλέξεις σε όλον τον κόσμο.

Το μεγαλύτερο μέρος των κειμένων και των διαλέξεών του έχει περιληφθεί στα βιβλία του.

Ανατρέχοντας στην ποιητική σκέψη του Ηράκλειτου, και πέρα από τον Μαρξ και τον Χάιντεγκερ, προσπάθησε να προωθήσει, ανιχνεύοντας τον ορίζοντα της περιπλάνησης, μια καινούργια σκέψη του παιχνιδιού της αποσπασματικής ολότητας, σκέψη ιστορική και συστηματική, ανοιχτή και πολυδιάστατη, ερωτηματική και πλανητική, που αντιμετωπίζει το διακύβευμα της εποχής της τεχνικής.

Ο Κόσμος, που γίνεται μετά το 1984 ο κόσμος, παραμένει το πρόβλημα, μάλλον το ερώτημα, στο οποίο επικεντρώνεται η σκέψη του, άρρηκτα συνδεδεμένη με την ατομική και την ιστορικοπαγκόσμια εμπειρία: οι διαφορετικές του εξουσίες και οι σχέσεις μας μαζί του τίθενται υπό ερώτηση. Πέρα από το κλείσιμο, προτείνεται ένα άνοιγμα.

«Ορισμένα διαβάσματα λογοτεχνικά, δεν θα αναφέρω πολλά ονόματα, θα αναφέρω μόνο τα μυθιστορήματα του Ντοστογέφσκι, ορισμένα διαβάσματα κειμένων, του Νίτσε ιδίως, όσο μπορεί να τα καταλάβει ένας έφηβος, ορισμένα μαθήματα στο γυμνάσιο, με οδήγησαν να καταλάβω ότι υπάρχει μια διάσταση της σκέψης, της αρθρωμένης σκέψης, που καλείται εδώ και 2.500 χρόνια φιλοσοφία. Και μετά άρχισα να σπουδάζω συστηματικά τη φιλοσοφία, και μετά την δίδαξα επί σειρά χρόνων στη Σορβόννη, και συγχρόνως έγραφα, γιατί φιλοσοφία είναι κάτι που λέγεται και γράφεται, γίνεται μέσα από τον διάλογο και τη γραφή και την επικοινωνία με τον αναγνώστη» Κώστας Αξελός, 1990
(από συνέντευξή του στο περιοδικό «Περίπλους»)