Γεννημένος το 1883 στο Ηράκλειο της Κρήτης, ο Νίκος Καζαντζάκης βρίσκεται πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο Παρίσι, όπου και αποκτά αμέσως επαφή, εν έτει 1908, με τη φιλοσοφία του Ανρί Μπερξόν, την οποία και θα φροντίσει λίγο αργότερα να εισηγηθεί, με γραπτά και διαλέξεις του, στην Ελλάδα.

Ads

Τα ίδια πάνω-κάτω χρόνια θα παρουσιάσει τα πρώτα του θεατρικά έργα, με φανερή την ιψενική τους επίδραση.

Το 1910 ο Καζαντζάκης συμμετέχει στην ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου των Αλέξανδρου Δελμούζου και Δημήτρη Γληνού και ασπάζεται τον αγώνα τους για τη διάδοση και την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας ενώ εδώ διακρίνεται και μια άλλη αφετηρία του.

Η αφετηρία μιας ξέφρενης διανοητικής διαδρομής, η οποία θα εντάξει τα προσεχή χρόνια στους κόλπους της τα πιο ετερογενή υλικά: από εθνικισμό, φασισμό και νιτσεϊσμό μέχρι έναν αγιοπλαστικό κομμουνισμό, που θα αναμίξει άφοβα Χριστό, Βούδα και Λένιν, απλώνοντας χωρίς δισταγμό το βλέμμα του και προς τον προφητικής έμπνευσης ποιητικό λόγο του Άγγελου Σικελιανού – έναν ποιητικό λόγο τον οποίο θα σπεύσει να μπολιάσει με την ορμή των ολόφρεσκων δυνάμεων ενός προλεταριάτου σφηνωμένου στην καρδιά της ελληνικής παράδοσης και των υπεριστορικών αξιών της.

Ads

Διαμέσου ενός τόσο ιδιότυπου συγκερασμού θα προκύψει και η πραγματεία «Ασκητική» (1927), που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Διόπτρα, ενταγμένη στο πρόγραμμα επανέκδοσης των έργων του Καζαντζάκη, το οποίο άρχισε να υλοποιείται στα τέλη της προηγούμενης χρονιάς.

Ο πρόλογος και το επίμετρο ανήκουν στον Δημήτρη Κόκορη, που έχει μελετήσει κατ’ επανάληψη και επί μακρόν το καζαντζακικό έργο, ενώ η εισαγωγή αποτελεί μετάφραση κειμένου του 1960 του Κίμωνα Φράιερ (Kimon Friar), μεταφραστή του Καζαντζάκη, καθώς και πλήθους Ελλήνων εργατών του λόγου, στα αγγλικά.

Με την «Ασκητική», που έχει διαβαστεί από πολλές γενιές αναγνωστών και δεν έχει πάψει να προκαλεί το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού μέχρι και τις ημέρες μας, ο Καζαντζάκης θα περάσει από τη θεατρογραφία του και την ηρωολατρεία τύπου Τόμας Καρλάιλ (με αφομοιωμένες τις περιθωριακές μορφές των ηρώων του Κνουτ Χάμσουν και του Παναϊτ Ιστράτι) στο υπεράνθρωπο σύμπαν του Φρειδερίκου Νίτσε, στο σύμπαν μιας οργιαστικά γήινης θεότητας, η οποία εμφανίζεται με την όψη αγριεμένου εργάτη, έτοιμου να αρπάξει τη ζωή από το κεφάλι και να τη ρουφήξει με απύθμενο θράσος και αναίδεια μέχρι το μεδούλι.

Η έξαψη αυτού του θεοτικού υλισμού είναι πιθανόν να συναντιέται σε ένα υπόγειο στρώμα με τον ελληνικό και τον ευρωπαϊκό νεορομαντισμό των πρώτων δεκαετιών του 20 αιώνα, ο οποίος στην «Ασκητική» αντικατοπτρίζεται ως πλήρης έλλειψη πίστης, αλλά και ως γενναία ενατένιση του θανάτου, σε έναν εκρηκτικό συνδυασμό ασκητισμού και πάθους ή συλλογικής ανάτασης και μοναχικής περιπλάνησης.

Ο Καζαντζάκης δεν πιστεύει στο αγαθό θεϊκό πρόταγμα της χριστιανοσύνης, μολονότι ο Χριστός επανέρχεται τακτικά τόσο στα προπολεμικά όσο και στα μεταπολεμικά του βιβλία (στην «Ασκητική» ξεχωρίζουν οι μακαρισμοί του), γιατί ο Θεός βρίσκεται μέσα στον βόρβορο του κόσμου (δεν φοβάται την αταξία, τη διάλυση, τη φθορά και την πτώση του), αντλώντας από αυτόν τη δύναμή του.

Επιπλέον, ο Θεός δεν είναι υπόσταση, αλλά διάχυτη ζωική ενέργεια και έκσταση (εδώ αναγνωρίζουμε ασφαλώς τον Μπερξόν), τον οποίο ο άνθρωπος καλείται να σώσει μαζί με τον εαυτό του (ο πρώτος τίτλος της «Ασκητικής», ο οποίος στην αναθεωρημένη έκδοση του 1945 έγινε υπότιτλος, ήταν «Salvatores Dei» – «Σωτήρες του Θεού»).

Φυσικά, ο δρόμος που θέλει να χαράξει ο Καζαντζάκης για τον άνθρωπο είναι ανηφορικός (δεν είναι τυχαίο πως και το ανέκδοτο μυθιστόρημά του, που κυκλοφόρησε το 2022 από τη Διόπτρα τιτλοφορήθηκε «Ο ανήφορος»).

Η ανηφορική διαδρομή, το αίσθημα μιας επικής μοναξιάς, αλλά και οι μετακομμουνιστικές ιδέες της «Ασκητικής» προκάλεσαν την μήνιν του καιρού της: από την ιεροσύνη, που επέκρινε ευθέως τα όσα πρεσβεύει για τον Θεό, μέχρι τον Κώστα Βάρναλη, που μίλησε για αντιδραστικό έργο. Κι ας όμνυε ο Καζαντζάκης στον ρόλο του ποιητή-προφήτη του Σικελιανού και του Παλαμά, κι ας αρνήθηκε πεισματικά τις υλιστικές αξίες της τοτινής Σοβιετικής Ένωσης, κι ας διακήρυσσε προς πάσα κατεύθυνση πως ύψιστος ανθρώπινος σκοπός παραμένει η πρόκληση να μεταστοιχειωθεί η σάρκα σε πνεύμα.

Όπως παρατηρεί ο Δ. Κόκορης στο επίμετρό του για την «Ασκητική», το καζαντζακικό κείμενο εντάσσεται στην παράδοση των αποκαλυπτικών και ενοραματικών κειμένων, που εκκινούν από την Καινή Διαθήκη και την «Αποκάλυψι» του Ιωάννου και φτάνουν μέχρι τη «Γυναίκα της Ζάκυθος» του Διονυσίου Σολωμού.

Κείμενα που διαβάζονται στις ημέρες μας στο πλαίσιο της συνομιλίας λογοτεχνίας και φιλοσοφίας, καλύπτοντας μια γκάμα θεμάτων όπου κυριαρχούν ο αδέσποτος μηδενισμός, η καθημερινή μεταφυσική και η σύγχρονη ολιγοπιστία, συνδυασμένη με την ανανέωση της ανάγκης για την αναζήτηση του Θεού ή και των κοινοτιστικών (βλ. στην περίπτωσή μας μετακομμουνιστικών) αξιών.

Κι όλα αυτά την ώρα που η «Ασκητική» δεν συνιστά εντέλει ούτε φιλοσοφία ούτε δοκιμιακή προσέγγιση, αντλώντας το οραματικό της φρόνημα από την ποίηση μα και μεταμορφώνοντας σταδιακά τον μοναχικό της ήρωα, ο οποίος δεν είναι άλλος από το συγγραφικό εγώ του Καζαντζάκη, σε μυθοπλαστικό πρωταγωνιστή μιας τεράστιας ψυχικής και διανοητικής περιπέτειας. Μια περιπέτεια που πορεύεται ανάμεσα στους παιάνες της προέλασης και στη γενναιοφροσύνη της συντριβής.

Ο δρόμος για την επιδίωξη του υψηλού έχει στρωθεί για τα καλά. Μαζί με την ουτοπία μιας πολιτείας του Χριστού και του Μαρξ, η οποία ευαγγελίζεται ως απαραβίαστα ιδανικά της την ανακούφιση των βασανισμένων, αλλά και την ικανότητα της αρσενικής ομορφιάς να πετάγεται διαρκώς προς τα μπρος (σε ένα σύμπαν στο εσωτερικό του οποίου ο Θεός μοιάζει ημιθανής), ο νους του Καζαντζάκη γεννά, τα αμέσως επόμενα χρόνια, και το όραμα της τέλειας τέχνης: η ποίηση, αν μιλήσουμε αποκλειστικά γι’ αυτήν, θα είναι ποίηση μόνο όταν θα ανασυνθέσει σε ένα αδιαίρετο όλο τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις ή τις αντινομίες της, λειτουργώντας ως καθοδηγητικός μύθος όχι μόνο για την τέχνη, αλλά και για την ανθρώπινη ύπαρξη στο σύνολό της.

Έχει πλέον επέλθει ο χρόνος για να δημοσιεύσει ο Καζαντζάκης την «Οδύσσεια» (1938), ένα έργο 33.333 στίχων, με θέμα του το μακρύ ταξίδι του Οδυσσέα στην αρχαιότητα, από την Ελλάδα και την Αφρική μέχρι τον Ισημερινό και τον Νότιο Πόλο. Αυτή, όμως, είναι μια άλλη ιστορία.

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ