[…] το Μέσα σ΄ένα κορίτσι… κατέληξε να γραφτεί σαν ένα βιβλίο για το πώς δεν γεννιέσαι ξένος, αλλά γίνεσαι […]” η συγγραφέας Άντζελα Δημητρακάκη, αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη και το tvxs, τη δημιουργική πορεία –από την έμπνευση μέχρι το τυπογραφείο– του μυθιστορήματός Μέσα σ’ ένα κορίτσι σαν κι εσένα, των εκδόσεων Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

Ads

“Ουδεμία πρόθεση είχε να γράψει ένα βιβλίο που να υπονοεί ότι ένας άνθρωπος ήτανε μέσα σ΄έναν άλλο άνθρωπο. Αντίθετα είχε σκοπό να ολοκληρώσει την τετραλογία για τη δεκαετία του ’90 – δεκαετία η οποία της είχε κάτσει στο λαιμό (κατά τη γνώμη της, και στο λαιμό του ιστορικού γίγνεσθαι) σαν ψαροκόκαλο που κάποτε θα απαιτούσε επέμβαση. Εκ των υστέρων πάντως, έχει συχνά την ιδέα πώς όταν έγραψε το Μέσα σ΄ένα κορίτσι… κυριαρχούσε μέσα-έξω το περίεργο αίσθημα πως ένα τέλος κατέβαινε από τον ουρανό.

Ήτανε το 2006. Το τέλος δεν είχε να κάνει με την προσωπική ζωή της συγγραφέως, όπου αντίθετα τα πάντα είχαν εκλάβει υπόσταση αρχής. Αύγουστο μήνα, με κοιλιά έξι μηνών τυλιγμένη στη μαύρη goth ρόμπα, και βοηθό μια (ερωτευμένη και γι’ αυτό γεμάτη ενέργεια) φίλη, πακέταρε το σπίτι στην Αγγλία, για να έρθει να γεννήσει στα μήτρια εδάφη, και να θυμηθεί επιτέλους τι θα πει θερμός Σεπτέμβρης (δηλαδή αν όχι τώρα με το μωρό, που θα ‘χε ένα χρόνο εκτός μισθωτής εργασίας, πότε;) Αν δώσει κανείς βάση, και η Κατίνα Μελά, η αφηγήτρια του Μέσα σ΄ένα κορίτσι…, τότε ακριβώς κατεβαίνει Αθήνα από Αμερική.

Καθόλου έγκυος όμως, έχοντας αντίθετα χάσει σχεδόν όλα όσα μπορεί να χάσει ένα έξυπνο και όμορφο κορίτσι στην ηλικία της. Από το ένα τέλος στο άλλο, και πάλι απ’ την αρχή: η συγγραφέας την χρησιμοποίησε αλύπητα την Κατίνα σαν καλάθι των αχρήστων, εκεί που πετάγεται το κάθε τέλος για να τελειώσει στ’ αλήθεια. Μη χάσουμε όμως τον ειρμό με το τέλος που κατέβαινε.

Ads

Το τέλος αυτό είχε ένα πελώριο ανοιχτό στόμα, που από την οπτική γωνία που το θεωρούσε η συγγραφέας, της έμοιαζε οικείο, τύπου σκοτεινή νύχτα, μεταφορική αλλά και κλασική: όλοι έχουμε γνώση της νύχτας, και του φόβου του σκοταδιού, καθώς και του φόβου μήπως μας φάει ένα τέρας που έρχεται, πάντα, από κάπου έξω. Το λέει αυτό γιατί η ιστορία στο Μέσα σ΄ένα κορίτσι…, διά στόματος της Κατίνας, ελληνο-αμερικανίδος από το Σικάγο, ξεκινάει με τη διαπίστωση πως το δολάριο αγοράζει πολύ λίγα πράγματα στην Ελλάδα το 2006, κι ότι αυτό μόνο δεινά και δυσοίωνα μπορεί να φέρει.

Κοντά τετρακόσιες σελίδες μετά, το καλοκαίρι του 2007, η Κατίνα δε θέλει ν’ανέβει στην ταράτσα της πολυκατοικίας (που πήγε και νοίκιασε πια κι αυτό το κορίτσι, προς Αθηνάς, σαν άσχετη τουρίστρια). Διότι από την ταράτσα θα ατενίσει μια ολόκληρη γη να καίγεται – όπως ο Νέρωνας τη Ρώμη, ανυπέρβλητη και ακαταμάχητη παρομοίωση για κάθε τύπου πυρκαγιά σε χώρα που σφυρηλατείται σε αρχή (ή έστω στο μισό) του τέλους.

Σε γενικές γραμμές λοιπόν, το Μέσα σ΄ένα κορίτσιγράφτηκε ως ένα βιβλίο μελαγχολίας που εξελλίσεται σε ένα βιβλίο πανικού, διότι η έγκυος συγγραφέας κατέβηκε σε πορεία και σπάστηκε τρομερά με τα δακρυγόνα που τους πετούσανε.

Αυτονόητα, είναι πολύ δύσκολο να τρέχεις κρατώντας την κοιλιά σου από την Αλεξάνδρας προς τον Λυκαβητό, και να σου ανεβαίνει η πίεση.  Τέλος πάντων, η συγγραφέας είναι της άποψης πως η χρονολογία από μόνη της, από το φθινόπωρο του 2006 ως το καλοκαίρι του 2007, αρκεί για να κατανοήσει κανείς πλήρως για το πώς γράφτηκε το βιβλίο. Τα πάντα καίγονταν ή επρόκειτο να καούν. Φως φανάρι. Αλλά, από μία άλλη άποψη, όχι αρκετά.

Έτσι το Μέσα σ΄ένα κορίτσι… κατέληξε να γραφτεί σαν ένα βιβλίο για το πώς δεν γεννιέσαι ξένος, αλλά γίνεσαι. Η Κατίνα, την οποία η συγγραφέας καταλάβαινε σαν αδερφή ψυχή, επιθυμούσε να ζήσει σε μια πόλη, την Αθήνα, που ήθελε αλλά δεν την ήθελε. Είχε μάλιστα αρχίσει να υποψιάζεται ότι όλες οι πόλεις στον πλανήτη είχαν ενταχθεί σε διαδικασία αθηνοποίησης.

Για να ‘λεγε το απλούσερο, όλες αυτές οι αρλούμπες περί περίφημης ελληνικής φιλοξενίας… ενώ τελικά οι άνθρωποι στην Αθήνα, παρατηρούσε αισιόδοξα πλην απελπισμένα η Κατίνα, ήταν φτυστοί με τους ανθρώπους παντού το 2006-7: προσβλητικοί. Προσβάλλανε ο ένας τον άλλο ασταμάτητα, όλη την ώρα, με κάθε δυνατό τρόπο.

Η συγγραφέας ζούσε, και η Κατίνα ζούσε και αυτή. Η συγγραφέας ήθελε η Κατίνα να καταρρίψει κάθε μύθο της ελληνο-αμερικανικής ταυτότητας – ταυτότητα την οποία η συγγραφέας γνώριζε από απόσταση αναπνοής και η οποία ταυτότητα συνιστά εδώ και χρόνια σύμβολο γελοιοποίησης, και μάλιστα τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Αμερική, και άμα λάμβανε κανείς υπόψη τα θεατρικά και τις ταινίες με τους χοντρούς ελληνικούς γάμους, σύμβολο αυτο-γελοιοποίησης.

Η συγγραφέας λοιπόν έγραφε προ της γέννησης του παιδιού της, το οποίο δεδομένης της ιστορίας που έγραφε δεν μπορούσε παρά να φτιαχτεί κορίτσι. Πλήρης ψυχολογική ταύτιση με την Κατίνα η συγγραφέας, παρά το ότι η τελευταία είναι νεότερη, πολύ πιο τολμηρή, πηγαίνει μόνο με γυναίκες, και αντέχει τις κακοπληρωμένες δουλειές που τη συντηρούν (μετά βίας).

Μετά που γεννάει το κορίτσι της, η συγγραφέας υποχρεούται να σκεφτεί πολύ σοβαρά το νοηματικό ουράνιο τόξο της φράσης “μέσα σ΄ένα κορίτσι…”, που σίγουρα κυρίως θα πει “μέσα σε μία μητέρα”, αν και στην πλοκή η συνθήκη αυτή – ακόμη δεν έχει καταλάβει- παραβιάζεται ή επιβεβαιώνεται.

Τέλος πάντων, το παιδί γεννιέται. Το βιβλίο γράφεται. Η Αθήνα διαμαρτύρεται.

Το καλοκαίρι του 2007, γνωρίζοντας ότι έρχεται το τέλος της παραμονής της στα μήτρια, η συγγραφέας αφήνει το παιδί και πάει σ΄ένα δωμάτιο στην Ανάφη, Ιούνιο μήνα, και γράφει τόσες χιλιάδες λέξεις τη μέρα, χόρτα και αθερίνα (δεν έχει λεφτά για πιο ακριβό ψάρι) για βραδινό. Δεν το τελειώνει εκεί αλλά δεν εχει σημασία, είναι σα να το έχει τελειώσει. Δεν ξέρει πού θα το τελειώσει, αλλά δεν έχει άγχος.

Συνήθως τελειώνει τα βιβλία της σε αεροδρόμια, σε πτήσεις με καθυστέρηση, στην πύλη τάδε. Αυτή τη φορά πάντως, το βιβλίο θα τελειώσει τελικά στο Μπιλμπάο, όπου έχει πάει ν μιλήσει για την παραγωγή του φύλου στον σύγχρονο καπιταλισμό.

Τη συγγραφέα ενδιαφέρει ιδιαίτερα η παραγωγή της “μητέρας” – αυτού που θα λέγαμε μητρικό υποκείμενο- ακριβώς στην ίδια φάση. Στο Μπιλμπάο περιστοιχίζεται από γυναίκες που δεν έχουν παιδιά – ακόμη ή από άποψη. Γνωρίζει την Tender for Ever, που έχει καλέσει (όπως και την ίδια) η κολεκτίβα Pripublikarrak.

H Tender, που τη λένε Melanie, και φοράει διαρκώς την κουκούλα της, ζει στο Portland των Ηνωμένων Πολιτειών. Η συγγραφέας έχει την αίσθηση ότι ο κόσμος αυτός, ο pop κόσμος των δι-ηπειρωτικών μετακινήσεων για την τέχνη ανήκει ολοένα και περισσότερο σ΄ένα παρελθόν, αν και θα έπρεπε να είναι το μέλλον.

Στο συνέδριο η συγγραφέας πρέπει να συζητήσει δημόσια με μια φιλόσοφο από την πρώην ανατολική Ευρώπη, την Marina Gržinić.

Η φιλόσοφος συζητά πολύ θυμωμένα. Λέει συνέχεια “σκατά”.

Η συγγραφέας έχει την αίσθηση ότι ο κόσμος αυτός, όπου όλοι συζητούν θυμωμένα χωρίς να μπορούν σκεφτούν τίποτε άλλο πέρα από τα σκατά, ανήκει όλο και περισσότερο στο μέλλον, αν και θα έπρεπε να ανήκει αποκλειστικά στο παρελθόν.

Το ίδιο βράδυ τελειώνει το Μέσα σ΄ένα κορίτσι… στο δωμάτιο του ξενοδοχείου.”

Άντζελα Δημητρακάκη
7 Αυγούστου 2012
Πάτμος

imageimage

Η Άντζελα Δημητρακάκη γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1968. Εκτός από τη συλλογή διηγημάτων “Το άνοιγμα της μύτης” (Οξύ 1999), έχει γράψει τα μυθιστορήματα “Ανταρκτική” (Οξύ 1997, αναθεωρημένη έκδοση 2006), “Αντιθάλασσα” (Οξύ 2002), “Το μανιφέστο της ήττας” (Εστία 2006), ενώ διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε πολλές ανθολογίες. Διδάσκει θεωρία της σύγχρονης τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου.