Η νεώτερη ηλικιακά γενιά έχει μέχρι τώρα -και είναι ακόμα νωρίς- να επιδείξει αρκετούς αξιόλογους ποιητές, με μία μεγάλη ποικιλία θεματικής και ύφους αφήνουν τους δικούς τους λίθους για την κατασκευή της νήσου της Ποίησης. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό παραμένει όμως η συλλογική τους συνείδηση· η ποίησή τους δεν περιορίζεται στην έκφραση ατομικών αγωνιών· δεν είναι ξεκομμένοι από το κοινωνικό σύνολο. Παρά τις διαφορετικές αφετηρίες κι επιρροές το άτομο παραμένει μέλος της κοινότητας.

Ads

Μία εκφραστής αυτής της ποιητικής -άτυπης- ομάδας είναι και η Αλεξάνδρα Σωτηράκογλου με την πρώτη συλλογή «μοναχοπαίδι» (vakxikon.gr, 2016). Στη γραφή της διακρίνονται η πειραματική προσέγγιση του στίχου και η συνεχής αγωνία του καταπιεσμένου ανθρώπου που απομονώνεται ψυχικά.

Η ποίησή της είναι υπαρξιακή· διακρίνεται όμως από την αμεσότητα του μηνύματος και τη θεατρικότητα της γραφής της. Είναι μία κραυγή διαμαρτυρίας με έντονα τα στοιχεία του πόνου της νεώτερης γενιάς απέναντι σε μία κοινωνία που κανιβαλιστικά τρώει τις σάρκες της. Παραμένοντας ανθρωποκεντρική διατηρεί μία διαχρονικότητα, ξεπερνώντας το εφήμερο και το επίκαιρο. Και η ουσία της τέχνης έγκειται ακριβώς στη διαχρονικότητά της και την ικανότητα των έργων να μιλούν στην ψυχή των ανθρώπων σε βάθος χρόνου.

Με επιθετικότητα και αλγεινά δηκτικό ύφος εκθέτει το νεκρό αστικό τοπίο (ανεπαίσθητα μεσημεριάζει η Κυριακή), την εκούσια υποτακτικότητα (Λέω· αν δεν πονάς), τη ρουτίνα της εργασίας και την ανάγκη της ανάπαυσης (ανεπαίσθητα μεσημεριάζει η Κυριακή)· ειρωνεύεται την παλινόρθωση του παλιού με νέο προσωπείο (μέρος παράξενο ακόμα και στο όνομα) και παρουσιάζει την ανάγκη να δραπετεύσει με κάθε κόστος (μια μέρα, θα πετάξω το λάπτοπ). Μιλά για τη συντροφικότητα (Πέμπτη ξημέρωμα), τον εφήμερο έρωτα και τη σύγχρονη σεξουαλικότητα (φόρεσα την πιο κοντή φούστα), τις υποχωρήσεις (το παντελόνι του μυρίζει πετρέλαιο) και την κολακεία (αυτοί που με συναναστρέφονται).

Ads

Αυτό που ξεχωρίζει είναι η αμεσότητα της ποιητικής έκφρασης της Σωτηράκογλου. Με μία πρωτοενική εξομολογητική έμφυλη γλαφυρότητα -υπό το προσωπείο ποιητικής επιστολής προς τον αγέννητο αδελφό της (αδερφέ μου, αδερφέ μου)- προσδίδει μία σκηνική διάσταση στη συλλογή που ξαφνιάζει -κι ίσως αναστατώνει. Ακόμη και ο συνδυασμός των συνθέσεων τούτων και η λογική της επιστολής σε συνάρτηση προς τον τίτλο της συλλογής και το περιεχόμενο (δε γεννήθηκες) προκαλούν μία σύγχυση στον αναγνώστη και φέρνουν στην επιφάνεια έναν ποιητικό διπολισμό.

Οι πειραματισμοί στο στίχο με έμφαση στον οπτικό τους διαμελισμό, εκφράζει το συναισθηματικό θρυμματισμό της δημιουργού (τελικά στα σκοτεινά, αυτοί που με συναναστρέφονται, ο χρόνος είναι δίκαιος, φόρεσα την πιο κοντή φούστα).

Η προφορικότητα και το καθημερινό λεξιλόγιο που υιοθετεί ενισχύουν τη δραματική πνοή της συλλογής. Παράλληλα, τα πολλά διαλογικά σημεία σκηνοθετούν την παρουσία κι άλλων υποκριτών επί σκηνής κατοπτρίζοντας έτσι την άμεση σχέση του ατόμου με την κοινότητα που το περιβάλλει. Παρά το πρωτοενικό υπαρξιακό περιεχόμενο και το εξομολογητικό ύφος, η ατομικότητα συνδέεται αλληλεπιδραστικά με το κοινωνικό περιβάλλον.

Αν κάποιοι πριν λίγα χρόνια έβλεπαν -μονότονα- κρίση στην ποίηση, προφανώς εξαπατήθηκαν. Ο ΚΑ΄ αιώνας έχει να επιδείξει πολλές φιλόδοξες προσπάθειες και ελπιδοφόρους για την Ποίηση και την Τέχνη εργάτες. Το μέλλον θα δείξει και θα κρίνει, αλλά η δεύτερη δεκαετία της χιλιετίας έχει θέσει γερά θεμέλια για το ποιητικό μας μέλλον.


τοβιβλίο