Η “ποίηση της αγανάκτησης” διαφέρει από τις προηγούμενες γενιές στην εξωτερίκευση της τέχνης και στον κοινωνικό ρόλο των δημιουργών. Οι “ποιητές της αγανάκτησης” έχουν από χρόνια ξεφύγει από τον “κλειστό χώρο” και ως β΄ γενιά (ή γ΄) αστυφιλίας αφουγκράζονται μέσα από προσωπικά βιώματα ή προβολές τρίτων τα κοινωνικά πάθη, Και αυτά εκφράζονται στην ποίηση σχεδόν σε κάθε στίχο ή στροφή. Έτσι, η ποίηση της αγανάκτησης είναι μέρος -ή  κτήμα- της κοινωνίας δίχως κρυπτικότητα και συμβολισμούς, καθώς διακρίνεται μία σχέση αλληλεπίδρασης και εξωτερίκευσης αυτής της σχέσης

Ads

Είναι πολύ αφελές -αν όχι επικίνδυνο- να αναζητήσουμε κοινό ύφος ή κοινές στιχουργικές τεχνικές στους “ποιητές της αγανάκτησης”. Οι σύγχρονοι ποιητές έχουν μεταξύ τους τόσες πολλές διαφορές στο στίχο, τη βαρύτητα του ρυθμού ή της εικόνας ώστε καθιστούν μεθοδολογικά και λάθος τη χρήση του όρου “γενιά” (τα κοινά σημεία τους εντοπίζονται στη γλώσσα και τις κοινωνικές εικόνες στην ποιητική τους).
Αυτό ακριβώς εντοπίζεται και στην ποιητική του Νάσου Αθανασίου, όπως αποτυπώνεται στην πρώτη του ποιητική συλλογή “εν υπνώσει” (vakxikon.gr, 2015).

Η ποίηση του Αθανασίου εξάγει μία ήπια αγανάκτηση, έναν βαθύ πόνο για τα πράγματα και μία μελαγχολία για την κοινωνία και τους ανθρώπους της. Η εικονοπλασία υποτάσσεται στον κοινωνικό λυρισμό και το μελαγχολικό συναίσθημα, Οι εικόνες είναι έμμεσες. Πηγάζουν αυθόρμητα, μέσα από την αφήγηση (4 γράμματα, διαφορά ηλικίας).

Στην ποίησή του θίγονται πλήθος κοινωνικών ζητημάτων, όπως εφήμεροι έρωτες, παραϊατρική και ασθένειες, σχέσεις, όνειρα και παιδικότητα, εφηβική ανωριμότητα, ενώ πλήθος είναι έμμεσες αναφορές σε κοινωνικά πάθη όπως άστεγοι, βία, αστικός βίος, βάφτιση και ονοματοδοσία, άμισθη εργασία, ναυάγια και πολλά άλλα. Όπως λέει και ο ίδιος ο ποιητής, η η συλλογή πραγματεύεται έναν έρωτα, έναν θάνατο και μια αμνησιακή παιδική ηλικία.

Ads

Ο συνδυασμός του μεγάλου στίχου με τη λιτή -μα όχι φειδωλή- έκφραση εντείνει το λυρισμό και προσδίδει έναν ιδιαίτερο ρυθμό. Ο στίχος του Αθανασίου κινείται μεταξύ πρόζας, πεζοποιήματος και στιχουργικών θραυσμάτων, ενώ πειραματίζεται και με την ομοιοκαταληξία (δεν σ’ είδα). Ακόμα και στο ίδιο έργο η ποικιλία είναι συχνά μεγάλη (προσθαφαίρεση, το 2, κατ(ευά)στε με). Η ποικιλία αυτή προσφέρει μία ιδιαίτερη ελευθερία στο δημιουργό να δίνει έμφαση στα σημεία που επιθυμεί και να μεταδίδει το ακριβές συναίσθημα στον αναγνώστη. Και τούτο τελικά είναι ο στόχος της πρόσληψης κάθε ποιήματος.
Η γλώσσα του είναι ειλικρινής. Σφιχτή, προφορική κι απέριττη. Ο ποιητής απορρίπτει κάθε στολίδι. Κυριαρχούν τα βασικά μέρη του λόγου (ουσιαστικά, ρήματα) κι επιρρήματα. Χαρακτηριστική είναι η έντονη χρήση του ρήματος σε πολλά ποιήματα (προκήρυξη Ι & ΙΙ, παρολίγον αριστερόχειρας, όπως πάντα, παλλόμενο φως), σε αντιδιαστολή με συνθέσεις που είναι σχεδόν ανύπαρκτα (το πορτατίφ, ως ακραίο παράδειγμα με τρία ρήματα, δύο φορές το έχω και μία προστακτική -κοίτα).

Οι επαναλήψεις, ο ρυθμός, όλα υποτάσσονται στο στίχο ενισχύοντας τον ιδιότυπο -μελαγχολικό- λυρισμό της ποιητικής του Αθανασίου. Η θραυσματικότητα εντείνει τον πόνο, ενώ οι μεγάλοι οικοδομούν την αποφθεγματική διατύπωση με μία έμμεση εικονοπλασία (παλλόμενο φως, παίξε με).Ο Αθανασίου αξιοποιεί δημιουργικά όλη τη λογοτεχνική παράδοση (πολιτική, κοινωνική και υπαρξιακή ποίηση). Δεν αντιγράφει, ούτε μιμείται, παρά τις εμφανείς επιρροές. Εκμεταλλεύεται την εκφραστική ελευθερία που έφεραν οι λογοτέχνες που επέδρασαν καταλυτικά για τη δική του -υπό διαμόρφωση- ποιητική ταυτότητα.
Το α΄ ενικό γραμματικό πρόσωπο προσδίδει μία διάσταση εξομολογητική στο ύφος. Ωστόσο, η ποίηση του Αθανασίου είναι κοινωνιοϋπαρξιακή. Ένα πλήθος κοινωνικών βιωμάτων και προβολών ανασυντίθενται μέσα στην ποίησή του. Δεν στοχεύει ο δημιουργός στην αναπαράσταση, αλλά στην έκφραση υπαρξιακών αγωνιών για την κοινωνία και το άτομο ως κύτταρό της, μέσα από το προσωπείου του πρωτοενικού υποκειμενισμού. Στην ουσία η φενάκη εξομολόγηση αφορά την ίδια την κοινωνία κι όχι αμιγώς προσωπικές αγωνίες του ποιητή (μίξη). Στο ίδιο ύφος εκφράζεται η ερωτική διάθεση (μακιγιαρισμένη διασωθεία, εφηβικό ελεγείο).
Άλλες φορές το ποιητικό υποκείμενο εκφράζεται με τριτοενικό πρόσωπο (σπανιότερα σε α΄ πληθυντικό πρόσωπο). Έτσι, το ύφος γίνεται αφηγηματικό που διατηρεί μία απόσταση από το θέμα και είναι χαρακτηριστικό των κοινωνικών αναφορών (εφηβικό ελεγείο, θα κάνουμε έρωτα μια τελευταία φορά, 4 γράμματα).

Αν η γενιά του ’80 ξεχώρισε για την ποίηση του δωματίου (“κλειστού χώρου”) αι της ιδιώτευσης (ως απότοκο της αστυφιλικής αλλοτρίωσης και του αστικού υπερπληθυσμού), οι “ποιητές της αγανάκτησης” ξεχωρίζουν για την επιστροφή της ποίησης στην κοινωνία. Ξέφυγαν από τους τοίχους του διαμερίσματος ποιητικά και θεματικά και πλέον επανασυνδέουν την ποίηση με την κοινωνία.
τοβιβλίο
“κατεβάστε” τη νέα ποιητική συλλογή του Δήμου Χλωπτσιούδη, «κατάστιχα»
από την cosmotebooks ή από το myebooks.gr