Ο Στέφανος Παντελίδης ζει στην Κύπρο και πρόσφατα κυκλοφόρησε τη δεύτερη ποιητική του συλλογή «Πάω γυρεύοντας (κατά τον δαίμονα εαυτού)» στην Ελλάδα, από τις εκδόσεις Vakxikon.gr.

Ads

image

Μιλήστε μας για το τελευταίο σας βιβλίο.

Το τελευταίο μου βιβλίο τιτλοφορείται «Πάω γυρεύοντας (κατά τον δαίμονα εαυτού)».  Πρόκειται για εκτός νόρμας ποίηση. Απλός και πεζός λόγος αλλά σύνθετη σκέψη. Πάω γυρεύοντας με δύο έννοιες: Πάω γυρεύοντας «καυγά», αφού οι στίχοι μου είναι συχνά προκλητικοί και ενοχλητικοί. Αναγκάζουν τον αναγνώστη να διερωτηθεί και να αμφισβητήσει αρχές και θεσμούς με τους οποίους συνήθισε να ζει. Κυρίως όμως πάω γυρεύοντας, αναζητώ δηλαδή, απαντήσεις στα διαχρονικά αλλά και καθημερινά προβλήματα της ζωής. Γι’ αυτό και χωρίζεται το βιβλίο σε τέσσερις  ενότητες: 1η. Γυρεύοντας ανθρώπους όπου με απασχολούν θέματα όπως η κρίση, η νωθρότητα, τα social media, ο έρωτας, ο θάνατος κ.ά. 2η. Γυρεύοντας Θεούς όπου ειρωνεύομαι τις παγιωμένες αντιλήψεις περί θεών και προκαλώ για κάτι καλύτερο, 3η. Γυρεύοντας ποιητές όπου τα βάζω με τους ποιητές που αντί να μας αναστατώνουν με την ποίησή τους μάς προκαλούν χασμουρητά και 4η. Γυρεύοντας διάλογο με τους μεγάλους όπου ο Σωκράτης, ο Αϊνστάιν, ο Νίτσε, ο Καβάφης, ο Όσκαρ Ουάιλντ ακόμη και ο Μάικλ Τζάκσον μπαίνουν σε διαλόγους μεταξύ τους, αλλά και μαζί μου, για διάφορα ενδιαφέροντα θέματα. Η φράση στην παρένθεση «κατά το δαίμονα εαυτού» τονίζει την αρχή να πράττει ο καθένας μας κατά συνείδηση και όχι να ποδηγετείται. Να έχουμε δηλαδή την ελευθερία να «πηγαίνουμε γυρεύοντας» με οδηγό τη δική μας κρίση. Για αυτό γράφω κάπου στην 4η ενότητα:
 
ΜΕ ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΤΟΝ ΚΑΛΒΟ
 
Θέλει αρετή και τόλμη
η ελεύθερη σκέψη.
 
Πώς αναζητάτε την έμπνευση μες στα χρόνια της κρίσης;

Ads

Την έμπνευση δεν την αναζητάς εσύ. Σε αναζητά αυτή. Εν καιρώ κρίσης εμένα προσωπικά δεν με αφήνει ήσυχο ούτε μέρα ούτε νύκτα. Πώς να παραμείνω ασυγκίνητος στην εικόνα του μικρού τρίχρονου Σύριου, Allan, που ξέβρασε η θάλασσα μπρούμυτα στις ακτές της Τουρκίας με εκείνο το κοντό μπλε παντελόνι, την κόκκινη φανελίτσα και τα χαριτωμένα παπουτσάκια; Πώς να αντέξω στη θέα ενός ηλικιωμένου που περιμένει (από αξιοπρέπεια) να πέσει η νύκτα για να ψάξει λίγο φαγητό στον κάδο απορριμμάτων; Αλλά και αντίθετα: Μπορείς να μην εμπνευστείς μπροστά στον έρωτα, το χαμόγελο και την αισιοδοξία εν καιρώ κρίσης; Τόσο η χαρά  όσο και ο πόνος δυναμώνουν σε δυσμενείς περιόδους. Η Κρίση είναι τελικά μεγάλη μούσα.   
 
Ποια είναι η σχέση σας με τη λογοτεχνία;

Νομίζω το βιογραφικό που παραθέτω στο βιβλίο μου δίνει μια πρώτη εικόνα της περίεργης σχέσης μου με τη λογοτεχνία: Γεννήθηκα το 1973. Μετά τα 30, άρχισα να γράφω. Ποίηση γράφω πάντοτε με τον Μόντη. Τους στίχους μας επιμελείται ο Καβάφης. Ανταλλάζω απόψεις και μπαίνω σε ατέρμονες συζητήσεις με τον Διογένη, τον Σωκράτη, τον Φρόυντ και τον Ντόκινς. Συχνά με παίρνει ο Νίτσε με τον Ζαρατούστρα ορειβασία. Μένω στους πρόποδες εγώ, ενώ αυτοί απολαμβάνουν τις βουνοκορφές. Αθλούμαι επίσης, ανελλιπώς: Παίζω μποξ με το Ματθαίο, το Λουκά και τον Παύλο. Τις νύχτες, μελετώ το πιο φωτεινό άστρο του ουρανού, το Γκέμμα, με το δάσκαλό μου Δημήτρη Λιαντίνη.” Για να γίνω όμως πιο σαφής, θα έλεγα πως με τη λογοτεχνία έχω μια σχέση αγάπης και μίσους. Ενώ λατρεύω  και ευγνωμονώ συγγραφείς όπως τον Νίτσε, τον Λιαντίνη, τον Καβάφη και τον Μόντη μού προκαλούν ανία αλλά και συχνά εκνευρισμό ποιητές και συγγραφείς «του αέρα και του τίποτα». Γράφω και για τα δύο είδη, ιδιαίτερα στην 3η και στην 4η ενότητα του βιβλίου μου.
 
Μπορεί ένα καλό βιβλίο να «σώσει» την ψυχή μας;

Ένα καλό βιβλίο, ίσως. Παραδόξως όμως, ένα πολύ καλό βιβλίο δύναται περισσότερο να «καταστρέψει» αντί να «σώσει» την ψυχή μας. Εξαιρετικοί συγγραφείς και ποιητές όπως αυτοί που προανέφερα, μάς δείχνουν την αλήθεια με το έργο τους, μόνο που η αλήθεια είναι σαν τον ήλιο. Αν τον κοιτάξεις κατευθείαν σε τυφλώνει. Ενώ δηλαδή ένα βιβλίο όπως το Τάδε εφη Ζαρατούστρα ή το Γκέμμα σού χαρίζει απέραντη ικανοποίηση με τα μονοπάτια  σκέψης που σου διανοίγει, συγχρόνως σου προκαλεί απέραντο πόνο με την πικρή αλήθεια που σου φανερώνει.
 
Τα επόμενα εκδοτικά σχέδιά σας, κι όχι μόνο;

Δεν έχω ιδέα. Ειλικρινά. Γράφω από ανάγκη. Όταν λέω «από ανάγκη», εννοώ την ανάγκη που οι Αρχαίοι όριζαν ως «πάνω από τους θεούς». Είναι αυτό που οι ψυχολόγοι πολύ αργότερα ονόμασαν ορμή και οι βιολόγοι DNA. Ώσπου με σπρώχνει η ανάγκη, θα γράφω με ορμή. Όταν χαθεί, δε θα ξαναγράψω ούτε ένα στίχο. Αυτό που θέλω να πω είναι πως δεν προσπαθώ να γράφω ποίηση. Δεν βάζω στόχο μου να γίνω ποιητής. Γράφω με την ίδια ανάγκη που αναπνέω. Δεν το ορίζω, ούτε το επιλέγω. Αυτό ισχύει σήμερα. Για αυτό και μόλις έχω εκδώσει τη δεύτερη ποιητική συλλογή μου με περισσότερα από 130 ποιήματα/στοχασμούς. Για αύριο δεν μπορώ να ξέρω.