“Για μένα το δίκιο ήταν με το μέρος των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού, ενώ έτρεμε το φυλλοκάρδι μου για την τύχη του θείου Αντώνη και του ξαδέρφου μου του Αντρέα, που, αξιωματικοί του Εθνικού Στρατού, πολεμούσαν κι οι δυό στο Γράμμο και στο Βίτσι.

Ads

Με τα ξαδέρφια μου της πατρικής ευρείας οικογένειας ποτέ δεν πάψαμε να έχουμε ζεστές αδελφικές σχέσεις. Ήμαστε και τα τέσσερα ορφανά από πατέρα και είχαμε συνδεθεί στενά από τα πρώτα μας παιδικά χρόνια.

Η θεία Λέλα ήταν η καλοσύνη προσωποποιημένη και πρόσφερε απλόχερα την αγάπη της σε όλους γύρω της. Τη συγκρατημένη ψυχρότητα της θείας Τασίτσας απέναντί μου τη σεβόμουνα και τη δικαιολογούσα.

Αλλά του θείου Γιάννη τις δημηγορίες εκείνα τα κυριακάτικα μεσημέρια που συναντιόμαστε γύρω από το κοκκινιστό της θείας Λέλας, χρειαζόταν γερό στομάχι για να τις υπομείνει κανείς.

Ads

Αφού ακούγαμε πρώτα την ταχτική προπαγάνδα της ραδιοφωνικής εκπομπής που άρχιζε με τη φράση «Σας ομιλούν οι από τριών χιλιάδων ετών Έλληνες της Μακεδονίας, της Θράκης και της Ηπείρου», ο θείος εξέφραζε αναλυτικά τις απόψεις του για τους «Εαμοβούλγαρους», τους «συμμορίτες» και τους «ασυνείδητους συνοδοιπόρους» τους. Τσιμουδιά εγώ!

Καθώς ήταν συν-κηδεμόνας μου με τη μαμά, την καλούσε από καιρό σε καιρό, για να δώσει οδηγίες για την ανατροφή μου. Μια φορά ήταν ιδιαίτερα επικριτικός και της συνέστησε να με συνετίσει, γιατί είχα δείξει ανάρμοστη συμπεριφορά στο τελευταίο κυριακάτικο τραπέζι.

Η μητέρα μου θορυβήθηκε: – «Σου αντιμίλησε, Γιάννη μου;» –«Όχι βέβαια. Αλλά την ώρα που έλεγα πως ο Ηλίας Ηλιού οφείλει να υπογράψει δήλωση μετανοίας για να γυρίσει στην οικογένειά του, να ‘ξερες πώς με κοίταξε!»… Δεν είχα προλάβει, φαίνεται, να λογοκρίνω το βλέμμα μου.

Μια δεκαετία περίπου μετά, πήγα να αναγγείλω στον θείο μου πως επρόκειτο να παντρευτώ τον Φίλιππο Ηλιού. Έγινε έξαλλος. Και, μεταξύ άλλων πολλών, μου είπε πως είναι αδιανόητο, η δική του ανηψιά να παντρευτεί έναν «πρώην κατάδικο» – λες κι ο Φίλιππος είχε υπάρξει βαρυποινίτης στο Αλκατράζ. (Στην πραγματικότητα, δεν είχε ούτε καταδικαστεί ούτε δικαστεί ούτε κατηγορηθεί ποτέ.

Είχε μόνο τσουβαλιαστεί, μαζί με πολλούς άλλους, όταν παρουσιάστηκε για να κάνει τη στρατιωτική του θητεία, την οποία εξέτισε έγκλειστος στο «σύρμα» του Μακρονησιού). Αυτή τη φορά του «αντιμίλησα». O θείος δεν ήρθε στο γάμο.
Πέρασαν άλλα είκοσι περίπου χρόνια, για να καταγραφεί και επίσημα εκείνη η φοβερή περιπέτεια του τόπου μας ως «εμφύλιος πόλεμος». Oι νεότερες γενιές είναι δύσκολο να συλλάβουν το βάρος των λέξεων αυτών. Εμφύλιος πόλεμος είναι να έχεις στην οικογένειά σου θύματα κι από τις δύο πλευρές”.

Aπόπασμα από το βιβλίο της Μαρίας Ηλιού, “Παιχνίδια πολέμου“, (σειρά Μαρτυρίες, Εστία 2012)
imageimage

Μια ενδιαφέρουσα πλευρά της καθημερινότητας μας ήταν το να διασχίζεις την Αθήνα τη νύχτα. Συσκότιση. Η συνηθισμένη μας διαδρομή: Σοφοκλέους – πλατεία Βικτωρίας – Σοφοκλέους. Όταν ήταν καλυμμένος και ο ουρανός και δεν φαίνονταν ούτε φεγγάρι ούτε αστέρια, το σκοτάδι έπηζε και περπατούσες σαν μέσα σε μαύρο σύννεφο, κοντά στους τοίχους για να μη χαθείς, τεντώνοντας τα αυτιά σου για να πιάσεις τους ήχους, την ένταση και την κατεύθυνση τους, αδιευκρίνιστους ήχους, βήματα, χαμηλόφωνες ομιλίες, έτσι ώστε να μην τσουγκρίσεις με αυτούς που έρχονταν από την απέναντι πλευρά, αλλά και να μην πέσεις απάνω σε αυτούς που προπορεύονταν. Ήταν φορές που σκιές ξεφύτρωναν αναπάντεχα μπρος στη μύτη σου.

Άλλοτε, μερικές σύντομες λάμψεις από κάποιο φακό, δικό σου ή ξένο, αποκαθιστούσαν για δευτερόλεπτα τη γνωστή σου πραγματικότητα και πάλι βουτούσες στην αδιαπέραστη μαυρίλα. Όταν έβρεχε, όλα ήταν πιο δύσκολα. Έπειτα από τόσες δεκαετίες, είναι σίγουρο πως οι αναμνήσεις έχουν ξεθωριάσει και αλλοιωθεί. Δεν βρίσκω, όμως, ανάμεσα τους, ίχνος φόβου για κάποιο πιθανό κακό συναπάντημα κατά τις νυκτερινές αυτές διαδρομές της οικογενειακής μας ομάδας των γυναικόπαιδων, στην Αθήνα του πολέμου.

Ένα ταξίδι από την πρώτη παιδική στην εφηβική ηλικία σε δύσκολα χρόνια: Πόλεμος. Κατοχή, Αντίσταση. Εμφύλιος, Ανυποψίαστοι οι ενήλικοι για τις εσωτερικές διεργασίες στον κόσμο των παιδιών. Καταστάσεις που άφησαν ανεξίτηλα σημάδια στην παιδική συνείδηση και προκαλούν τη μνήμη δεκαετίες αργότερα. Η εισβολή συνταρακτικών ιστορικών γεγονότων στην καθημερινότητα μιας γενιάς που τώρα φεύγει· θα μπορέσει να συνομιλήσει με τον σημερινό αναγνώστη;