Η εισαγωγή της εικόνας στον πολιτισμό μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η κυριαρχία της προς τα τέλη του Κ’ αιώνα, έχουν πια διαμορφώσει ένα καινοφανές μέχρι σήμερα πολιτιστικό μοτίβο. Εξάλλου, δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν ότι ο «πολιτισμός της εικόνας» εξοβέλισε τον «πολιτισμό του λόγου».

Ads

Μολονότι τη θέση τούτη την βρίσκουμε ιδιαίτερα υπερβολική, και πιστεύουμε ότι είναι αποτέλεσμα της ώσμωσης μεταξύ των διαφορετικών μορφών Τέχνης ως πειραματισμών στη γραφή, έχει σημασία να υπογραμμίσουμε την αλλαγή που η εικόνα επέφερε στην λογοτεχνία. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αφήγηση ως πράξη επικοινωνίας πλέον διακρίνεται από την αμεσότητα της εικόνας εξοστρακίζοντας τις ανούσιες λεπτομέρειες και μένοντας σε μία σεναριακού τύπου διήγηση ή περιγραφή.

Οι λογοτέχνες περισσότερο εμμένουν στην περιγραφή των ενεργειών ώστε διά εκείνων να εξάγεται το συμπέρασμα και το συναίσθημα με τον αναγνώστη ενεργό υποκείμενο να συμπληρώνει τα κενά. Ο λογοτεχνικός λόγος πλησιάζει όλο και περισσότερο στην αφαιρετικότητα του σεναριακού, αφηγούμενος ιστορίες με εικόνες σε καθορισμένο χώρο όπου τα πρόσωπα δρουν με την αφετηριακή διαπίστωση πως παρουσιάζουν όσα τελούνται στα “μάτια” του αναγνωστικού κοινού, κατά το show don’t tell. Έτσι, ο συγγραφέας με τη χρήση ζωηρών εικόνων ζωντανεύει τη δράση στο μυαλό του αναγνώστη, “σκηνογραφώντας ” την.

Τούτη η ιδιαίτερη αλληλεπίδραση των τεχνών, μοιάζει να έχει απήχηση και στην ποίηση ξεπερνώντας συχνά την παραδοσιακή προσέγγιση. Χαρακτηριστική σε τούτο είναι η ποιητική συλλογή της Άντζελας Ζιούτη «ο άνθρωπος που μιλούσε με τ’ αγάλματα» (Γαβριηλίδης, 2017), όπου η ποιήτρια συνθέτει πάνω στη στιχουργική συνύπαρξη με την κινηματογραφική εικόνα για την ανθρώπινη συνθήκη.

Ads

Επίκεντρο της θεματικής της είναι ο έρωτας. Μα το ερωτικό στοιχείο λειτουργεί ως συνθήκη της ζωής που δίνει την ευκαιρία στην ποιήτρια να προσεγγίσει από μια άλλη οπτική τις ανατροπές της ζωής και την πτώση. Αντιρεαλιστικά και αντιρομαντικά ποιεί με τόνο δραματικό για την πολλαπλή κρίση που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι.

Βρίσκει την ευκαιρία να στοχαστεί για τη μοναξιά/χωρισμό (στην καλή αντάμα, αποχαιρετισμός, έλλειμμα, το ραντεβού) και τον έρωτα (δαγκωμένο μήλο, σπίτι στον ουρανό, τα φωνήεντα) ή τη μοίρα/ζωή (στενό κοστούμι η μοίρα, η πιάτσα των ταξί) και την τραγικότητα του ανθρώπου ως του μόνου όντος που γνωρίζει τον τέλος του (το διανυκτερεύον φαρμακείο, διορισμός) και τις συμβάσεις στις οποίες υποτάσσεται ο καθένας, με οπτικοποίηση του κοινωνικού κι ατομικού χώρου.
Μέσα σε ένα λιτό αφηγηματικό πλαίσιο πλάθει μικρές ιστορίες συναντήσεων ερωτικών, χωρισμών και μοναχικών ανθρώπων. Συχνά μοιάζει σαν να περιγράφει μια κινούμενη φωτογραφία που δίνει την ευκαιρία στη δημιουργό να στοχαστεί (πόλεμος δίχως εχθρό, δαγκωμένο μήλο, στενό κοστούμι, η μοίρα στους τέσσερις ανέμους τούτο το φως είναι γλυκό και τους ανθρώπους). Αξιοποιεί το μυθολογικό θησαυροφυλάκιο εισάγοντας με φυσικότητα στη στιχουργική της τα εύληπτα -στη συναισθηματική απορρόφησή τους- μυθικά σύμβολα (δαγκωμένο μήλο, Προκρούστης, παλιοί εραστές).

Χαρακτηριστικό είναι ότι όλες οι συνθέσεις είναι σε τρίτο πρόσωπο (το ραντεβού) αποφεύγοντας την αυτοαναφορικότητα και συμβάλλοντας στην μυθοπλαστική με έναν ποιητικό παντογνώστη αφηγητή. Συχνά η αφήγησή της μοιάζει ψυχρή, αμέτοχη συναισθηματικά. Μα τούτη η απόσταση μέσα στο λιτό σεναριακό ύφος, ενισχύει περισσότερο τη δύναμη του συναισθήματος που εκτοξεύει, δίχως να το επιβάλλει στον αναγνώστη/ακροατή. Κι ας μην ξεχνάμε πως ο αφηγητής, κατά τον Genete δεν ταυτίζεται με τον συγγραφέα/ποιητή. Είναι ένα ποιητικό αίτιο που απομακρύνεται από τον ποιητή επιτελώντας εκτός από τη σκηνοθετική-οργανωτική λειτουργία και τη σκηνογραφική.

Οι τίτλοι της σε λίγες λέξεις ενσωματώνουν το κεντρικό μήνυμα της σύνθεσης με τη μορφή μιας ψυχρής αφήγησης. Άλλοτε επιμήκεις κι άλλες φορές σύντομοι λειτουργούν σαν κλειδιά που ανοίγουν τη θύρα της ποιητικής περιγραφής, σαν μια κινηματογραφική σκαλέτα, χωρίς να παραβλέπουμε πως το ποιητικό υποκείμενο είναι σχεδόν πάντα άνδρας αποφεύγοντας έτσι μία έμφυλη προσέγγιση.
Η ποίηση της Ζιούτη είναι «κλειστού χώρου» (στενό κοστούμι η μοίρα, στους τέσσερις ανέμους, παλιοί εραστές, αποχαιρετισμός, ανθοδέσμη στα λασπόνερα, το νερό της μπανιέρας) με πυρήνα μοναχικούς ανθρώπους που στοιβάζονται σε μία περιορισμένη χωρικά ποιητική σκηνή (διορισμός, το φυτό που δεν το έβλεπε ο ήλιος). Ακόμα κι όταν ο χώρος είναι ανοιχτός, το ποιητικό υποκείμενο είναι μόνο, με μια σχεδόν αγοραφοβική συστολή (Προκρούστης, οι φωτεινές επιγραφές, εμβατήριο). Το ίδιο κι όταν υπονοείται η παρουσία κι άλλων ανθρώπων στον μικρό ποιητικό χώρο (σήμερα γάμος γίνεται, το αστείο, των Αγίων). Άλλοτε, ο ανοιχτός χώρος ενισχύει το συναίσθημα της μοναξιάς του δρώντος υποκειμένου (το πικάπ που δεν είχε βελόνα, η φουρκέτα, η πιάτσα των ταξί, γυναίκα στο μπαλκόνι).

Η περιγραφή του χώρου ξεχωρίζει με τις επιλεκτικές λεπτομέρειες. Συχνά -επιφανειακά εξεταζόμενες- φαντάζουν περιττές. Μα στην ουσία καμία σκηνογραφική πληροφορία δεν είναι άχρηστη. Όλες συμβάλλουν στην αποτύπωση του ψυχικού κόσμου του ποιητικού υποκειμένου και τον εξακοντισμό του συναισθήματος στον ακροατή/αναγνώστη (το αγαλματίδιο, γυναίκα στο μπαλκόνι). Κάθε λεπτομέρεια παίζει τον δικό της ρόλο στον στίχο, με τη λειτουργικότητα της κινηματογραφικής αφήγησης (κλακέτα, ένα φλιτζάνι πορσελάνης, τα σκυλιά που τον ακολουθούσαν), όπου όλα πρέπει να αποτυπώνονται σε εικόνες (το πικάπ που δεν είχε βελόνα, φωταγωγός, τούτο το φως είναι γλυκό για τους ανθρώπους, σπίτι στον ουρανό, οι ήρωες της λογοτεχνίας, το νερό της μπανιέρας). Άλλωστε, δεν εκλείπουν και οι αναφορές στο θέατρο ή τους ηθοποιούς και τον κινηματογράφο (στο φουαγιέ του θεάτρου, τούτο το φως είναι γλυκό για τους ανθρώπους, ταινία με λυπημένο φινάλε).

Χαρακτηριστικό της εικαστικής της είναι η αποτύπωση καθημερινών στιγμών μέσα στον κλειστό χώρο. Στιγμές τόσο οικείες σε όλους ώστε να μοιάζει η ποιητική αφήγηση πως εξάγεται από τον οικείο χώρο του αναγνώστη/ακροατή. Με το in media res ξεκίνημα της στιχουργικής διήγησης το κοινό εισέρχεται ταχύτατα στον οικείο τούτο χώρο (αποχαιρετισμός, ανθοδέσμη στα λασπόνερα, το ραντεβού, διορισμός, το νερό της μπανιέρας, το πουκάμισο, αυτός που άφηνε όρθιο το σίδερο να μην καεί ο γιακάς). Και μέσα από τις αντιθέσεις που δημιουργεί η ποιήτρια -νοηματικά ή με τη διαμόρφωση του περιβάλλοντα χώρου- εντείνεται το συναίσθημα της μοναξιάς. Ακόμα και η εισαγωγή των κοινωνικών παραστάσεων (ταινία με λυπημένο φινάλε, οι φωτεινές επιγραφές, τα σκυλιά που τον ακολουθούσαν, η πιάτσα των ταξί) εκτελείται με τέτοια φυσικότητα, ώστε να αποτελούν ένα κοινό βίωμα.

Και μέσα στο φιλμικό πλάνο ξεχωρίζει η κίνηση (το πικάπ που δεν είχε βελόνα, καφές στη χόβολη, ήμερα γάμος γίνεται, ταινία με λυπημένο φινάλε, κλακέτα, τα λιγνά χέρια) -άμεση ή συνυποδηλωτικά εκφρασμένη με λέξεις που την υπονοούν- και ο ήχος. Εικόνες ακουστικές (καφές στη χόβολη, τούτο το φως είναι γλυκό για τους ανθρώπους, ανθοδέσμη στα λασπόνερα, ο υποβολέας) ενισχύουν την κινηματογραφική ποίηση της Ζιούτη (ένα πιστόλι από το ψιλικατζίδικο, τα χρυσά δόντια της τσιγγάνας, ταινία με λυπημένο φινάλε, το πουκάμισο) που ενισχύονται από την παραστατικότητα των διαλόγων. Οι ίδιοι οι διάλογοι με τις ευθείες ερωτήσεις, εξάλλου, εντείνουν το συναίσθημα της μοναξιάς και διαστέλλουν τον πόνο του χωρισμού (σπίτι στον ουρανό, πόλεμος χωρίς εχθρό, στους τέσσερις ανέμους, φωταγωγός).

Και τούτη η εικονοποιία υποστηρίζεται από λιτά σχήματα εισαγωγής του φυσιολατρικού στοιχείου (το πέταγμα έξω από το κάδρο, στην καλή σάλα αντάμα, το πικάπ που δεν είχε βελόνα, το φυτό που δεν το έβλεπε ο ήλιος) και με παρομοιώσεις -με τη χρήση του “σαν” ή με ευρηματικές εναλλακτικές εκφράσεις- (στην καλή σάλα αντάμα, φωταγωγός, τούτο το φως είναι γλυκό για τους ανθρώπους, σπίτι στον ουρανό, δαγκωμένο μήλο, οι ήρωες της λογοτεχνίας, ταινία με λυπημένο φινάλε, το πουκάμισο) και μεταφορές με υπερρεαλιστικές επιρροές (στο βάθρο, οι χτίστες, η αγάπη είναι ένα κασμιρένιο παλτό, το αστείο, διορισμός).

Η ποίηση της Ζιούτη δεν χρειάζεται κάποιον ερμηνευτή. Με αμεσότητα μιλά απευθείας στην καρδιά του κοινού (μετανάστες). Και σε τούτη ακριβώς την ακρίβεια συμβάλλει η κινηματογραφική υφή της αφήγησής της. Η ποιήτρια δεν καθοδηγεί το κοινό στην εξαγωγή των δικών της συναισθημάτων. Αντίθετα, αφήνοντας ελεύθερο τον ακροατή/άγνωστη να μπει στην κινηματογραφική σκηνή, όπου αποτυπώνει ένα μικρό στιγμιότυπο της ζωής του κάθε ποιητικού ήρωα, αφήνει ελεύθερο τον δέκτη να συναισθανθεί και να βιώσει σχεδόν τον ψυχισμό του μέσα από την οικειότητα του χώρου.

Και αυτή είναι η ξεχωριστή εικαστική οπτική της Ζιούτη, με κίνηση και ήχο, καθώς δεν επιβάλλει συναισθήματα ή μηνύματα, είναι ιδιαίτερη. Μέσα από την οπτική αποτύπωση του χώρου και των ενεργειών των ποιητικών προσώπων ενσωματώνει την ουσία της κινηματογραφικής αφήγησης στην ποίηση, κατά το show, don’t tell.