Οι συγγραφείς συνήθως ψάχνουν ένα θέμα. Στην Επιστροφή στη Σμύρνη τα πράγματα συνέβησαν ανάποδα: το θέμα ξύπνησε στο συγγραφέα τη διάθεση της συγγραφής. Μια διάθεση που βρισκόταν σε ύπνωση τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια…” ο Ευάγγελος Μαυρουδής μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη για τη δημιουργική πορεία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο– του βιβλίου “Φως εξ ανατολών”: Το τρίτο μέρος της τριλογίας “Επιστροφή στη Σμύρνη”, από την έμπνευση μέχρι το… τυπογραφείο.

Ads

 
” …Ο συγγραφέας, δηλαδή εγώ, μετά από μία δραστήρια και θυελλώδη πρώτη νεότητα,
είχε αφήσει να σιτίζουν στο συρτάρι του κάμποσα θέματα. Και από τη στιγμή που αφιερώθηκε στο θέμα της Σμύρνης, χρειάστηκαν άλλα δεκαπέντε χρόνια ακόμη, μέχρι το πρώτο μέρος της τριλογίας -Η θάλασσά μας- να βρεθεί στα χέρια των αναγνωστών.
 
ΟΙ ΜΝΗΜΕΣ
Και οι δυο γονείς μου γεννήθηκαν στη Σμύρνη. Ο πατέρας μου μεγάλωσε στην Καραντίνα, το προάστιο του ήρωα της τριλογίας. Ήρθε στην Ελλάδα έντεκα χρονών με την Καταστροφή. Οι μνήμες της μητέρας μου ήταν θολές: γεννήθηκε το 1917 και μεγάλωσε στο Μπουρνόβα από όπου έφυγε με την 35χρονη τότε γιαγιά μου, χήρα ενός Έλληνα φούρναρη από το Αυλωνάρι της Εύβοιας. Ο φούρνος του παππού μου, που πέθανε από φυματίωση λίγο μετά την άφιξη του ελληνικού στρατού, ήταν στη συνοικία του Αγίου Νικολάου της Σμύρνης.
 
Μεγάλωσα μέσα στις μνήμες των ανθρώπων αυτών ταξιδεύοντας με το ιππήλατο τραμ
και τη μελωδική απαγγελία των στάσεων από τον τραμβαγέρη ή τρώγοντας τους κεφτέδες που είχε τηγανίσει η γιαγιά μου την ώρα που οι τσέτες έμπαιναν στον Μπουρνόβα.
 
Στην πραγματικότητα οι γνώσεις μου για την εποχή ήταν λίγο περισσότερο από οικογενειακές: δηλαδή θολές και ανιστόρητες. Από φοιτητής μάζευα βιβλία (που υπολόγιζα κάποτε να διαβάσω) και επισκεπτόμουν εκθέσεις φωτογραφίας και ντοκουμέντων από τις χαμένες πατρίδες. Λόγω της μαχόμενης ιατρικής που υπηρετούσα είχα ελάχιστο ελεύθερο χρόνο, ο οποίος αφιερωνόταν στις οικογενειακές υποχρεώσεις που είχα δημιουργήσει.
 
Η ΑΦΟΡΜΗ
Σε μια μεταμεσονύχτια ιατρική επίσκεψη για μία έγκυο που δυσπνοούσε γνωρίστηκα
με τον άντρα της, ένα νεαρό Αλβανό ζωγράφο. Ήταν οικονομικός μετανάστης και εντυπωσιάστηκα από την τεχνική του. Είδα τις ανάγκες του και την προσπάθεια του να επιβιώσει, έτσι του πρότεινα ως θέμα τον Χρυσόστομο Σμύρνης και τη Μικρασιατική Καταστροφή, μια και στην περιοχή το προσφυγικό στοιχείο ήταν ιδιαίτερα πολυπληθές ενώ το πρόσωπο του Χρυσοστόμου, που πριν λίγα χρόνια είχε αγιοποιηθεί, ήταν αγαπητό επειδή καταγόταν από το ίδιο χωριό με τους ιδρυτές της Ραφήνας. Για να τον βοηθήσω μάλιστα κάθισα και διάβασα τα Χριστούγεννα του 1996 το βιβλίο του Χρήστου Σολομωνίδη, που με περίμενε κάμποσα χρόνια στη βιβλιοθήκη μου, και σκαρίφισα 15 πρόχειρα σκίτσα για αντίστοιχους πίνακες που ο ζωγράφος θα ζωγράφιζε και θα πουλούσε. Έδειξε ενθουσιασμό αλλά, παρά τις παραινέσεις μου, δεν ξεκινούσε. Γύρευε, όπως κατάλαβα, κάτι χειροπιαστό. Έχοντας όμως ζεσταθεί ο ίδιος από το θέμα και συνεπαρμένος από την ιδέα, του πρότεινα να ξεκινήσει επί τέλους, αναλαμβάνοντας προσωπικά και εξ ολοκλήρου το κόστος. Κοστολογήσαμε λοιπόν τους πίνακες (πριν φυσικά κατασκευαστούν) με βάσει τις διαστάσεις τους και αφού καταλήξαμε στο ποσό (το οποίο ήταν αρκετά σημαντικό) το διαιρέσαμε σε δέκα ισόποσες μηνιαίες δόσεις, κατέβαλα την πρώτη και ο ζωγράφος ξεκίνησε.
 
Τα προσχέδια των έργων, με βάση τα οποία έγιναν οι πίνακες, είναι τα πενάκια που χρησιμοποίησα αργότερα σαν βινιέτες στον πρώτο και στη συνέχεια στον τρίτο τόμο της τριλογίας που τότε δεν είχα καν εμπνευστεί. Η έκθεση των πινάκων με τίτλο «Ο τελευταίος Ιεράρχης» πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1997 στη Ραφήνα, το 1998 την Αθήνα και τα επόμενα τρία χρόνια περιόδευσε σε πολλές ελληνικές πόλεις. Συνοδευόταν από ένα ομότιτλο πολυσέλιδο ποίημα που έγραψα την ίδια περίοδο το οποίο μοιραζόταν δωρεάν στους επισκέπτες της έκθεσης. Το έργο αυτό και η ζωγραφική συλλογή αποτυπώνουν τις αντιλήψεις μου για την Μικρασιατική υπόθεση εκείνη την εποχή. Ωστόσο οι πρώτες και βαθύτερες αυτές γνώσεις που είχα αποκτήσει, αντί να δίνουν απάντηση στις απορίες μου, είχαν δημιουργήσει έναν καταρράκτη ερωτημάτων που ξεκινούσαν και ξαναγύριζαν στο εξής ζητούμενο: τι ακριβώς συνέβη το 1922 και γιατί; 
 
ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ
Τον καιρό εκείνο έτυχε να επισκεφτώ το στρατόπεδο του Άουσβιτς στην Πολωνία. Ήταν μια επίσκεψη που με συγκλόνισε. Έχοντας παρακολουθήσει μικρός (με τα δόντια να τρίζουν) το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ στον κινηματογράφο, δίπλα στον πατέρα μου, και αργότερα το Ολοκαύτωμα στην τηλεόραση και εκείνη την εποχή τη λίστα του Σίντλερ, περίμενα να με κατακλύσουν τα ίδια (ίσως και πιο φοβερά) συναισθήματα, την ώρα που θα περνούσα κάτω από την περίφημη πύλη που έγραφε με σιδερένια γράμματα «η εργασία απελευθερώνει».
 
Όταν όμως έφτασα εκεί, συγκλονίστηκα από την έλλειψη συγκλονισμού! Ας είδα τρομερά πράγματα, σαδιστικές μεθόδους θανάτωσης, που μόνο διεστραμμένοι θα είχαν το ταλέντο να φανταστούν. Η ανατριχιαστική πραγματικότητα του μουσειακού Άουσβιτς δεν είχε τη δύναμη των εικόνων που είχε γεννήσει μέσα μου η (κινηματογραφική) τέχνη.
 
Έτσι, ως απάντηση στα ερωτήματα που με απασχολούσαν για τη Μικρασιατική Καταστροφή, και επιλέγοντας την τέχνη σαν την πιο πρόσφορη μέθοδο για να τους δώσω πνοή,  αποφάσισα –πέρα από τη συνέχιση της μελέτης- να ξεκινήσω το σκαρίφημα ενός μυθιστορήματος στο οποίο μάλιστα έδωσα από την αρχή τον τίτλο: Επιστροφή στη Σμύρνη.
 
Η ΠΛΟΚΗ ΚΑΙ ΟΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ
Θα επρόκειτο πράγματι για μια επιστροφή, για ένα ξανακοίταγμα του ζητήματος. Έφτιαξα λοιπόν την πρώτη πλοκή –που στη συνέχεια άλλαξε αρκετά κάμποσες φορές- κρατώντας όμως πάντα σταθερό και αναλλοίωτο το αρχικό εύρημα το οποίο αποκαλύπτεται λίγο πριν το τέλος του έργου. Στη συνέχεια δημιούργησα δυο αλλόθρησκες οικογένειες, μια ελληνική και μια τούρκικη (αργότερα συνειδητοποίησα ότι η πρώτη ήταν ρωμαίικη και η άλλη μουσουλμανική) και τις τοποθέτησα σε δυο γειτονικά σπίτια στην Καραντίνα της Σμύρνης. Έχτισα τους βασικούς χαρακτήρες δουλεύοντας το παρελθόν τους, τα πιστεύω, τα γούστα τους, την εμφάνιση και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, και τους τοποθέτησα στην πλοκή η οποία, πέρα από το βασικό καμβά της, περιέλαβε αρκετές περιπέτειες των οικογενειακών και συγγενικών μου αφηγήσεων.
 
Ποτέ δεν ξέχασα βέβαια ότι ο πραγματικός πρωταγωνιστής της τριλογίας ήταν η Ιστορία, δηλαδή  -από τεχνική άποψη- το (ιστορικό) φόντο. Κι ενώ σε ένα κανονικό μυθιστόρημα ο πρωταγωνιστής κυριαρχεί, στην τριλογία χρειάστηκε να σβηστούν πολλές σελίδες, όταν διαπίστωνα ότι το φόντο (δηλαδή η Ιστορία) έπνιγε την ιστορία μου. Εκείνο άλλωστε που, κατά τη γνώμη, πρέπει να προσέχει κανείς γράφοντας ένα ιστορικό μυθιστόρημα είναι οι λεπτομέρειες που συνιστούν την ιστορική αλήθεια, όχι βέβαια για να παραστήσει (έστω έμμεσα) τον δάσκαλο της Ιστορίας αλλά για να κάνει το μυθιστόρημά του αληθοφανές.
 
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΣΕΙΣ
Προσπάθησα λοιπόν να μην ξεφύγω από τη σημαντική αυτή αρχή. Και, όπως ο διάβολος το λιβάνι, απέφυγα τις κρίσεις και τα συμπεράσματα. Ένας μεγάλος φιλόσοφος έχει πει ότι όσες λιγότερες κρίσεις διατυπώνει ο συγγραφέας στο έργο του, τόσο περισσότερο πετυχημένο γίνεται το έργο. Σε ένα ιστορικό μυθιστόρημα μάλιστα όπου το πρωταγωνιστικό φόντο, δηλαδή η ιστορική αλήθεια, είναι ήδη κάτι αμφιλεγόμενο, όχι μόνο από τους νικημένους και τους νικητές αλλά και από μια σειρά αντικρουόμενες απόψεις τις οποίες στους μεν έχει αυγατίσει η ήττα και στους δε έχει καταπνίξει η νίκη, η συμβουλή αυτή αποδεικνύεται χρυσή.
 
Αξίζει επίσης να υπογραμμίσω ότι η ιστορία της Μικρασιατικής Καταστροφής, τουλάχιστον από τη δική μας, την ελληνική πλευρά, είναι γεμάτη μύθους. Από τα παραμύθια περί πούδρας που έβαζαν στο πρόσωπο οι αριστοκράτες Έλληνες αξιωματικοί πριν πολεμήσουν, σύμφωνα με ένα διάσημο Αμερικανό συγγραφέα και δημοσιογράφο, μέχρι τις υπερβολές περί απεργίας του ελληνικού στρατού, ο οποίος ακριβώς λόγω αυτής της στάσης του εγκατέλειψε τη Μικρά Ασία χωρίς να ηττηθεί ποτέ από τους Τούρκους, σύμφωνα με ένα μελετητή βραβευμένο μάλιστα από την Ακαδημία Αθηνών γι’ αυτές τις διαπιστώσεις. Ωστόσο η μυθολογία, αναγκαία ίσως ψυχολογικά αλλά και παράλληλα πηγή αρχέγονων αληθειών, αποτέλεσε δεξαμενή για την άντληση πλοκής και ηρώων.
 
Η ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΚΑΙ Η ΕΚΔΟΣΗ
Το πρώτο μέρος της τριλογίας –Η θάλασσά μας- ξεκίνησε να γράφεται το 2000 και τελείωσε το 2003. Υπολόγιζα να είχα τελειώσει ως τότε όλο το έργο αλλά η εμπλοκή μου με την τοπική αυτοδιοίκηση και τα πολιτιστικά της Ραφήνας απορρόφησαν το μεγαλύτερο κομμάτι του  ελεύθερου χρόνου μου. Ξεκινώντας όμως το δεύτερο μέρος –Ittihat ve Terakki (Ένωση και Πρόοδος)- όπου θα έπρεπε να πρωταγωνιστήσει η τουρκική ιστορία, διαπίστωσα ότι όσα νόμιζα πως ήξερα μελετώντας τις ελληνικές πηγές ήταν ελάχιστα και ανεπαρκή. Αναζήτησα πηγές από βιβλία και διατριβές που είχαν αρχίσει να γράφονται τη δεκαετία του ’90 σε διάφορα τούρκικα, αγγλικά και αμερικανικά πανεπιστήμια. Ευτυχώς βρήκα έναν Τούρκο φοιτητή που έκανε μεταπτυχιακά στην Αθήνα και έκανα μαζί του ένα χρόνο εντατικά μαθήματα τουρκικών. Μπόρεσα (με μεγάλη δυσκολία) να διαβάσω κάποια κείμενα, ενώ ο ίδιος με βοήθησε μεταφράζοντας μου στα αγγλικά. Στα τέλη του 2007 είχα τελειώσει το δεύτερο μέρος και τον επόμενο χρόνο ξεκίνησα το τρίτο –Φως εξ Ανατολών- που ολοκληρώθηκε το 2009. Ωστόσο το έργο ήταν μεγάλο σε έκταση και άρχισα να φοβάμαι (βλέποντας και την κρίση να έρχεται) ότι δε θα υπάρξει εκδότης να ενδιαφερθεί. Έτσι αφαίρεσα πολλά και το μετέτρεψα σε δίτομο.
 
Τελικά στα τέλη Ιανουαρίου 2010 το έστειλα με κούριερ χωρίς να επιδιώξω προσωπική επαφή. Μια βδομάδα αργότερα δέχθηκα τηλεφώνημα από τον Κέδρο. Συμφώνησα αμέσως. Ο Κέδρος (του Ρίτσου, της Διδώς Σωτηρίου, του Βάρναλη, του Στρατή Τσίρκα) ανήκε στη σφαίρα της φαντασίας μου και του θαυμασμού μου. Ο εκδότης με ρώτησε αν μπορούσα να μοιράσω τα δύο μέρη στα τρία και ομολόγησα ότι επρόκειτο για τριλογία από την αρχή.
 
ΤΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Στις αρχές του φετινού Σεπτέμβρη, λίγες μέρες πριν ξεκινήσει να τυπώνεται το τρίτο μέρος, έπεσε στα χέρια μου ένα κείμενο που έψαχνα αλλά δε μπορούσα να βρω: η διδακτορική διατριβή στο King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου της παλιάς μου συμφοιτήτριας Βάνας Σολομωνίδου με θέμα “Greece in Asia Minor: The Greek Administration of the Vilayet of Aidin, 1919-1922”. Αιτία της αναζήτησης ήταν οι ανατρεπτικές απόψεις της Βάνας –τις οποίες είχα διαβάσει αποσπασματικά σε δυο άρθρα της- για τις μέχρι και σήμερα ισχύουσες δοξασίες περί του ύπατου αρμοστή της Σμύρνης, Αριστείδη Στεργιάδη. Η προσωπική μου έρευνα με είχε οδηγήσει σε συμπεράσματα διαφορετικά από εκείνα που έχουν επικρατήσει εδώ και ενενήντα χρόνια. Η ανάγνωση των στοιχείων και των ντοκουμέντων της Σολομωνίδου επιβεβαίωσε τις απόψεις αυτές και διεύρυνε τις γνώσεις μου. Έτσι την τελευταία στιγμή αφαίρεσα ένα (συκοφαντικό) επεισόδιο και πρόσθεσα κάποιες πληροφορίες οι οποίες, στα πλαίσια της λογικής που έχω ήδη εξηγήσει, βοηθούν τον αναγνώστη να εκτιμήσει όσα ξέρει και να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα.         
 
 Η λογοτεχνία για τη Μικρασιατική Καταστροφή έχει ένδοξο και σημαντικό παρελθόν και σχετικά πλούσιο παρόν. Κάπου διάβασα ότι το θέμα είναι εξαντλημένο. Ωστόσο οι καινούργιες πηγές, άγνωστες στο ευρύ κοινό που όπως προανέφερα έχουν αρχίσει να κυκλοφορούν τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, εδραιώνουν μέσα μου την πεποίθηση ότι πρόκειται ακόμη να διαβάσουμε πολλά. Οι αντιλήψεις για το ζήτημα και οι πληροφορίες για τα γεγονότα, καθώς συμπληρώνονται 90 χρόνια από τότε, θα είναι την επόμενη δεκαετία τελείως διαφορετικές σε σχέση με εκείνες που όλοι έχουμε ή νομίζουμε ότι ξέρουμε.”

imageimage
 
   “Φως εξ Ανατολών”, Εκδόσεις Κέδρος