«Μετά από έξι δεκαετίες, η Κύπρος αναδύθηκε πάλι ως πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματός μου «Οι σαράντα τρεις σιωπές», που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Κέδρος. Ως ιστορικό πλαίσιο διάλεξα την τουρκική εισβολή του 1974, δηλαδή την τελευταία προσώρας τραγωδία του Ελληνισμού, χωρίς  να αποσιωπώ τα λάθη και τα αμαρτήματα της δικιάς μας πλευράς. Η Διδώ Σωτηρίου, μιλώντας για τη μικρασιατική καταστροφή, γράφει κάπου για τους συμμάχους μας, που ανάλογα με τα συμφέροντά τους μας πάνε και μας φέρνουν: “Δικά μας λάθη, δικά τους συμφέροντα, κι έρχονται και τα δυο μαζί κι αυτός ο τόπος έχει μια προαιώνια τραγικότητα”».

Ads

Η συγγραφέας Λία Μεγάλου-Σεφεριάδη αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη τη δημιουργική πορεία της συγγραφής -από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο- του νέου της μυθιστορήματος:

Ήταν το 1955, εποχή που οι λαοί σάρωναν την αποικιοκρατία, όταν ξεκίνησε ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας των Κυπρίων. Τότε, με σύνθημα «Κύπρος-Ένωσις», έγινε στη γενέτειρά μου Θεσσαλονίκη μέγα συλλαλητήριο, το οποίο κατέληξε σε λιθοβολισμό του αγγλικού προξενείου. Εγώ ήμουν μόλις δέκα ετών και ασφαλώς δεν έλαβα μέρος. Ο απόηχος όμως των γεγονότων έφτασε ως εμένα, κυρίως μέσω του ραδιοφώνου. Έφτασε, για να με συνεπάρουν μια για πάντα τα ιδανικά της δικαιοσύνης, της δημοκρατίας, της ελευθερίας. Εντελώς αυθόρμητα, σηκώθηκα, αναζήτησα μολύβι και χαρτί, και έγραψα το πρώτο  μου λογοτέχνημα: ένα ποίημα για την Κύπρο και τους ήρωές της. Τη στιγμή εκείνη ένιωσα βαθιά μέσα μου ότι η γραφή ήταν το ριζικό μου.

Και να που, μετά από έξι δεκαετίες, η Κύπρος αναδύθηκε πάλι ως πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματός μου «Οι σαράντα τρεις σιωπές», που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Κέδρος. Ως ιστορικό πλαίσιο διάλεξα την τουρκική εισβολή του 1974, δηλαδή την τελευταία προσώρας τραγωδία του Ελληνισμού, χωρίς  να αποσιωπώ τα λάθη και τα αμαρτήματα της δικιάς μας πλευράς. Η Διδώ Σωτηρίου, μιλώντας για τη μικρασιατική καταστροφή, γράφει κάπου για τους συμμάχους μας, που ανάλογα με τα συμφέροντά τους μας πάνε και μας φέρνουν : «Δικά μας λάθη, δικά τους συμφέροντα, κι έρχονται και τα δυο μαζί κι αυτός ο τόπος έχει μια προαιώνια τραγικότητα».

Ads

Ένα αθεράπευτα επαναλαμβανόμενο δικό μας λάθος είναι «η διχόνοια η δολερή», όπως την αποκαλεί  ο Σολωμός, ορμώμενος από τον εμφύλιο των επαναστατών του ’21, που έθεσε σε κίνδυνο την ίδια την Επανάσταση. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να γράψει «αν μισούνται ανάμεσό τους/δεν τους πρέπει ελευθεριά».

Αλλά και  στη νεότερη ιστορία μας, μέσα σε πενήντα μόλις χρόνια, ζήσαμε τρεις εθνικές συμφορές, που όλες τους τροφοδοτήθηκαν από τον διχασμό. Βασιλικοί και βενιζελικοί, κομμουνιστές και εθνικόφρονες, μακαριακοί και ενωτικοί. Τρεις τεράστιες συμφορές, που όχι απλώς χωράνε, αλλά και περισσεύουν στη ζωή ενός και μόνον  ανθρώπου και που τα απόνερά τους φτάνουν μέχρι σήμερα!

Ο διχασμός, λοιπόν, που καλά κρατεί,  υπήρξε ένας βασικός λόγος, για να γράψω αυτό το βιβλίο. Ο βασικότερος όμως είναι η συνεχής και αδιάλειπτη τουρκική απειλή απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο, που στις μέρες μας αναζωπυρώνεται επικίνδυνα και  καθιστά τραγικά επίκαιρο το εν λόγω βιβλίο. Αλλά και, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, η αδυναμία της φυλής των ανθρώπων να υπερβούν το μέγιστο κακό που είναι ο πόλεμος.

Όπως συνάγεται από τα παραπάνω, η επιλογή μου να κινηθώ σε παρελθόντα χρόνο, προκύπτει από προβλήματα και ανησυχίες που γεννά το σήμερα. Πράγμα που συμβαίνει και σε άλλα μυθιστορήματά μου, όπου η Ιστορία είναι παρούσα, όπως λόγου χάρη στο «Γλυκιά καλοκαιριάτικη βραδιά». Εκεί επέλεξα να κινηθώ στη Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου και της γερμανικής Κατοχής, για να μπορέσω να μιλήσω για τον ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία.

Όχι, βέβαια, ότι τρέφω αυταπάτες πως ένα ή χίλια ένα βιβλία μπορούν ν’ αλλάξουν τον κόσμο. Απλώς καταθέτω την έγνοια μου δια της γραφής, γιατί αυτό μπορώ να κάνω.  Η τέχνη ασφαλώς τέρπει τον αποδέκτη της, παρηγορεί, συμπαραστέκεται, προσφέρει τροφή για σκέψη, ενίοτε αφυπνίζει συνειδήσεις, αλλά το κοινό της είναι περιορισμένο. Υπάρχουν όμως ιστορικές στιγμές που δρα μαζικά και εμψυχώνει έναν λαό. Όπως έγινε κατά την πολιορκία των 900 ημερών του Λένινγκραντ, όπως έγινε στην κηδεία του Παλαμά εν μέσω Κατοχής, όπως έγινε στην κηδεία του Σεφέρη τον καιρό της δικτατορίας.

Το μαύρο καλοκαίρι, λοιπόν, του 1974  μια Ελληνοαυστραλέζα φοιτήτρια  Αρχαιολογίας φτάνει στην Κύπρο, για να λάβει μέρος για πρώτη φορά στις ανασκαφές του Πανεπιστημίου της. Πρώτη ανασκαφή, πρώτη αγάπη, πρώτη οδύνη. Ο διχασμός, η προδοσία, η τουρκική εισβολή και κατοχή, η χαίνουσα πληγή των αγνοουμένων. Το ασήκωτο βάρος της απουσίας τους στη ζωή των παρόντων. Στη ζωή της Έλλης, που συνεχίζεται με πλάνες και επιτυχίες, με δοκιμασίες, εξάρσεις και χαρές, μα πίσω απ’ όλα με μια βαθιά κρυμμένη νοσταλγία. Ώσπου να οδηγηθεί στο σχήμα της γαλήνης – ύστερα από σαράντα τρία ολόκληρα χρόνια, στην Κύπρο πάλι. Μόνη, μα δίχως να μετανιώνει για τα τιμήματα που κατά καιρούς πλήρωσε, αφού έζησε και συνεχίζει να ζει τη ζωή που της ταιριάζει : μια ζωή με συγκίνηση και αυθεντικότητα.

Για να γράψω αυτό το μυθιστόρημα βρέθηκα, για άλλη μια φορά, στο περιβάλλον που αγαπώ : κυκλωμένη από άτλαντες και χάρτες της Κύπρου, της Τουρκίας, της Αυστραλίας, από βιβλία και ανοιχτές εγκυκλοπαίδειες, αποκόμματα εφημερίδων και πλήθος φωτογραφιών. Επιπλέον, το διαδίκτυο μου προσέφερε βίντεο με αφηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων, που για πρώτη φορά ανακάλυψα και παρακολούθησα με πολύ ενδιαφέρον.

Γρήγορα όμως ένιωσα την ανάγκη να μην περιοριστώ στον έντυπο και ψηφιακό κόσμο. Ήθελα μετά από πολλές δεκαετίες να επισκεφτώ ξανά την Κύπρο, να νιώσω τη σημερινή ατμόσφαιρα, να φρεσκάρω εικόνες, να διασταυρώσω πληροφορίες, να διαπιστώσω νοοτροπίες. Να ζήσω κάποιες μέρες σε σάρκινη επαφή μαζί της.

Ήταν ένα αξέχαστο ταξίδι, γόνιμο πολύ, που εμπλούτισε το βιβλίο με εμπειρίες μοναδικές, με γνώση και ζωντάνια. Ετούτη το φορά μπόρεσα να επισκεφτώ τα κατεχόμενα –με διαβατήριο βεβαίως- και να φτάσω μέχρι τη χερσόνησο της Καρπασίας, όπου συνάντησα τους εγκλωβισμένους.

Κάτω από μια επιφάνεια κανονικότητας, ο βιασμός είναι διαρκής. Είναι απίστευτη η εξάλειψη κάθε στοιχείου ελληνικότητας στο βόρειο τμήμα  της νήσου και συνακόλουθα η αλλοίωση της Ιστορίας. Η ύπαρξη των Ελλήνων αποσιωπάται σε τέτοιο εξωφρενικό σημείο, ώστε να διαβάζει κανείς στα τουρκοκυπριακά τουριστικά φυλλάδια ότι το νησί το βάφτισαν Κύπρο οι Ρωμαίοι, όταν αιώνες πριν το όνομα αναφέρεται πλειστάκις στην Ιλιάδα, ενώ ο Όμηρος επίσης αποκαλεί την Αφροδίτη Κύπριδα, ο Ησίοδος Κυπρογενέα και ο Πίνδαρος Κυπρογένεια.

Όσον αφορά την ελεύθερη Κύπρο, αυτή δείχνει μάλλον να ευημερεί. Και εν πάση περιπτώσει δεν παρουσιάζει εμφανή ίχνη οικονομικής κρίσης. Όταν όμως συζητήσει κανείς λίγο περισσότερο με ανθρώπους που βίωσαν τα τραγικά γεγονότα του ’74,   στο βάθος διακρίνει ένα ίζημα πικρό.

Γράφοντας τις «σαράντα τρεις σιωπές» απέκτησα τη συνήθεια να παρακολουθώ το κανάλι του ΡΙΚ. Εκεί, λίγο πριν απ’ τις γιορτές, είδα δυο νεαρούς μουσικούς, μια Ελληνοκύπρια κι έναν Τουρκοκύπριο. Και οι δυο είχαν σπουδάσει στο εξωτερικό, όπου θα μπορούσαν κάλλιστα να σταδιοδρομήσουν. Και οι δυο προτίμησαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους με το τρελό όνειρο να δημιουργήσουν μια μεικτή συμφωνική ορχήστρα δωματίου. Και το κατάφεραν!

 Άκουγα τη θεσπέσια προκλασική μουσική τους, μια μουσική που μπορεί ν’ αγγίξει ανθρώπους σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της γης, και σκεφτόμουνα πόσο αναπάντεχα έρχεται και μας βρίσκει η ομορφιά…

image

Οι σαράντα τρεις σιωπές, εκδόσεις Κέδρος – 2018, 304 σελ.

Καλοκαίρι του 1974 στην Κύπρο.
Μια δεκαοχτάχρονη Ελληνίδα της Διασποράς έρχεται σε επαφή με την αρχαιολογική σκαπάνη. Πρώτη ανασκαφή, πρώτη αγάπη, πρώτη οδύνη. Η τελευταία προσώρας τραγωδία του ελληνισμού: “η διχόνοια η δολερή”, η προδοσία, η τουρκική εισβολή και κατοχή, η χαίνουσα πληγή των αγνοουμένων. Το ασήκωτο βάρος της απουσίας τους στη ζωή των παρόντων. Στη ζωή της Έλλης, που συνεχίζεται με πλάνες και επιτυχίες, με δοκιμασίες, εξάρσεις και χαρές, μα πίσω απ’ όλα με μια βαθιά κρυμμένη νοσταλγία. Ώσπου να οδηγηθεί στο σχήμα της γαλήνης – ύστερα από σαράντα τρία ολόκληρα χρόνια, στην Κύπρο πάλι.
Ένα μυθιστόρημα για την προσωπική και συλλογική μνήμη. Τα όνειρα της πρώτης νιότης, ο πόλεμος, η μοναξιά. Το βάναυσο πέλμα της Ιστορίας. Η λεηλασία ενός πολιτισμού. Ένας έρωτας θανάτω θάνατον πατήσας. Μια κέδρινη λάρνακα που περιμένει.

Normal
0

false
false
false

EL
X-NONE
X-NONE

/* Style Definitions */
table.MsoNormalTable
{mso-style-name:”Κανονικός πίνακας”;
mso-tstyle-rowband-size:0;
mso-tstyle-colband-size:0;
mso-style-noshow:yes;
mso-style-priority:99;
mso-style-parent:””;
mso-padding-alt:0cm 5.4pt 0cm 5.4pt;
mso-para-margin-top:0cm;
mso-para-margin-right:0cm;
mso-para-margin-bottom:8.0pt;
mso-para-margin-left:0cm;
line-height:107%;
mso-pagination:widow-orphan;
font-size:11.0pt;
font-family:”Calibri”,sans-serif;
mso-ascii-font-family:Calibri;
mso-ascii-theme-font:minor-latin;
mso-hansi-font-family:Calibri;
mso-hansi-theme-font:minor-latin;
mso-fareast-language:EN-US;}