«Μάχες που δόθηκαν με λέξεις» θα μπορούσε να είναι ο τίτλος του βιβλίου του Ριχάρδου Σωμερίτη (εκδόσεις Πατάκη), αν ο ίδιος δεν αντιπαθούσε τόσο πολύ το βερμπαλισμό. Στη δικαιολογημένη ερώτηση «γιατί να διαβάσει κανείς το αυτοβιογραφικό βιβλίο ενός δημοσιογράφου» η πιο ακριβής απάντηση είναι «γιατί αν το αρχίσει, δεν θα μπορεί να σταματήσει». Το αποτέλεσμα μάλλον υπερέβη τις προθέσεις του συγγραφέα, που δεν είχε σκοπό να γράψει μυθιστόρημα, αλλά το έγραψε χωρίς να το καταλάβει. Της Αγγελικής Σπανού
 

Ads

Υπάρχουν πράγματα που δεν καταλαβαίνει ένας Ριχάρδος Σωμερίτης; Γιατί όχι; Όταν πρόκειται για τον εαυτό του, όπως όλοι οι υπέροχα αντιφατικοί άνθρωποι, όπως όλοι όσοι αναλώνουν τις περισσότερες δυνάμεις τους στην κατανόηση του κόσμου και των άλλων. Και ο συγγραφέας πέρασε μια πολύ ενδιαφέρουσα ζωή προσπαθώντας να αντιληφθεί, για να μεταδώσει, τους κυματισμούς της ιστορίας που περνούσε από μπροστά του.

image
 
Δεν είναι ένα ακόμη βιβλίο ενός ακόμη δημοσιογράφου. Δεν είναι ιστορία ούτε χρονικό, δεν είναι μόνο αυτοβιογραφία ούτε απλώς μια μαρτυρία, είναι το ρεπορτάζ που δεν έγραψε στα 60 και πλέον χρόνια της επαγγελματικής του διαδρομής, γιατί κανένας εκδότης δεν θα δημοσίευε 300 σελίδες και γιατί ένας μάχιμος δημοσιογράφος δεν γίνεται ταυτόχρονα να περιγράφει τα γεγονότα και να πρωταγωνιστεί στα γεγονότα. Έπαψε, όμως, ποτέ να είναι μάχιμος δημοσιογράφος ο Σωμερίτης; Όσο και αν το δηλώνει ο ίδιος, δεν γίνεται να του συμβεί, γιατί η απόσταση ανάμεσα στην επαγγελματική ιδιότητα και τον υπαρξιακό αυτοπροσδιορισμό στην περίπτωσή του απλώς δεν υπήρξε ποτέ.
 
Τι είναι συγκυρία και τι επιλογή δύσκολα μπορεί κανείς να διακρίνει παρακολουθώντας την αφήγησή του. Ίσως γιατί ο ίδιος ήταν πάντα και έξω και μέσα στο ποτάμι της ιστορίας. Τόσο μακριά που μπορούσε να παρακολουθήσει τη ροή του για να αποτυπώσει την εικόνα, αυτό που βλέπει και καταλαβαίνει, τόσο κοντά ώστε να είναι παθιασμένος και αμετανόητα υποκειμενικός στην ανάλυση της είδησης που ακόμη την ψάχνει.
 
Τη ζωή του θα τη ζήλευε κάθε δημοσιογράφος και τα κείμενά του οι περισσότεροι. Ακόμη και όσοι διαφωνούν μαζί του ή τους ενοχλεί δεν μπορούν εύκολα να προσπεράσουν ένα μετάλλιο της Εθνικής Αντίστασης, το γαλλικό παράσημο του Τάγματος Αξίας, το βραβείο Μπότση, το βραβείο των Ευρωπαίων Δημοσιογράφων.
 
Αρχισυντάκτης της επιθεώρησης «Ευρωπαϊκή Αριστερά», της γαλλικής ραδιοφωνίας και του δεύτερου καναλιού της γαλλικής τηλεόρασης Antenne 2, συνεργάτης της «Le Monde», σύμβουλος έκδοσης της «Καθημερινής», αρθρογράφος και αρχισυντάκτης στο «Βήμα», το 1989 διευθυντής ενημέρωσης της ΕΤ1 για λίγους μήνες. Δεν έχει τόσο ενδιαφέρον πώς ξεκινούσε καθετί αλλά πώς το τελείωνε, γιατί αν βάλει κανείς στη σειρά τις αποχωρήσεις του, θα παρακολουθήσει μια διαδρομή ανυπακοής από έναν εξαιρετικά πειθαρχημένο – κατά τα άλλα – αστό, που έχει συγκρουστεί περισσότερο και περισσότερο έντονα απ’ όσο μπορεί κανείς να υποθέσει όταν σκέφτεται ένα μεγαλοστέλεχος εκδοτικών συγκροτημάτων.
 
Έχει κάνει εξαιρετικές μεταφράσεις βιβλίων από τα γαλλικά, έχει διδάξει τηλεοπτική δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και στο Πάντειο, έχει στο ενεργητικό του πολλά βιβλία και συμμετοχές σε συλλογικές εργασίες και ένα αγωνιστικό παρελθόν κάθε φορά που χρειάστηκε. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, στη διάρκεια της δικτατορίας εξέδιδε το εβδομαδιαίο πληροφοριακό αντιδικτατορικό δελτίο «Athѐnes-Presse Libre».
 
«Μάχη» ήταν το όνομα της σοσιαλιστικής εφημερίδας στην οποία έκανε τα πρώτα του βήματα στη δημοσιογραφία πριν φύγει για τη Γαλλία το 1950. Και σε αυτά τα πρώτα χρόνια της διαδρομής του αναφέρεται περισσότερο, όπως και στην εποχή της αντιδικτατορικής «Ευρωπαϊκής Αριστεράς». Η συμμετοχή του στο γαλλικό συνδικαλιστικό κίνημα, ο Μάης του ’68, συναντήσεις με σπουδαίες προσωπικότητες, η επιστροφή του στην πατρίδα, άλλοτε μητέρα και άλλοτε μητριά για τον ίδιο, η διαρκής επαγγελματική ανέλιξη που έληγε με δική του πρωτοβουλία, γιατί δεν μπορούσε να συμβιβαστεί ή να αλεστεί.
 
Με έναν τρόπο, έμεινε πάντα στρατευμένος, ακόμη και όταν νόμισε ότι άφησε πίσω του την εποχή της ενταγμένης δημοσιογραφίας, γιατί είναι τόσο βαθιά πολιτικοποιημένος, που αυτό διαπερνά το κείμενό του ακόμη και αν περιγράφει μια σκηνή του δρόμου. Το ενδιαφέρον είναι ότι αν προσπαθήσει κανείς να του βρει κομματική ταυτότητα ή αναφορά σε κάποιο πολιτικό πρόσωπο, αν προσπαθήσει να τον κατηγοριοποιήσει ιδεολογικά, το πιθανότερο είναι ότι θα κάνει λάθος, και έχουν γίνει αρκετές αυθαίρετες ερμηνείες σε όσα τον αφορούν. Όμως, είναι οπωσδήποτε αριστερός, με ό,τι αυτό σημαίνει αξιακά για τους ερασιτέχνες της υπόθεσης.
 
Έχει γράψει και μιλήσει για εκατοντάδες ανθρώπους, εδώ γράφει για τον εαυτό του. Για ορισμένα απ’ όσα του δόθηκε η ευκαιρία να ζήσει και για πολλούς από εκείνους που συνδέονται με αυτά. Ξεκαθαρίζει από την αρχή ότι δεν γράφει ιστορικό δοκίμιο και δεν πιστεύει στην αντικειμενικότητα, φιλοδοξεί να καταθέσει μια έντιμη μαρτυρία και το μόνο για το οποίο επαίρεται δεν είναι κάποια από τις πολλές αποκλειστικότητες που έκανε, αλλά το ότι κατάφερε να φτάσει μέχρι την άκρη όρθιος. Και δεν ήταν εύκολο. Προηγήθηκαν σκληρές συγκρούσεις, στις οποίες θα μπορούσε και να έχει χάσει, αλλά δεν έχασε, τουλάχιστον όχι αυτά που τον ενδιέφεραν.
 
Μοιρασμένος ανάμεσα σε δύο πατρίδες, την Ελλάδα και τη Γαλλία, με το διχασμό που φέρνουν οι θέσεις ευθύνης σε κάποιον φύσει υπέρ των αδυνάτων, μεταξύ δημοσιογραφίας και πολιτικής αλλά χωρίς ποτέ να μπερδέψει τους ρόλους και έχοντας απορρίψει προτάσεις που άλλοι, λιγότερο πολιτικοποιημένοι, θα ζήλευαν, κοσμοπολίτης αλλά και ανυπόφορα πατριώτης αυτός που έχει τόσο πολύ κατηγορηθεί για «ενδοτισμό», αθεράπευτα ευρωπαϊστής ένας τόσο σκληρός επικριτής των σημερινών ευρωπαϊκών πολιτικών και επιλογών, ακραία ορθολογιστής και ταυτόχρονα τόσο συναισθηματικός στις μεγάλες επιλογές του.
 
Θα ξεχώριζε έτσι κι αλλιώς από το όνομά του και τη λευκή τούφα στα μαλλιά του. Αλλά κατάφερε να ξεχωρίσει για περίπου εκατό άλλους λόγους, που δεν έχουν σχέση με παράγοντες τους οποίους δεν διαμόρφωσε ο ίδιος. Αυτή η αγωνία, του αυτοκαθορισμού, να δοκιμάσει τα δικά του όρια, χωρίς να φωτίζεται από τους λαμπερούς γονείς του, ήταν ένα πολύ ισχυρό κίνητρο για να ανακαλύψει έναν δικό του δρόμο και να τον ακολουθήσει.
 
Ο Ριχάρδος Σωμερίτης έχει μια πολύ ευτυχισμένη οικογένεια (που περιλαμβάνει και δισέγγονο!), πολύτιμους φίλους, μοναδικές εμπειρίες, αναμνήσεις και μια πνευματική δύναμη που, ποιος ξέρει πώς γίνεται αυτό, με τα χρόνια μεγαλώνει. Διαβάζοντας το τελευταίο του βιβλίο θα σας φανεί ότι δεν έχουν δοθεί ακόμη όλες οι μάχες του και δεν έχει πει την τελευταία του λέξη.