Η κριτική έχει αποδείξει από καιρό την έντονη επιρροή που άσκησε ο Κωνσταντίνος Καβάφης στην ποιητική γενιά του ’70. «Η παρουσία του επισημαίνεται με αρκετούς τρόπους στο έργο τους. Επιστρέφουν σ΄ αυτόν μέσα από ποιήματα προσωπικής αποστροφής, στα οποία τον κατονομάζουν ρητά και  καταγράφουν τους όρους πρόσληψης της ποίησης του, ανάγοντάς τον συχνά σε μυθοποιημένο σύμβολο με ρεαλιστική υπόσταση».  Και η σχέση της γενιάς με τον Καβάφη θα καλλιεργηθεί σε όλη την ποιητική της πορεία «ως έκφραση εξελισσόμενης εκλεκτικής πνευματικής συγγένειας, εμπλουτισμένη με την ωριμότητα που ο χρόνος θα φέρει, επιβεβαιώνοντας πως ο Καβάφης είναι ποιητής υπερμοντέρνος, ποιητής των μελλουσών γενεών».

Ads

Έκτοτε η επιρροή του Καβάφη παραμένει ενεργή. Τόσο η σχολική εκπαίδευση όσο και η απλότητα του ύφους, με τις βαθιές φιλοσοφικές αξίες που εκπνέει, έχουν θέσει στο επίκεντρο τον ποιητή. Ειδικά σε δημιουργούς που βρίσκονται βιολογικά κοντύτερα στη γενιά του ’70, οι επιρροές του είναι πιο έντονες.

Η παρακμή του αστικού τρόπου ζωής, όπως εισπράττεται σήμερα, φέρνει πολύ κοντά στις νεότερες γενιές την καβαφική ποίηση συνεχίζοντας εκείνον τον ίδιο προβληματισμό. Μολονότι βέβαια ο Καβάφης δραματοποιεί το ποιητικό “εγώ”, η «ποίηση της αγανάκτησης» δραματοποιεί το ποιητικό “εμείς”, ένα συλλογικό υποκείμενο που ξεπερνά το στενά ιδιωτικό, πλησιάζοντας όμως το κοινωνιοϋπαρξιακό μοτίβο του καβαφικού συμβολισμού. Άλλωστε, κοινό σημείο –που αποδεικνύει και τη διαχρονικότητα του Αλεξανδρινού– είναι και η πνιγηρή βίωση της δύσκολης καθημερινότητας στη νέα χιλιετία, εν μέσω πολεμικών συρράξεων και οικονομικής και πολιτικής κρίσης.

Σε ένα τέτοιο ποιητικό κλίμα κινείται και η νέα ποιητική συλλογή του Γιάννη Μεταξά, «μετά όμως, μετά…» (Ίκαρος, 2017), όπου διακρίνονται σημαντικές επιρροές από την καβαφική ποίηση. Μα η επίδραση του Αλεξανδρινού διαφαίνεται μόνο στα ποιοτικά στοιχεία της ποιητικής του Μεταξά. Ο ποιητής έχει από τον φροντισμένο στίχο του εκδιώξει κάθε επιφανειακή ομοιότητα και “επικαιροποιήσει” τον καβαφικό προβληματισμό.

Ads

Υιοθετώντας τον καβαφικό ρυθμό (ενίοτε και το μέτρο) και την ιδιαίτερη λεπτή ειρωνεία του Αλεξανδρινού, ο δημιουργός αφήνει πίσω του μία ποίηση γεμάτη πεζολογικά χαρακτηριστικά. Δίχως αρχαιοπρεπείς λέξεις ή κάποια λαγνεία για τα σύμβολα του ιστορικού παρελθόντος, ο ποιητής αξιοποιεί το παρόν και την δοκιμιακή εμπειρία του, παραδίδοντας ένα στιχουργημένο φιλοσοφικό (με την αρχαία έννοια) έργο.

Με μία γλώσσα ρέουσα και λιτή, που ταυτίζεται με τον καθημερινό λόγο, κι απαλλαγμένη από λογοτεχνικά στολίδια, μέσα από τη διαύγεια των φθόγγων μιλά απευθείας στο συναίσθημα του δέκτη επιβεβαιώνοντας το καθόλα του Αριστοτέλη, στα οποία αναφέρεται η ποίηση. Μικρές αντιθέσεις αφήνουν την αχλή της καβαφικής ειρωνείας να σκεπάζει τις συνθέσεις της συλλογής.
Τόσο στα διδακτικά του όσο και στα πιο στοχαστικά του ποιήματα, ο Μεταξάς πλάθει “ιστορίες” και μεταφέρει στην ποιητική σκηνή μυθοπλαστικά βιώματα, στοχαζόμενος για τη ζωή, τη στάση των ανθρώπων και τον χρόνο. Ξεχωρίζουμε τη στοχαστική ενότητα με ποιήματα για την ποίηση, όπου ο δημιουργός εκθέτει τη φιλοσοφία του για την τέχνη του λόγου∙ και αναλόγως σε άλλη ενότητα για τις εικαστικές τέχνες.

Ωστόσο, είναι λάθος να διακριθούν τα ποιήματα σε διδακτικά και μη. Το β’ ενικό είναι απλά ένα βουβό πρόσωπο φέρνει στη σκηνή ο ποιητής ως άλλη εκφραστική διέξοδο και για πιο άμεσο μήνυμα. Με την ίδια δεξιότητα αξιοποιεί και το τρίτο πρόσωπο, όπως και το συλλογικό α’ πληθυντικό.

Επιλογικά, ο Μεταξάς γράφοντας εν φαντασία και λόγω αφήνει ένα γόνιμο αποτύπωμα στοχαστικής ποίησης για τη στάση του ανθρώπου και το πρέπον, τον χρόνο και τη ζωή. Με την “κινηματογραφική” του εμμονή στη λεπτομέρεια της ποιητικής αφήγησης, την λεπτή ειρωνεία και την αναπαραστατική μυθοπλασία αξιοποιεί τα βασικά ποιοτικά χαρακτηριστικά της καβαφικής ποίησης, προσπερνώντας τους επιφανειακούς –σήμερα πια– και κοινότυπους ελληνοκεντρικούς συμβολισμούς.