Τον Μιχαήλ Παπαδόπουλο τον είχαμε πρωτογνωρίσαμε με την «ΣωΜΑ το ποίηση» (νήσος, 2012) και την «ανατολή ηλίου, αναστολή θανάτου» (Μανδραγόρας, 2014) όπου παρατηρήσαμε ότι ανοίγει νέους δρόμους στην ποίηση με την ιδιαίτερη αποφθεγματική του διατύπωση που στηρίζεται σε γλωσσικά λογοπαίγνια και μία αξιόλογη κι ευρηματική έκφραση… μέσα από το πρίσμα ενός ιδιάζοντος γλωσσοκεντρικού υπερρεαλισμού εμπλουτίζει τις συνθέσεις του με τη δύναμη της πολυσημίας των λέξεων[1]

Ads

Στο ίδιο πνεύμα ο Κύπριος ποιητής ακόμα μία φορά μας αναστατώνει με τη νέα του συλλογή «ανθρω πεινώ» (Μανδραγόρας, 2016). Στην ολιγόστιχη κατά βάση και χωρισμένη σε εννιά ευρύτερες ποιητικές συνθέσεις νέα του δουλειά, ο γλωσσικός υπερρεαλισμός βρίσκει έκφραση σχεδόν σε κάθε στίχο του.

Αξιοποιεί την υπερρεαλιστική μεταγλώσσα σε μία επανάσταση του ασυνείδητου και του συναισθήματος και της προσδίδει την ανοίκεια δομή μίας ποιητικής διαλέκτου. Ας μη λησμονούμε πως ο σουρεαλισμός δεν είναι μορφή της ποίησης. Είναι μια κραυγή του πνεύματος που ξαναγυρίζει στον εαυτό του με την απεγνωσμένη απόφαση να σπάσει τις αλυσίδες του. Και στην ανάγκη με υλικά σφυριά[2], ένα επαναστατικό κίνημα που λειτούργησε απελευθερωτικά για τον ποιητή και τη γλώσσα ως δομικό του υλικό.

Ο Μιχαήλ Παπαδόπουλος εγκαταλείπει όμως την εικαστική του αποτύπωση και τον αναπροσανατολίζει στον γλωσσικό ορίζοντα. Ως αυθύπαρκτο γλωσσικό επίνειο ο στίχος του ξεπερνά την υποκειμενική θολότητα και την ονειρική αναπαραστατική αποτύπωση του παραδοσιακού σουρεαλισμού και γεννά μία πολύτροπη και πολυδιάστατη γλωσσική αντικειμενικότητα με έναν συναισθηματικό πλούτο (έκπληξη, αιφνιδιασμό, σαρκασμό, οργή) δίχως εξάρσεις· το συναίσθημα τίθεται πάντα από τον έλεγχο του ποιητή.

Ads

image

Η υπερρεαλιστική του όμως τοποθέτηση είναι πάντα ευδιάκριτη, καθώς στηρίζεται στη συνειρμική δύναμη του σημαινόμενου· ωστόσο ακόμα και η “διαλυμένη” λέξη διατηρεί την αυτοτέλειά της ως αυθυπόστατο ποιητικό θεμέλιο, άλλοτε ως σημαίνον κι άλλοτε ως σημαινόμενο· άλλες φορές παρα-ποιεί το σημαινόμενο μέσα από το ασυνείδητο δέσιμο του συναισθηματικού φορτίου με κάποιο ομόηχο ή παρώνυμο ως μία υπερρεαλιστική μετάλλαξη από την ακτινοβολία του πειραματισμού.

Η ποίηση του Μιχαήλ Παπαδόπουλου είναι οπτική και εγκεφαλική. Η δημιουργία ή ο (αν)ορθογραφικός (ανα)σχηματισμός μίας λέξης προσθέτει ένα ακόμα περιεχόμενο στο ποίημα, εύκολα αντιληπτό από τον αναγνώστη μετά τον πρώτο αιφνιδιασμό (πχ το “ζω φρ αφή ζουν” στο ποίημα η ποίησή μου είναι που αποκτά το νόημα της ερωτικής ψαύσης).

Λεξογραφήματα με οδηγό τους συνειρμούς και την αυθόρμητη διάσπασή τους σε ένα υπερρεαλιστικό παιχνίδισμα λέξεων (το ποίημα αιμορραγεί, ανθρω πεινώ, 43, 49, 57). Ο ποιητής πλάθει λέξεις μέσα από διαλυμένα τμήματα άλλων, ανασκευάζει φωνήματα ορίζοντας εκ νέου την ορθογραφία τους και μεταθέτοντας το νοηματικό βάρος στη νέα “ανορθόγραφη” λέξη (η ποίησή μου είναι, ανθρω πεινώ, μια ζωή τετρ άδεια, αριθμητικές αρρυθμίες, το εγκόλπιον του καλού εραστή, μην ωμηλείτε εις τον οδηγό, η ποίηση είναι πόνος, από σωματοποίηση, εγώ).

Η ποιητική του όμως, εξαιρώντας τις αυτοαναφορικές συνθέσεις για την ποίηση (ανατο λυγμός, ο φθόνος της ποίησης, ο θηλασμός των ονείρων), είναι εξωστρεφής μέσα σε ένα εξπρεσιονιστικό πλαίσιο με μία λανθάνουσα σκηνική διάσταση. Μιλά για τη μοναξιά, την ασθένεια, τον πόνο και την απόγνωση, τον χορό, την διαλεκτική σχέση του ελληνικού πολιτισμού με την ανατολή. Το σχολείο αποτελεί ένα κομβικό σημείο του ποιητικού του ενδιαφέροντος (φθόνος, φόβος και φόνος, μια ζωή τετρ άδεια, μάθη ματωμένα τετρα άδεια, αριθμητικές αρρυθμίες), χωρίς να απουσιάζει η πολιτική ή κοινωνική κριτική (μαύρα πουλιά της δύσης, της ανατολής, το αίμα του αετού, parking son) ή το προσφυγικό (τα πουλιά της ανατολής) και η γυναίκα (σαν ρωσίδα Παναγία). Εξάλλου, ένας διάχυτος ερωτισμός εμβάλλει σε όλη τη συλλογή (λίγα ψίχουλα αγάπης σου γυρεύω, ερωτικός αναλφαβητισμός, περί στήθους με διαφορά στίχους, ο καλπασμός της νεανίδος, το εγκόλπιον του καλού εραστή, εκείνο το βράδυ, η ποίησή μου είναι).

Αξίζει να επισημάνουμε την συχνή εμφάνιση του ζεϊμπέκικου στην ποιητική του (ποίηση, δελτίον καιρού, η ποίηση είναι πόνος), καθώς και την έμμεση αναφορά στον Νίκο Εγγονόπουλου με υιοθέτηση ενός τίτλου του μεγάλου υπερρεαλιστή ποιητή (μην ωμηλείτε εις τον οδηγό) ως. Ομοίως και η αναφορά στον Οδυσσέα Ελύτη (περί στήθους με διαφορά στίχους) αναγνωρίζοντας πώς όρισε το ποιητικό ήθος ο ποιητής όταν έγραφε για στήθος, δίχως ίχνος χυδαιότητας. Στην ποιητική όμως του Μιχαήλ Παπαδόπουλου υποβόσκουν οι επιρροές του Εμπειρίκου από την ορμή και την αγνότητα του ερωτισμού του.

Ως αρχιτέκτων σχεδιάζει και επιβλέπει την ανόρθωση ποιητικών τεχνουργημάτων με έναν γλωσσοκεντρικό προσανατολισμό. Μία ποιητική ανατολή φωτίζει το γλωσσικό του πειραματισμό. Άλλωστε τι θα ήταν ένας ποιητής χωρίς να πειραματίζεται με το βασικό του υλικό; Λέξεις διασπώμενες σε ηχητικά γραφήματα για τη σχάση του πυρήνα τους και τη διάχυση της συναισθηματικής έκρηξης του αναγνώστη.

Στην εποχή της εικόνας και του εύπεπτου προϊόντος προς πώληση, ο Μιχαήλ Παπαδόπουλου επιτίθεται με λέξεις και έναν συναισθηματισμό που φαντάζει τόσο παράλογος. Και γλωσσικός παραλογισμός του λειτουργεί ως αντίδοτο στην απολυτότητα του στείρου πολιτικού και δημοσιογραφικού λόγου με τη νατουραλιστική λογική του. Και ακριβώς αυτό το λεκτικό ρασιοναλισμό επιχειρεί να αποδομήσει συναισθηματικά μέσα από τις εκφραστικές του υπερβάσεις που ισορροπούν στην άκρη του ασυνείδητου με την υποστήριξη ενός γλωσσικού ονείρου.

Το βιβλίο

[1] βλ. Δήμος Χλωπτσιούδης, Ο γλωσσοκεντρικός υπερρεαλισμός του Μιχαήλ Παπαδόπουλου, τοβιβλίο.net (22/09/2015).

[2] Αντρέ Μπρετόν, Το Μανιφέστο του Υπερρεαλισμού, 1924.