Ο Τάκης Γκόντης είναι ένας δεξιοτέχνης του λόγου πού ήσυχα δημιουργεί μακριά από τον πυρήνα της κριτικής και της δημοσιότητας. Ο δύσκολος δρόμος του ποιητή και συγγραφέα είναι σαν του αγρότη που καλείται να αντιμετωπίσει τα «δημοσιογραφικά φαινόμενα» προστατεύοντας τη «σοδειά» του.
 
Το νέο του μυθιστόρημα, «Σιρόκος» (Γαβριηλίδης 2017), έρχεται να επιβεβαιώσει πως ο χρόνος που περνά λειτουργεί προς όφελος του Εδεσσαίου λογοτέχνη σαν αγρανάπαυση δημιουργική.

Ads

Το μυθιστόρημα επικεντρώνεται γύρω από τη ζωή ενός πατέρα που χάνει την επιμέλεια του γιου του, καθώς η σύζυγός του μετακομίζει σε μία αυστηρά ελεγχόμενη και προστατευόμενη περιοχή του νησιού, όπου κατοικούν επιφανή πρόσωπα της χώρας. Πλήθος αλληγοριών περικλείουν το έργο. Πολιτικές αναλογίες συνδέουν το μύθο με σύγχρονες πολιτικές καταστάσεις, ακόμα και αν η μυθοπλασία αφήνει σε απόσταση την επικαιρότητα. Έτσι όμως δίνει και μία διαχρονικότητα στο φανταστικό νησί και την εναλλαγή των προσώπων στους κάθε είδους θεσμούς με μόνο στόχο την κοινωνική ειρήνη –και βεβαίως τον κοινωνικό έλεγχο– και την προστασία μιας επιλεγμένης κάστας ανθρώπων.

image

Χαρακτηριστικό της γραφής του Γκόντη είναι η ταχύτητα με την οποία προχωρά ο μύθος. Ο μικροπερίοδος λόγος βοηθά στην επιτάχυνση της πλοκής. Ταυτόχρονα, όμως, διάσπαρτες επιμήκεις περίοδοι αποκαλύπτουν τον πλούσιο λόγο του. Τα συχνά διαλογικά μέρη -μέσα στην πυκνή και επιταχυνόμενη τριτοπρόσωπη αφήγηση- προσφέρουν θεατρική ζωντάνια και ταυτόχρονα φωτίζουν με αμεσότητα τόσο την ψυχολογία των ηρώων μα και τα κίνητρά τους.

Ads

Κινούμενος, άλλωστε, στο χώρο της περιφέρειας ο Τάκης Γκόντης επιλέγει ως χώρο δράσης ένα ανώνυμο νησί του Αιγαίου, όμοιο με τόσα άλλα νησιά του πελάγους. Τουρίστες το καλοκαίρι, πρόσφυγες όλο το χρόνο, τοποθεσίες οικείες, όλα τόσο κοινά στα νησιωτικά συμπλέγματα της θαλασσινής περιφέρειας, ώστε η ανωνυμία της νήσου ενισχύει τον φανταστικό ρεαλισμό.

Συχνά το ύφος του θυμίζει τον Ζοζέ Σαραμάγκου. Ένα φανταστικό γεγονός, αδύνατο στην πραγματικότητα, δίνει το έναυσμα στην πλοκή η οποία  εξελίσσεται με όρους ρεαλιστικούς, καθώς συμπλέκει τη λογική ροή των καταστάσεων με το απροσδόκητο και το αληθινό/επίκαιρο. Ο περιτείχιστος “Όρμος” φέρνει στο νου τις φυλασσόμενες οικίες των λευκών στη Νότιο Αφρική. Οι δε μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές συμπλέκονται αβίαστα στο έργο με επίκεντρο το ανώνυμο αιγαιοπελαγίτικο νησί. Έτσι το μυθιστόρημα αποκτά μία συμβολική και κριτική διάθεση αντιμετώπισης της σύγχρονης πραγματικότητας μέσα από τη μυθοπλασία και το φανταστικό.

Και το πλέγμα των αλληγοριών με το ρεαλισμό εκθέτει ακριβώς την ειρωνική διάθεση του συγγραφέα ως σχόλιο του κοινωνικού και πολιτικού παρόντος. Συνωμοσιολογικά σενάρια, υπόγεια σχέδια, προσφυγιά, πορνεία κι εκμετάλλευση, βρίσκονται στο επίκεντρο της έμμεσης κριτικής του. Την ίδια στιγμή όμως στον πυρήνα του βρίσκεται η περίκλειστη “ανώτερη τάξη”, στην οποία θέλουν πάση θυσία να ενταχθούν όλοι θυσιάζοντας τα πάντα ακόμα κι αν χρειαστεί να ζήσουν απομονωμένοι ωσάν τρόφιμοι φυλακών.

Είναι η αγωνία του συστήματος να απομονωθεί από τα λαϊκά στρώματα και να αμυνθεί απέναντι στις απαιτήσεις για ισότητα. Σε μία άλλη οπτική, θα μπορούσε να συγκριθεί ο “όρμος” με την φρουρούμενη Ευρώπη (ή την όποια χώρα) που υποτάσσει την ελευθερία διακίνησης προς όφελος μίας επίπλαστης ασφάλειας.