«…Η χλιαρή στράτευση των διανοουμένων ή η αποστράτευση τους οφείλεται κυρίως στο γεγονός πως ως κάτοχοι του πολιτισμικού κεφαλαίου και άρα κατέχοντες μια θέση στο πεδίο της εξουσίας αποτελούν τμήμα της κυριάρχων έστω και αν μεταξύ των κυριάρχων είναι κυριαρχούμενοι…»

Ads

Ο καθηγητής Κοινωνιολογίας Νίκος Παναγιωτόπουλος με αφορμή την επανακυκλοφορία -με νέο δικό του πρόλογο- του βιβλίου «Αντεπίθεση πυρών» (εκδόσεις Πατάκη) του Γάλλου κοινωνιολόγου Pierre Bourdieu, μιλά στο Tvxs για τον ρόλο των διανοουμένων στον καιρό της κρίσης.

Οι κοινωνικές επιστήμες δύνανται ή όχι να συνδράμουν τους πολίτες στην προσέγγιση των κορυφαίων ερωτημάτων – Σε ποια κοινωνία ζούμε; Σε ποια κοινωνία θέλουμε να ζούμε; Πώς θα φτάσουμε εκεί; Και τελικά, τί σημαίνει ότι «μία από τις λειτουργίες των κριτικών διανοουμένων σήμερα είναι η συμβολή τους  στον επαναπροσδιορισμό της πολιτικής;».

Αναφερόμενος στην απόφαση για την επανέκδοση σημειώνετε ότι «δεν είναι δυνατόν στις μέρες μας να τίθεται το ζήτημα της δημοκρατικής διακυβέρνησης χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα κεκτημένα των κοινωνικών επιστημών». Νοιάζεται η διακυβέρνηση / εξουσία για το κεκτημένο της επιστήμης; (όχι μόνο στην Ελλάδα, διεθνώς). Σε ποιες πολιτικές αυτό αντικατοπτρίζεται;

Ads

Ν. Π.: Επειδή ακριβώς τείνει όχι μόνο να μη νοιάζεται αλλά και να αναγκάζεται να τα παραβλέπει είμαστε εδώ για να σημειώσουμε τα ολέθρια αποτελέσματα αυτής της παράλειψης. Παραδείγματα πολλά. Έχω αφιερώσει μέρος της ερευνητικής μου εργασίας για να καταδείξω αυτού του είδους τα αποτελέσματα στο τομέα των πολιτικών απασχόλησης και διαχείρισης της ανεργίας. Ωστόσο για να κατανοήσουμε γιατί ο σημερινός πολιτικός κόσμος  φαίνεται να μη λαμβάνει υπόψη του τα κεκτημένα της επιστήμης θα πρέπει να γνωρίζουμε πως αυτό που ονομάζουμε πολιτική έχει αλλάξει οριστικά εδώ και καιρό, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και  διεθνώς. Μια αλλαγή που οφείλεται στον μετασχηματισμό που έχει υποστεί ο καταμερισμός της πολιτικής εργασίας της παραγωγής, διάχυσης και εκπροσώπησης της “κοινής γνώμης”. Και αυτός ο μετασχηματισμός του πολιτικού πεδίου συμβαδίζει με την βαθμιαία εγκαθίδρυση ενός νέου τρόπου «γενικευμένης κυριαρχίας» στο εσωτερικό του. Με δυο λόγια, πρόκειται για έναν τύπο κυριαρχίας ο οποίος θεμελιώνεται πλέον σ’ ένα σύστημα σχέσεων δύναμης μεταξύ διάφορων σχετικά αυτόνομων πεδίων (πολιτικού, οικονομικού, δημοσιογραφικού, επιστημονικού, κ.α ) που μετέχουν, με τα δικά τους διακυβεύματα, τους δικούς τους ειδικούς νόμους, και τις ειδικές λογικές στο πεδίο της εξουσίας. Αυτός που κυριαρχεί σ’ αυτόν τον νέο πολιτικο-μιντιακο-επικοινωνιακό-«επιστημονικό» χώρο που ονομάζεται πολιτικός χώρος δεν είναι ούτε οι πολιτο-εκλογολόγοι-δημοσκόποι, αυτοί οι  κοινογνωμολόγοι με λόγο χωρίς Λόγο,  ούτε οι άνθρωποι των ΜΜΕ, ούτε οι σύμβουλοι πολιτικής επικοινωνίας, ούτε καν οι πολιτικοί. Ο καθένας κυριαρχεί σ’ ένα βαθμό στον άλλο ενώ, ταυτόχρονα, είναι έντονα εξαρτημένος από αυτόν, και όλοι μαζί, υπό τους καταναγκασμούς των απρόσωπων και ανώνυμων νόμων της οικονομικής αγοράς, οι οποίοι ασκούνται μέσω της τηλεόρασης και του “χειροκροτόμετρου”, συμβάλλουν στη διασφάλιση της άσκησης κυριαρχίας του χώρου αυτού. Μία από τις λειτουργίες των κριτικών διανοουμένων σήμερα είναι η συμβολή τους  στον επαναπροσδιορισμό της πολιτικής. Μιας πολιτικής που σε κάθε περίπτωση οφείλει να είναι κάτι περισσότερο από έναν χώρο μέσα στον οποίο οι πολίτες  υπάρχουν ως στοιχεία σφυγμομετρήσεων και ως τηλεθεατές που, όπως έλεγε ο Patrick Champagne  κοιτούν  στη τηλεόραση τους αγώνες που εκτυλίσσονται στο όνομα του μεταξύ των διαφόρων φυλών ενός πολιτικού κόσμου που υπακούει μόνο στις ενδογενείς του συγκρούσεις.  

image

– Ρεαλιστικά μιλώντας, πόσο «μπορεί», έχει το περιθώριο, ακόμη και αν η διακυβέρνηση νοιάζεται, να λάβει σοβαρά υπόψιν της το κεκτημένο των κοινωνικών επιστημών σε μία περίοδο παρατεταμένης κρίσης, ενώ διακυβεύονται /χάνονται θεμελιώδη και με θυσίες κεκτημένα (π.χ. τα εργασιακά);

Ν.Π.: Είναι αλήθεια πως η σημερινή κρίση δεν αφήνει πολλά περιθώρια στους πολιτικούς. Και η ανακάλυψη των οικονομικών καταναγκασμών ενισχύει στο εσωτερικό του πολιτικού κόσμου την τάση στον οικονομισμό. Η τάση όμως αυτή έρχεται να υποκαταστήσει την ήδη υπάρχουσα εδώ και καιρό απουσία μιας ουσιαστικής πολιτικής επινοητικότητας, μιας πολιτικής που θα βασίζεται  στη βαθιά γνώση του κοινωνικού κόσμου. Αν η κρίση έκανε τους πολιτικούς να μάθουν λίγη οικονομία δε τους οδήγησε στο να μάθουν κοινωνιολογία. Σήμερα εκείνο που κρίνεται –και που η συνήθης συζήτηση περί πολιτικής δεν θίγει ποτέ– είναι η ίδια η ιδέα τού τι μπορεί να είναι και του τι μπορεί να κάνει η πολιτική δράση. Ο Μπουρντιέ έλεγε πως οι πολιτικοί θα πρέπει να σκεφτούν τη στωική διάκριση ανάμεσα στο τι εξαρτάται από μας και στο τι δεν εξαρτάται από μας. Μια τέτοια στάση προϋποθέτει μια πραγματική προσωπική μετάνοια από μέρους των πολιτικών και έναν πλήρη αναπροσδιορισμό της κοινωνικής εικόνας του ρόλου τους. Θα έπρεπε οι πολιτικοί να σταματήσουν να επεξεργάζονται μέτρα στη λογική του  για όλους και για πάντα, και να αρχίσουν να ασκούν μια μορφή πολιτικής ορθολογικής περιπτωσιολογίας η οποία, από τη μια μεριά, θα συνδυάζει το ενδιαφέρον για την κάθε ιδιαίτερη περίπτωση με τη γνώση των γενικών νόμων που διέπουν τα διάφορα κοινωνικά συστήματα που εμπλέκονται στη κάθε εξεταζόμενη περίπτωση, και, από την άλλη μεριά, με τη γνώση των δυνάμεων και των πολύ ιδιαίτερων συμφερόντων των ανθρώπων εκείνων, από τους οποίους εξαρτάται η επιτυχία της πολιτικού εγχειρήματος. Θα πρέπει με άλλα λόγια να αποφασίσουν να υιοθετήσουν τη λογική των μικρών και εύστοχων πολιτικών κινήσεων, που θα μπορέσει να ξεμπλοκάρει εκείνα τα σημεία στα διάφερα κοινωνικά υποσυστήματα που δημιουργούν τριβές, ακινησία, εμπλοκές, με αποτέλεσμα να κατανέμονται οι κυρώσεις και τα κέρδη που αντιστοιχούν στη λειτουργία αυτών των υποσυστημάτων με πολύ αμφιλεγόμενο τρόπο. Μια τέτοια όμως πολιτική λογική, όπως έλεγε ο Μπουρντιέ,  προϋποθέτει όπως είπα πολλή ευφυΐα, μετριοφροσύνη, γνώση των καταστάσεων, προσοχή στις  καθημερινές λεπτομέρειες των διαφόρων χώρων της κοινωνικής ζωής, και στα «ανθρωπάκια» του «λαουτζίκου». Με άλλα λόγια, μια αληθινή επανάσταση που θα σταματήσει την διαδικασία απομάγευσης της πολιτικής και την «οργανωμένη ανευθυνότητα» για την οποία μιλούσε ο Μπεκ . Αυτή όμως η αντίληψη έρχεται προφανώς σε αντίθεση με την τάση προς τον θεαματικό χαρακτήρα που πρέπει να έχουν οι μεταρρυθμίσεις προκείμενου να καλυφτούν δημοσιογραφικά και ειδικότερα «τηλεοπτικά». Αν όμως δεν υιοθετηθεί αυτή η αντίληψη, το γνωρίζουμε πια, οι καλύτερες προθέσεις του κόσμου θα συνεχίσουν να παράγουν αποτελέσματα αντίθετα με τους επιδιωκόμενους στόχους.

– Στην «πλαστή αντινομία μεταξύ της στράτευσης του διανοούμενου και της απόσυρσης στον ‘γυάλινο πύργο’» του, ο Pierre Bourdieu αντιτάσσει τη δράση: «… Ένας καλλιτέχνης, ένας συγγραφέας, ένας επιστήμονας μπορεί και οφείλει να δράσει πολιτικά όχι ως πολιτικός, αλλά ως δημιουργός στη βάση της αυτονομίας που του προσφέρει ο ειδικός του χώρος παραγωγής…» Θα μπορούσατε να μας υπενθυμίσετε παραδείγματα διανοουμένων οι οποίοι υψώνουν φωνή και ανάστημα σε αυτή την πολιτικό-οικονομική διεθνή συγκυρία; Ή, μήπως, η ανάγνωση / πρόταση του Bourdieu έχει περιορισμένη ανταπόκριση;

Ν.Π.: Δε θα επιχειρήσω να απαριθμήσω τους λόγους για τους οποίους οι διανοούμενοι τηρούν σήμερα μια αμφιλεγόμενη στάση μπροστά σ’ αυτή τη συντηρητική επανάσταση που ζούμε. Θα ήταν χρονοβόρο και παρά πολύ σκληρό να συνοψίσω όλες τις μορφές παραίτησης ή/και συνεργασίας με τις δυνάμεις που εξ αντικείμενου υποστηρίζουν τη παλινδρόμηση όλων των κοινωνικών κεκτημένων σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Ούτε θα είχε και νόημα να αναφερθώ αντίθετα σε διανοουμένους όπως  ο Amartya Sen, Gunther Grass, Andre Gorz, Edward Said, Noam Chomsky, Susan George, Jurgen Habermas, Richard Sennett, Francois Chesnais, και παρά πολλοί  άλλοι που ενσάρκωναν και ενσαρκώνουν τον κριτικό διανοούμενο  και υπεράσπισαν με το έργο και τις παρεμβάσεις τους την άποψη πως η ιδιομορφία της πρακτικής του διανοούμενου δεν είναι να “ξέρει αυτό που πρέπει να σκεφτεί” γύρω από ότι η πολιτικο-μιντιακή μόδα ορίζει ως άξιο συλλογισμού, αλλά συνίσταται στο να προσπαθεί να ανακαλύψει τους μηχανισμούς που επιχειρούν να του επιβάλλουν να σκεφτεί με την ψευδαίσθηση της ελευθερίας. Θα περιοριστώ να πω ότι η χλιαρή στράτευση των διανοουμένων ή η αποστράτευση τους οφείλεται κυρίως στο γεγονός πως ως κάτοχοι του πολιτισμικού κεφαλαίου και άρα κατέχοντας μια θέση στο πεδίο της εξουσίας αποτελούν τμήμα της κυριάρχων έστω και αν μεταξύ των κυριάρχων είναι κυριαρχούμενοι.
 
Στο Διάλογοι που υπογράψατε μαζί με το συνάδελφο σας Franz Schultheis και τη γλύπτρια Βένια Δημητρακοπούλου και συμπεριελήφθη  στο τρίτομο έργο σας Mirrors: Πολυφωνικές αφηγήσεις για έναν κοινωνικό κόσμο σε κρίση  σημειώνετε  πως ο «διεθνής συλλογικός διανοούμενος μπορεί να συμβάλει να δοθούν απαντήσεις […] στα τρία ερωτήματα – κλειδιά του κοινωνικού κόσμου σε κρίση». Σε ποια κοινωνία ζούμε; Σε ποια κοινωνία θέλουμε να ζούμε; Πώς θα φτάσουμε εκεί; Μήπως η όποια προσέγγιση / απάντηση είναι πέρα των δυνάμεων, δηλαδή των εργαλείων που έχει στη διάθεση του;

Ν.Π.: Στο πρώτο ερώτημα πράγματι ο επιστήμονας μπορεί στη βάση των διαθέσιμων εργαλείων του να αντικειμενοποιήσει τον κόσμο, να τον καταστήσει φανερό, κατανοητό και εξηγήσιμο. Στο δεύτερο ερώτημα φυσικά δεν είναι έργο της επιστήμης να καθορίζει τους σκοπού. Ωστόσο μπορεί να προσφέρει τα μέσα σε πολλές περιπτώσεις  για να πούμε αυτό που δε πρέπει να κάνουμε αν δεν θέλουμε να παραχθούν  αρνητικά αποτελέσματα. Όσον αφορά το τρίτο, ο ρόλος του είναι πιο ταπεινός αλλά όχι λιγότερο ουσιαστικός. Μπορεί να οργανώσει ή να συντονίσει τη συλλογική αναζήτηση νέων μορφών πολιτικής δράσης, νέων τρόπων κινητοποίησης και νέων τρόπων επεξεργασίας σχεδίων και κοινής υλοποίησής τους. Μπορεί να παίξει το ρόλο της μαίας, ενισχύοντας τη δυναμική των ατόμων στην προσπάθειά τους να εκφράσουν τι πραγματικά είναι και τι θα μπορούσαν ή θα έπρεπε να είναι, αλλά και συμβάλλοντας στη συγκέντρωση, την επεξεργασία και τη διάχυση της κοινωνικής γνώσης σχετικά με τον κοινωνικό κόσμο, τη γνώση που θα χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για υλοποίηση όλων αυτών.

Info
Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου «Αντεπίθεση πυρών» του Γάλλου κοινωνιολόγου Pierre Bourdieu, οι εκδόσεις Πατάκη, ο IANOS και ο καθηγητής Κοινωνιολογίας Νίκος Παναγιωτόπουλος οργανώνουν την Πέμπτη 6 Απριλίου στις 20:30, συζήτηση με θέμα «Πολιτική, επιστήμη και τέχνη στην εποχή της κρίσης» ή, άλλως, ποιός είναι ο ρόλος των διανοουμένων στην εποχή της κρίσης. 

Συμμετέχουν οι Γιάννης Δραγασάκης, Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Γιώργος Δρίβας, εικαστικός, σκηνοθέτης, Νίκος Παναγιωτόπουλος, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Χρήστος Σταϊκούρας,  Καθηγητής Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Βουλευτής Νέας Δημοκρατίας. Τη συζήτηση συντονίζει ο Δημήτρης Χαραλάμπης, καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών. 

* Νίκος Παναγιωτόπουλος είναι Καθηγητής Κοινωνιολογίας του Τμήματος Επικοινωνίας και Μ.Μ.Ε. του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, επιστημονικός συνεργάτης ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων της Ελλάδας και του εξωτερικού, Αντιπρόεδρος του Ιδρύματος Bourdieu (Ελβετία), μέλος συντακτικών επιτροπών διεθνών επιστημονικών περιοδικών και επιθεωρήσεων, και Διευθυντής της ετήσιας τρίγλωσσης επιθεώρησης κοινωνικών ερευνών Κοινωνικές Επιστήμες.