O Πάνος Κυπαρίσσης αποτελεί έναν από τους πιο εκφραστικούς ποιητές της γενιάς του ’70. Διακρίνεται για την ποιητική του σεμνότητα και μία γραφή χαμηλών τόνων· αντιστέκεται στους υφολογικούς φιλολογισμούς και την επιδεικτική γραφή. Προάγει τη διαύγεια των συναισθημάτων ποιώντας αδιαμεσολάβητα, με λόγο σχεδόν προφορικό, καθαρό και μεστό αισθημάτων. Άλλωστε, ο απόηχος των υπαρξιακών του αναζητήσεων πηγάζει από το συλλογικό βίωμα, ακόμα κι όταν δεν καταγράφεται άμεσα.

Ads

Η ποίησή του με τις υπερρεαλιστικές της καταβολές συνδέεται με την οντολογική εσωστρέφεια των ποιητών της γενιάς. Γενικά στις ολιγόστιχες συνθέσεις του διαχέεται η αίσθηση μιας ζωής χωρίς νόημα· ωστόσο, το πραγματικό νόημα για τον ποιητή μοιάζει απαντάται στη συναισθηματική ισορροπία και την αρμονική σχέση με τη φύση, κάτι που στην κριτική -μαζί με άλλα στοιχεία- εντοπίστηκε ως στοιχείο εντοπιότητας.

Στην τελευταία του ποιητική συλλογή («σκύβοντας ουρανέ» (Γαβριηλίδης, 2015) υιοθετεί την ολιγόλεκτη φόρμα, αν και υπάρχουν και μέσης έκτασης συνθέσεις. Ολιγόστιχα ποιήματα, ευρύτερων αναζητήσεων και θεματικών (αμφιβολία, αναζήτηση του ονείρου, το χρόνο, για τη θεότητα και το θάνατο κλπ), που θα εντάξουμε στην υπαρξιακή ποίηση.

image

Ads

Η συλλογή αφήνει ένα διάχυτο αίσθημα μιας ήπιας αισιοδοξίας. Η κίνηση στο χώρο προσφέρει μία ανεξίτηλη «χορευτική» στο στίχο που ενισχύεται από την ολιγόλεκτη εκφραστική και το στιχουργικό θρυμματισμό. Ένας χορός λέξεων μέσα στο φως κατακλύζει τον ψυχισμό του αναγνώστη.

Πρόκειται για μία ποιητική ομόκεντρη που κινείται σταθερά σε έναν ανθρωποκεντρικό άξονα. Η ποίηση όμως του Κυπαρίσση παρά το βαθύτερο αγωνιώδη και στοχαστική της χαρακτήρα δεν είναι πεσιμιστική· η αισιοδοξία της αισθητοποιείται με το φως (μαύρη αστραπή, νύχτα, σταυροφορίες, των ερώτων, γνώση, δοκιμή, φωτοπότης, φωτοδρομία) που λούζει τα έργα του, την κίνηση που παράγεται μέσα από τη συνειρμική πορεία της εικόνας (της φθοράς, Διόνυσος, δωρικός, κρυφή γραμματική, συστημικό, διηνεκές, πόθος, διαδικασία, η λέξη, διαδρομή) και τον ήχο (αντηχείο, χορικό, τετελεσμένος μέλλων).

Έτσι όμως η ποιητική του απεμπολώντας κάθε κρυπτικότητα και αινιγματικότητα, γίνεται εύληπτη και ο αναγνώστης/ακροατής την αγκαλιάζει εύκολα· της δίνεται μία αίσθηση απλότητας που κρύβει μέσα της την ουσία της ποιητικής επεξεργασίας, μακριά από βερμπαλισμούς και επιδεικτικές εκφράσεις.

Με πράους τόνους που περιβάλλουν μία ελεγειακή διάθεση, η ευαισθησία του Κυπαρίσση μετασχηματίζει την αγωνία και το υπαρξιακό άλγος σε ευαισθησία αναζητώντας τη σύλληψη της στιγμής. Το υπαρξιακό στοιχείο συμπλέει με το εικαστικό και στο κουκούλι της ποίησης μεταμορφώνεται υποσυνείδητα σε στοχασμό που τρέφεται από το πηγάζον συναίσθημα.

Η εκφραστική του, υπό το αδρό φως του υπερρεαλισμού, δημιουργεί εικόνες δυναμικές (επικράτεια, τύχη σκοτεινή, πυροτεχνουργός, δοκιμή, γνώση)· παρά την αφηρημένη θεματική, ο Κυπαρίσσης επιτυγχάνει την απόδοση ζωηρών αναπαραστάσεων του στιγμιαίου καθιστώντας εύληπτο το περιεχόμενο και επιτρέποντας την ελεύθερη ανάδυση, ενίοτε απνευστί, του συναισθήματος (τετελεσμένος μέλλων, κατεστημένοι, ανοίκειο).

Ο δημιουργός αξιοποιεί τη δυναμική των συνειρμών για τη σύνδεση των επιμέρους στροφικών εικόνων, εμπλουτίζοντας το ποιητικό του κάδρο· ωστόσο, σε μία αντισουρεαλιστική εικαστική δεν επιλέγει τη “θολή” εικόνα, εκείνη την αόριστη που τελικά ανασύρει η μνήμη· αντίθετα, δίνει έμφαση σε επιμέρους λεπτομέρειες με μία ψευδοαδιαφορία για το ποιητικό περιβάλλον (φωτοπότης, ευστάθεια, μαθαίνοντας εξορίας). Άλλοτε, η εικαστική του επιμένει σε ημιτελή στιγμιότυπα μέσα από τα οποία εξάγεται το υπαρξιακό ή στοχαστικό μήνυμα (69, 40). Εξάλλου, ο ίδιος δηλώνει στιγμιογράφος που κρατάει σπαραγμένες εικόνες, όπως τις ανασύρει από την προσωπική του «πινακοθήκη».

Ο ποιητής αναζητά την άρτια έκφραση δίχως να περιορίζεται σε προσωπικές ή άλλες νόρμες. Πειραματίζεται με τη δημιουργία ριζοσπαστικών ονοματικών συνόλων και μεταφορές, τις ερωτήσεις (τω αγνώστω, ισοβίως), τα στιχουργικά θραύσματα (αισθήσεως σημαντικά, νυχτερινό, δίλημμα, δίσημο, νέκυια) και τα στροφικά συμπλέγματα (ντροπή, άδηλο φως, επικράτεια, εφιάλτης). Έτσι όμως αναδεικνύεται ο εκφραστικός του πλούτος του και η ευχέρειά του να αξιοποιεί όλο το γλωσσικό θησαυρό της ποίησης καινοτομώντας. Ταυτόχρονα, εμπλουτίζεται με ποικιλία ύφους όλη η συλλογή αγκαλιάζοντας θερμότερα τον αναγνώστη.

Η ποιητική του Κυπαρίσση ισορροπεί στο τεντωμένο σκοινί της λιτότητας. Κυριαρχούν τα ρήματα και τα ουσιαστικά, εκμηδενίζοντας σχεδόν τα επίθετα· τούτα μέσα στην περιορισμένη εμφάνισή τους και μέσα σε ένα ολιγόστιχο περιβάλλον κυριαρχούμενο από ουσιαστικά και ρήματα κάνουν αίσθηση· ενδυναμώνουν ως ιδιότητα τα ουσιαστικά «χρωματίζοντας» τα άκλιτα μέρη του λόγου που μεταχειρίζεται εύπλαστα στις διατυπώσεις του ο ποιητής. Οι μετοχές και οι δευτερεύουσες προτάσεις προσδίδουν μία αίσθηση κίνησης στο χώρο και το χρόνο (αυλαία, ρουλέτα, τόλμη θηρευτή, δέλεαρ, της φθοράς, δοτό). Ο δε χρόνος ενίοτε ακολουθεί τη δική του ανεπαίσθητη κίνηση, μοιάζοντας να σταματά στον ενεστώτα (αιφνιδίως, συστημικό, χρόνος και δέος).

Το υπερρεαλιστικό ύφος αποτυπώνεται και στις μετωνυμικές και μεταφορικές εκφράσεις, ενισχύοντας τη στιχουργική εικαστική χρωματικά και νοηματικά, αλλά κυρίως συναισθηματικά (επικράτεια, φωτιά, νύχτα, αιφνιδίως). Παράλληλα, η δημιουργία ονοματικών συνόλων σε μετωνυμική βάση εκτός από την εικονοπλαστική απόδοση, προσφέρει μία σπάνια νοηματική αναδίπλωση συμπληρώνοντας το περιεχόμενο και ξαφνιάζοντας γλωσσικά τον αναγνώστη (πόθος, νέκυια, τετελεσμένος μέλλων, διαδικασία).

Ο Κυπαρίσσης φέρνει φρέσκο αέρα στα ορυχεία της ποιητικής έκφρασης πιάνοντας με την απόχη του λέξεις κι αισθήσεις ώστε να τις καταχωρήσει στο στιχουργικό του λεύκωμα. Η πολύχρονη ενασχόλησή του με την τέχνη (κινηματογράφο, εικαστικές τέχνες, θέατρο και μεταφράσεις) αποτυπώνεται μέσα από έναν δημιουργικό συνδυασμό τους σε κάθε ποιητική του συλλογή. Η υποκειμενική κι αποσπασματική βίωση της εμπειρίας, επαναπροσδιορίζεται και συνδέεται με το συλλογικό συναίσθημα. Κατά τον Αλέξη Ζήρα «η σιγή τού ενδόμυχου συναισθηματικού τοπίου αντανακλάται στον χαμηλόφωνο ελεγειακό τόνο της φωνής του, στον λυγμικό λόγο που πολλές φορές ζητάει με σπαραγμό να διασώσει τα όσα θραύσματα του ερωτικού πάθους απέμειναν».

Το βιβλίο