Ο Πέρης ρητορεύει και ο Σόλωνας διαπιστώνει ότι βρίσκεται καθισμένος στο σκαμνί. Οι ρόλοι αλλάζουν και ο κυνηγός γίνεται το θήραμα. 

Ads

Ο Πέρης, βλέποντας ότι η συνέχεια της νύχτας δεν μπορούσε να ήταν προβλέψιμη, πήρε μόνος του πρωτοβουλία να κατευθύνει τη συζήτηση και να ορίσει -όσο αυτό του ήταν δυνατό- τις επόμενες κινήσεις. Οι άλλοι τον κοιτούσαν αμίλητοι. Περίμεναν να δουν που σκόπευε να τους οδηγήσει. «Ξέρετε, βραδιές σαν κι αυτήν, οι άνθρωποι μέσα από την ομάδα, καταφέρνουν και αναπτύσσουν γνωσιακές στάσεις, εμφανίζουν συμπεριφορές που εξωτερικεύουν συναισθήματα τα οποία παραμένουν σε ύπνωση. Συναισθήματα που αποφεύγουμε να τα βγάλουμε στην επιφάνεια, γιατί μπορεί να ενεργοποιήσουν δυνάμεις και να δημιουργήσουν δράσεις που -σε διαφορετική περίπτωση- προτιμούμε να παραμένουν στην αφάνεια. Το σκοτάδι τα αποκαλύπτει, ενώ με το φως συγκαλύπτονται.

Για παράδειγμα, δείτε τι συμβαίνει με τη κρίση και τα δυσβάσταχτα μέτρα που λαμβάνονται. Η αβεβαιότητα για το μέλλον είναι μια γενικευμένη αρνητική κατάσταση στην ζωή μας. Δημιουργεί ψυχολογικά προβλήματα. Αυτά, μεταφράζονται σε χρόνιες ψυχοσωματικές παθήσεις και σύνδρομα, για τα οποία απαιτείται θεραπεία και συστηματική ιατρική παρακολούθηση. Με άλλα λόγια, η αβεβαιότητα είναι μια κατάσταση που βιώνεται από τους ανθρώπους τόσο συνειδητά, όσο και ασυνείδητα. Επηρεάζει αρνητικά τις σχέσεις τους. Η παγίωσή της δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για την ανάδειξη ενοχικών ανθρώπων. Ανδρών και γυναικών φοβισμένων, δίχως προσδοκίες για το μέλλον, κλεισμένων στον εαυτό τους. Ανθρώπων που υπακούουν αδιαμαρτύρητα σε άνωθεν εντολές. Η ανθρώπινη έλλογη βούληση σταδιακά οδηγείται στην αυτοακύρωσή της. Εκτός όλων αυτών, εμφανίζεται μια νέα μορφή άγχους. Αυτού που προκύπτει από την αδυναμία προγραμματισμού, σχεδιασμού του μέλλοντος και εξασφάλισης βασικών αναγκών. Εμείς βρισκόμαστε σήμερα σε μία τέτοια κατάσταση.» Ο δημοσιογράφος έπιασε το μπουκάλι με το κρασί, γέμισε το ποτήρι του και αφού τους περιεργάσθηκε εξονυχιστικά, συνέχισε. Τον κοιτούσαν και δεν μιλούσαν. Μόνο οι ανάσες τους αμυδρά που ακουγόταν.

«Τις προάλλες περπατώντας στην Παπαναστασίου, παρατηρούσα στο απέναντι πεζοδρόμιο, δύο εμπόρους που καθόταν σε πρόχειρες καρέκλες έξω από τα καταστήματά τους. Συζητούσαν ψιθυριστά. Αυτοί ήταν έξω και μέσα στο χώρο της επιχείρησής τους, ήταν οι αδειανοί πάγκοι και τα παραμελημένα εμπορεύματα. Σκέφτηκα, για δες Πέρη, μια φαινομενική τάξη στην ουσιαστική αταξία της ζωής τους. Πώς σας φαίνεται αυτό; Η ασάφεια για το μέλλον τους είναι το σήμα κατατεθέν των επιχειρηματικών τους κινήσεων.»

Ads

«Αχ, ωραίο αυτό που είπες!» Η Φρειδερίκη παρενέβη, δηλώνοντας όχι μόνο ότι παρακολουθούσε λέξη προς λέξη αυτά που έλεγε, αλλά και ότι τα επικροτούσε και της άρεσαν. Όμως κανείς δεν της έδωσε σημασία. Το αντιλήφθηκε αμέσως, ξεροκατάπιε και κούρνιασε στον καναπέ. Ο Πέρης, αδιαφορώντας για το σχόλιο της, άναψε ένα τσιγάρο –σχετικά μη συνηθισμένη κίνηση γι’ αυτόν- και συνέχισε την αφήγησή του. Το άναψε, αλλά δεν το ρούφηξε. Παρέμενε στο χέρι του, μέχρι που το εναπόθεσε στο σταχτοδοχείο.
«Συνεχίζω… Παρακάτω αντίκρισα δυο σαραντάρηδες που στεκόταν κοντά στη στάση του λεωφορείου. Αναρωτήθηκα. Φαίνονται για μετανάστες; Ίσως. Ποιοι είναι όμως εκείνοι που ορίζονται ως τέτοιοι; Εγώ αυτό που έβλεπα, ήταν το βλέμμα τους. Και ήταν γεμάτο ανασφάλεια. Δεν μ’ ένοιαζε από που κρατούσε η σκούφια τους, αλλά το πως βίωναν τη καθημερινότητα. Παραδίπλα, μια γηραιά κυρία μιλούσε μόνη της. Άκουσα μόνο κάποιες αποσπασματικές λέξεις. Κατάλαβα ότι αναφερόταν στη βραδύτητα των μεταφορικών μέσων. Ήταν καλοντυμένη, και όμως κρατούσε εκείνο το τσιγκελωτό ραβδί, μαζί με σακούλες που περιείχαν κουτιά, ρούχα και αποφάγια. Ελπίζω να καταλαβαίνετε… Για το σήμερα σας μιλάω, όχι για τα χρόνια της πείνας και της κακουχίας. Εκείνα δεν τα ζήσαμε εμείς.»

«Ωραίο παραμύθι μας λες! Μαύρισες την καρδιά μας! Τι να κάνουμε εμείς; Να τους δώσουμε αυτά που έχασαν; Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια!» Ο Σόλωνας δεν άντεξε και αγανακτισμένα διέκοψε τον Πέρη. Και όμως, πάλι κανείς δεν αντέδρασε, ούτε συνηγόρησε σ’ αυτά που προσπάθησε να πει ο δικηγόρος. Το αποτέλεσμα ήταν η αναμενόμενη αγόρευσή του να χαθεί στο κενό. Ολονών τα μάτια ήταν στραμμένα στον Πέρη. Αυτός κινούσε τα νήματα.

«Συνέχισα να περπατάω. Κατευθυνόμουν προς το νοσοκομείο Θεαγένειο. Εκεί που δίνονται οι μάχες. Εκεί που ο θάνατος παραμονεύει και ο γιατρός, μαζί με τον άρρωστο, παλεύουν να τον κρατήσουν απ’ έξω. Η οποιαδήποτε παραμικρή χαραμάδα που θ’ αφήσουν, θα ’ναι μοιραία. Θα θέσει τέρμα στη ζωή. Μέσα εκεί, η ζωή και ο θάνατος μετράνε το μπόι τους. Εγώ όμως ήμουν απ’ έξω. Περιπατητής και παρατηρητής. Έβλεπα στο πεζοδρόμιο έναν άνδρα που ήταν σκυμμένος. Μάζευε διακριτικά μια χαρτοσακούλα. Ξέρετε τι είχε; Ένα μπουκάλι κρασί και υπολείμματα φαγητού. Αυτά είχε, αυτό ήταν το τίμημα της αεργίας. Μέσα στο γυράδικο, ήταν ο νεαρός πωλητής. Τον χάζευε σιωπηλός. Πώς σας φαίνεται όλο αυτό; Σκηνικό από Ντίκενς; Είπα τότε, δεν αντιπαλεύεται η αδικία που περιβάλλει τους ανθρώπους με διαπιστώσεις και μέτρα. Και δεν ήταν μόνο αυτές οι εικόνες. Υπήρξαν κι άλλες. Να συνεχίσω;»
Η ερώτησή του δεν έτυχε απάντησης. Η σιωπή τους ήταν ξεκάθαρο δείγμα ότι περίμεναν να ολοκληρώσει την ιστορία του. Να δουν τι ήταν αυτό που ήθελε να τους πει. Ποτέ του δεν μιλούσε αναίτια.

«Λίγο πιο κάτω, στη γωνία ένας άστεγος, ξαπλωμένος στο πλακόστρωτο. Κάποιοι, που ήταν λίγο πιο μπροστά από μένα, επιτάχυναν το βήμα τους καθώς τον προσέγγιζαν. Ναι, αυτό έκαναν. Ήθελαν να τον προσπεράσουν όσο το δυνατόν ταχύτερα. Με τη μέγιστη δυνατή απόσταση. Βλέπετε, εκείνος απεικονίζει την αποτυχία του εκσυγχρονισμού και της μεταρρύθμισης. Και όσο το βλέπουμε, τόσο μας υπενθυμίζει τις ευθύνες μας. Την ασυνέπεια λόγων και πράξεων. Καλά δεν λέω, Σόλωνα; Ο ρακένδυτος είναι ο ζωντανός εφιάλτης των περαστικών. Και αυτοί είμαστε εμείς. Περνούμε από δίπλα του, όπως από δίπλα μας περνάει η ζωή. Φτάνει όμως κάποια στιγμή που δεν μπορείς ν’ αφήνεις όλα τριγύρω σου να τρέχουν κι εσύ να είσαι ένας απλός παρατηρητής. Συμφωνείς, Κλειώ; Ούτε να προφασίζεσαι ότι τίποτα δεν μπορεί ν’ αλλάξει και ότι το μέλλον είναι προδιαγεγραμμένο! Πώς σου φαίνεται αυτό Όμηρε; Οφείλεις να το πάρεις απόφαση. Να πεις, τα ψέματα τελείωσαν. Να δω το πρόβλημα κατάματα. Σωτηρία, μ’ ακούς; Γιατί δεν είναι δυνατό να παραμένεις εσαεί στο απυρόβλητο. Να πράττεις αυτά που θέλεις, μη δίνοντας σημασία για το τι σημαίνουν στους άλλους. Φρειδερίκη που πας; Δεν χρειάζεται να σηκωθείς. Σου φέρνω εγώ το κρασί. Τουλάχιστον αυτό το κάνω γιατί το θέλω.»

«Μπράβο! Τέλειος λόγος. Μας συγκίνησες. Τώρα για ποιο λόγο είπες όλη αυτή την ιστορία, δεν καταλαβαίνω. Και η ερώτηση που μου απεύθυνες; Σε τι αποσκοπεί; Για να τα βάλουμε σε μια τάξη, νομίζω ότι έχεις ξεφύγει και κανείς δεν σου έδωσε το δικαίωμα να είσαι κριτής όλων μας.» Ο Σόλωνας σηκώθηκε χτυπώντας ειρωνικά παλαμάκια από την πολυθρόνα και πλησίασε με απειλητική διάθεση τον Πέρη. Είχε αναψοκοκκινίσει και κουνούσε το δείκτη του εκνευρισμένος. «Καθόμαστε και σ’ ακούμε σαν να ’σαι κάποιος ιδιοφυής δάσκαλος. Ένας δημοσιογράφος που παρακαλάει να του δώσουν χώρο για να γράψει καμία μπουρδολογία. Αυτός είσαι! Για να μην πω, για τ’ άλλα. Τα ταξίδια στα εξωτικά μέρη, τις περίεργες αποστολές, τους φίλους… καλά δεν τους λέω; Φίλους!»

«Παρεκτρέπεσαι! Το ειρωνικό ύφος που έχεις πάρει είναι αδικαιολόγητο. Άσε που θεωρώ ότι είναι γελοίο και ευτελές. Αλλά μια και το ανέφερες… εσύ είσαι αυτός που απαιτείς τάξη σε όλα. Η τάξη όμως που υποστηρίζεις στοχεύει στον έλεγχο. Ο Ντιντερό το είχε πει πάρα πολύ εμφαντικά. Προσέξτε αυτόν που λέει ότι τα πράγματα πρέπει να μπουν σε τάξη! Το να τα βάζεις σε τάξη σημαίνει να θέτεις τους άλλους υπό τον έλεγχό σου. Κάτι τέτοιο δεν κάνεις εσύ; Αν θέλεις, ρωτάμε τη Κλειώ.»

«Αυτήν να την αφήσεις!»
«Ε, λοιπόν, ως εδώ και μη παρέκει. Αρκετά πια! Θυμάσαι τις προάλλες που με είδες στο σπίτι σου; Δεν βρέθηκα τυχαία. Υπήρχε λόγος… πολύ σοβαρός. Πέρασα για να προειδοποιήσω τη φίλη μου. Γι’ αυτά που οργανώνεις. Για την Πάουερ Τζενερέιτορ, το οικόπεδό της. Αυτό της το είπες; Αμφιβάλω!»
«Σόλωνα, τι είναι αυτά που λέει ο Πέρης; Για ποιό οικόπεδο αναφέρεται;» Η Κλειώ παρεμβαίνει με την αγωνία και τα ερωτηματικά χαραγμένα στο πρόσωπό της.
«Τίποτα καλή μου! Δεν ξέρεις εσύ απ’ αυτά!» Της μίλησε παίρνοντας μια καθησυχαστική έκφραση και πιάνοντάς την από το χέρι.
«Άφησε με. Πάρε το χέρι σου!  Πέρη, συνέχισε. Πες μας… τι ξέρεις;»

Εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε την εξιστόρηση. Για την Πάουερ Τζενερέιτορ, τη Γενικές Λύσεις ΕΠΕ, τη σχέση τού Σόλωνα με το Βασιλόπουλο, το οικόπεδο της Κλειώς, το ενδιαφέρον για την αξιοποίησή του, τις εγκαταστάσεις ηλεκτρικής ενέργειας, τις συμφωνίες κάτω από το τραπέζι, τα σχέδια και τις μελέτες. Κανείς δεν τον σταμάτησε. Όλοι παρακολουθούσαν με αμείωτο ενδιαφέρον. Ένα ενδιαφέρον που δεν είχε να κάνει με τα επιτεύγματα του δικηγόρου, αλλά με τις έκνομες ενέργειες του και την παραβατική του συμπεριφορά. Μόνο ο Σόλωνας είχε σηκωθεί και περπατούσε πάνω-κάτω. Έπιασε το πακέτο με τα τσιγάρα. Το χέρι του έτρεμε και τα χαρακτηριστικά του προσώπου είχαν τραβηχτεί.

Με την ολοκλήρωση της αφήγησης, ο Όμηρος αναφώνησε: «Α, αυτό το οικόπεδο ενδιαφέρει τον Στεφανίδη! Κι εγώ έλεγα της Κλειώς, να του μιλήσω για αγοραστή. Τι βλάκας που είμαι! Ο Σόλωνας πίσω από τη πλάτη της…»

«Τι ακούω, Θεέ μου! Κοιτάξτε τον. Τα ’χασε. Που πάς;» Η Κλειώ σηκώθηκε όρθια, δηλώνοντας ξεκάθαρα τις προθέσεις της. Περνάει στην αντεπίθεση. Για πρώτη φορά είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει τον άντρα της από θέση ισχύος. Πριν όμως αρπάξει τη φαρέτρα της και εξαπολύσει τα βέλη, ο Πέρης πήρε το λόγο, επιδιώκοντας να δώσει περισσότερο χρόνο στη φίλη του για να οργανώσει την επίθεσή της.

«Μια στιγμή, Κλειώ. Κάτι ακόμα… Γι’ αυτόν ισχύει το ρητό του Επίκουρου: O δίκαιος αταρακτότατος, ο δ’ άδικος πλείστης ταραχής γέμων. Μόνο που στην περίπτωσή του, έχει ισχύ το δεύτερο μέρος της πρότασης. Άλλαξες χρώμα, ε; Σόλων Πουλάκο, δεν είσαι ενώπιον του δικαστηρίου για να φοβάσαι ότι θα σε δικάσουν, αλλά σε προκαλώ. Να είσαι φοβισμένος γι’ αυτά που αποκαλύπτονται. Η επόμενη μέρα θα ’ναι πολύ διαφορετική για σένα. Και για όλους μας, αλλά εσύ έχεις παραπάνω λόγους. Η ψυχή σου βρίσκεται σε ταραχή, γιατί βλέπεις να ’ρχεται η αλήθεια. Μες στο σκοτάδι οι πράξεις σου βγαίνουν στο φως. Επιτέλους, να βρεθείς αντιμέτωπος με τις φοβίες σου. Ξέρεις όμως ποιές είναι; Η επόμενη μέρα ήρθε, αλλά εσύ δεν δείχνεις έτοιμος. Δεν έχεις κάνει τον απολογισμό σου. Δεν κοίταξες μέσα σου. Αλλά αυτός είσαι. Ζεις για το παρόν. Τώρα πρέπει ν’ αντιμετωπίσεις το αύριο. Εγώ ό,τι είχα να πω, το ’πα. Κλειώ, ο λόγος σε σένα.» Με μια κίνηση καλεί τη φίλη του να πάρει τα ηνία και να οδηγήσει τις εξελίξεις. Εκείνη δεν χάνει χρόνο.

«Σόλωνα, όσα άκουσα δεν τα θεωρώ ανήκουστα. Δεν λέω ότι έπεσα από τα σύννεφα. Ήξερα ότι κάποια στιγμή θα μάθαινα για τις πράξεις σου. Ευελπιστούσα ότι δεν θα μ’ ενέπλεκες. Πόσο όμως πλανήθηκα! Είσαι ένας τυχοδιώκτης, ένας αχρείος που βρέθηκες στη ζωή μου και εγώ το παράβλεψα. Τώρα όμως…»

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση της. Ο κρότος από τον κεραυνό τη διέκοψε. Για δευτερόλεπτα επικράτησε απόλυτη σιωπή. Το μόνο που ακουγόταν ήταν η έντονη βροχόπτωση και ο δυνατός άνεμος. Το μπουρίνι ήταν σε πλήρη ανάπτυξη. «Όμως… άσκοπα τα πολλά λόγια. Φύγε. Τώρα, αμέσως.» Η φωνή της σταθερή και σίγουρη. Το βλέμμα της παγερό. Το δεξί χέρι τού δείχνει την εξώπορτα. Κανένα περιθώριο για εξηγήσεις και συγγνώμες. Ο Σόλωνας σηκώνεται, χωρίς να τους κοιτάξει ή να πει οτιδήποτε. Ανοίγει την πόρτα και φεύγει. Η ώρα είναι περασμένες τέσσερις και η επόμενη ημέρα ήρθε. Ο Σόλων Πουλάκος ζει τον φόβο του, το άγνωστο τού αύριο. Τώρα ξέρει. Από εδώ και πέρα, κάθε μέρα, θα έχει κάτι που θα τον κρατάει ξάγρυπνο, θα τον κάνει να χάνει τον ύπνο του. Ο Πέρης και η Κλειώ είναι οι προσωποποιήσεις του φόβου του. Αυτοί ξέρουν τι κάνει, τι θέλει να πετύχει και προπάντων, ποια μέσα επιστρατεύει για να οδηγηθεί στο επιθυμητό αποτέλεσμα.

Στο επόμενο επεισόδιο, ο Πέρης συνεχίζει και αναμοχλεύοντας το παρελθόν τους.

Εικονογράφηση: Αγγελικη Μαρκοβιτς-Μοναστηρίδου 

Διαβάστε στα προηγούμενα: