Τι μπορεί να συμβεί όταν μια παρέα μεσήλικων βρεθεί σε ένα σπίτι για να περάσουν όμορφα ένα καλοκαιρινό βράδυ; Τι είναι αυτός ο φόβος που έρχεται στους ανθρώπους μαζί με το βράδυ;

Ads

Το χαλαρό ξύπνημα, ένα πλούσιο πρωινό, κουτσομπολιό και χαζολόγημα, ορίζουν μια ήρεμη, αδιάφορη ζωή. Δύσκολο να φανταστείς ότι μια τέτοια καθημερινότητα θα δυσκόλευε στη διαχείρισή της. Αυτά για την Κλειώ. Όσον αφορά στον άνδρα της, τον Σόλωνα, τα δικαστήρια τον ξέρουν, οι άλλοι δικηγόροι αναζητούν την παρέα του, οι πελάτες του κρέμονται από τις κινήσεις του, οι πάντες δείχνουν να τον υπολογίζουν και να τον στηρίζουν. Γνωρίζει καλά τα κατατόπια και φροντίζει να αποφεύγει τις κακοτοπιές. Τι είναι όμως αυτό που βασανίζει την Κλειώ και προβληματίζει τον Σόλωνα; Το δεύτερο ζευγάρι που επισκέπτεται το σπίτι της Σωτηρίας μάς «συστήνεται».

Διαβάστε επίσης:

Άχρωμη ζωή

Ads

«Κλειώ, έλα εδώ. Γιατί δεν πήρες το σάντουιτς και την πορτοκαλάδα; Που πάς; Μη φεύγεις. Σου ετοίμασα κολατσιό. Περίμενε!» Τα λόγια, η επιτακτική φωνή και το ύφος της μητέρας της, όλα αυτά που της δημιουργούσαν ενοχές, ακόμα και σήμερα στριφογυρίζουν στο κεφάλι της Κλειώς Ζαρταλούδη. Κόρη του Επαμεινώνδα και της Ασημίνας Ζαρταλούδη, το γένος Βασιλεμένου (γνωστή οικογένεια, «όνομα και πράμα», «σκούφια» που κρατάει από τον Όθωνα και την Αμαλία, με πολλές επικύψεις των προγόνων στα βασιλικά σαλόνια -εξού και το επίθετο που τούς «κόλλησαν»).

Ο πατέρας απόστρατος αξιωματικός, μ’ ένα στήθος από παράσημα και άλλα σήματα. Άνθρωπος αυστηρών αρχών και συνειδητής πειθαρχίας. Κάτι σαν την κινηματογραφική φιγούρα του Ορέστη Μακρή. «Εν, δυο. Εν, δυο.» Η μητέρα απελπιστικά προστατευτική, επίμονη και «πανταχού παρούσα». Κάποιες φορές αναρωτιόσουν ποιός έκανε το κουμάντο. Ο Επαμεινώνδας μπορεί να διοικούσε -χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα- ένα τάγμα αρσενικών φαντάρων, αλλά η Ασημίνα όριζε μια θηλυκή ζωή γεμάτη προβλήματα και αναποδιές.

Το κακό σουλούπι της μικρής, η μεγάλη μύτη σε συνδυασμό με το άχειλο στόμα και τα μικροσκοπικά μάτια, σα δυο κουμπότρυπες σ’ ένα κακοσχηματισμένο πρόσωπο, συνέθεταν έναν αδιάφορο καμβά. Αν στα παραπάνω προστεθούν το κόμπλεξ με το ύψος, τα στραβά πόδια και η απουσία νεανικών φλερτ, τότε η Κλειώ ήταν η επιτομή της αποκρουστικής νεανίδας και ο ορισμός τής εν δυνάμει γεροντοκόρης. Ας όψονται τα ακίνητα και τα ρευστά. Από αυτά η κοπελιά είχε και έχει, «όσα επιθυμείς και φαντάζεσαι». Σπίτια, οικόπεδα, αγροτεμάχια, χρήματα σε θυρίδα, μετρητά, χρυσές λίρες. Από κοσμήματα, λευκά είδη, σεντόνια, δαντελένια εσώρουχα και ρούχα, «να φάνε και οι κότες». Το αποτέλεσμα είναι η «προστιθέμενη αξία» της Κλειώς Ζαρταλούδη και της επιτυχίας της να βρει γαμπρό.

Τα χρόνια μέχρι να παντρευτεί ζούσε στο πατρικό. Ξυπνούσε αργά το πρωί με την ησυχία της, η μαμά τής είχε έτοιμο το πρωινό με τον καφέ και το φρεσκοστυμμένο χυμό. Περνούσε τη μέρα χαζολογώντας εδώ και εκεί. Τα ρομαντικά μυθιστορήματα με τους έρωτες και τις ζήλιες, ήταν καθημερινό μεσημεριανό ανάγνωσμα, λίγο πριν αφιερώσει τα απογεύματα στα Βραζιλιάνικα, Μεξικάνικα και Τούρκικα σήριαλ που ήταν στην μόδα. Πάντοτε έχοντας ως «σταθερή αξία» την Ελληνική σαπουνόπερα. Ο γάμος με το Σόλωνα δε διαφοροποίησε στο ελάχιστο τις συνήθειές της, καθώς στο νέο σπιτικό το μόνο που δεν είχε ήταν το πρωινό ετοιμασμένο από τη μαμά. Όμως αν τύχαινε να βρίσκεται στο σπίτι ο «καλός» της, τότε αυτός αναλάμβανεˑ φρόντιζε για τον καφέ, το βούτυρο, τις μαρμελάδες και τα ζεστά κρουασάν στο κρεβάτι της «πριγκηπέσας».

Βλέποντάς τα από απόσταση, η Κλειώ δεν είχε λόγους να παραπονιέται ή να προβληματίζεται. Και όμως, η απόλυτη εξάρτηση από τρίτους (γονείς και σύζυγο), η απουσία εργασίας και επιστημονικών ή επαγγελματικών ενδιαφερόντων, μαζί με τον απαράμιλλο συντηρητισμό της, την είχαν κάνει «φοβισμένο γατί». Καμία πρωτοβουλία. Ποτέ δεν ύψωσε τη φωνή της. Πάντοτε είχε σκυμμένο το κεφάλι και ήταν ζωσμένη από διάφορες εμμονές και θρησκοληψίες. Μην έβλεπε έντομο να περπατάει ή μαύρη γάτα να περνάει από μπροστά της. Ρουφούσε ακατάπαυστα τα ζώδια και ό,τι κατά την άποψή της προέβλεπε τα μελλούμενα. Έριχνε τα χαρτιά, της διάβαζαν τον καφέ και φρόντιζε να πηγαίνει σε διάφορους «μάγους» και «μάγισσες». Ήταν μονίμως μ’ ένα χαρτομάντιλο στο χέρι, έχοντας ύφος άρρωστης από κρυολόγημα και φορώντας, χειμώνα-καλοκαίρι, πολλά περισσότερα ρούχα από αυτά που σηματοδοτούσε η εποχή του χρόνου. Τα φάρμακα για τους πονοκεφάλους, η ασπιρίνη ως καθημερινή «τονωτική ένεση», «για να προλαβαίνω, μη με βρει καμιά αρρώστια», όπως έλεγε σε όσους τη ρωτούσαν, συμπλήρωναν την εικόνα της. Και πάνω απ’ όλα αυτά, σαν ομπρέλα που προστατεύει από την καταιγίδαˑ οι γονείς της. Η ασφάλειά της. Μιλούσε γι’ αυτούς με τέτοια αφοσίωση και δέος, θεωρώντας ότι η ύπαρξή της ήταν δικό τους μέλημα. Και αν παρεμπιπτόντως αποδημούσαν εις Κύριον, «ουαί και αλίμονο» για την Κλειώ. Δεν μπορούσε ούτε να το φανταστεί. «Εγώ θα πεθάνω, αν ο πατέρας κα η μητέρα φύγουν!»

«Είσαι με τα καλά σου; Τι λες τώρα; Ο μπαμπάς θα είναι πάντοτε εδώ!» Έτσι της απαντούσε ο κύριος Επαμεινώνδας και εκείνη επαναπαυόταν.
Αν όμως κάποια από τις φίλες της έλεγε: «Είσαι με τα καλά σου; Τι βλακείες κάθεσαι και σκέφτεσαι; Οι γονείς μας θα φύγουν και εμείς θα συνεχίσουμε. Έτσι είναι η ζωή!», τότε κατσούφιαζε, μετά σκοτείνιαζε και χανόταν σε παράλογες σκέψεις.

Η αναπόδραστη «αναχώρηση» των γονιών της, η «ολοκληρωτική μετάβαση» στην εξάρτηση από το Σόλωνα (έναν άγνωστο που κάποια στιγμή «ένωσαν τις τύχες τους»), αλλά και η απευκταία προοπτική να χρειαστεί να δουλέψει γιατί οι ροές χρημάτων μπορεί να στερέψουν, επιβάρυναν την καθημερινότητά της. Ειδικά τα τελευταία χρόνια που με την οικονομική κρίση τα ακίνητα δεν νοικιάζονταν εύκολα, τα φέσια από τα χρωστούμενα νοίκια αυξανόταν, ευθέως ανάλογα με τα κρατικά χαράτσια και η επικείμενη -έτσι έλεγαν οι φυλλάδες που διάβαζε- κατάληψη της εξουσίας από την Αριστερά και τους κομμουνιστές που «θα σας πάρουν τα σπίτια», έβαφαν γκρίζο το μέλλον. Οι χειρομαντείες, τα μαντζούνια και τα ξόρκια, μαζί με μπόλικες προσευχές, νηστείες και προγραμματισμένη αποχή από τα σαρκικά πάθη, ήταν το καλύτερο φάρμακο για τον φόβο της.

Δικηγόρος παντός καιρού

«Σας παρακαλώ κύριε συνήγορε. Μην καθυστερείτε. Ολοκληρώστε την σκέψη σας… να προχωρήσουμε την ακροαματική διαδικασία.» Περίπου τέτοιες εκφράσεις άκουγε ο Σόλων Πουλάκος όταν αγόρευε, υπερασπιζόμενος πελάτες του στις δικαστικές αίθουσες της Θεσσαλονίκης και των γύρω πόλεων. Ποινικολόγος, με καλό όνομα, που μόχθησε να το κτίσει και, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, φροντίζει να το συντηρεί. Εδώ και αρκετά χρόνια επιλέγει υποθέσεις. Δεν κάνει κινήσεις που θα τον εκθέσουνˑ δε ρισκάρει. Υπόσχεται πάντοτε τόσα, όσα χρειάζονται για να βρίσκεται μονίμως «στον αφρό». «Αν καταφέρουμε να πάρετε τρία χρόνια με αναστολή, τότε είμαστε ικανοποιημένοι.» Άκουγε ο πελάτης-κατηγορούμενος, έβαζε στο ζύγι τι συμφέρει και τι όχι και έκανε ό,τι τον συμβούλευε ο κύριος Σόλων. Επί το πλείστον, ο πελάτης καταδικαζόταν με ποινή φυλάκισης κάτω από τρία χρόνια και ο ένοχος ήταν χαρούμενος για το «μη αναμενόμενο» αποτέλεσμα, θεωρώντας ότι η ευστροφία, η ευφράδεια και η μαγκιά του δικηγόρου, τον είχαν σώσει από τα χειρότερα. Από την άλλη πλευρά, ο Σόλωνας είχε κατακτήσει μία ακόμη νομική νίκη, είχε κατατροπώσει τους δικαστές και είχε αποδείξει στον πελάτη του, πόσα πολλά ξέρει και αξίζει. Το κασέ του ήταν υψηλό και κατά καιρούς, έλεγε ότι «όλα αυτά που παίρνω δεν είναι για μένα, αλλά πρέπει να μοιραστούν σε διάφορους που μας βοηθούν και συνδράμουν στο έργο μας».

Καλοντυμένος, σχετικά εμφανίσιμος, αλλά αποκρουστικός όσο περισσότερο τον γνώριζες και συναναστρεφόσουν μαζί του. Υπερόπτης, νάρκισσος, μεγαλομανής και «ξερόλας» ήταν κάποια από τα χαρακτηριστικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Το ατομικό συμφέρον και η «πάρτη» του ήταν πάνω απ’ όλα. Δεν χαριζόταν σε κανέναν και δεν υποχωρούσε. Αρκεί να ήξερε ότι αυτό που έκανε θα τον εξυπηρετούσε ή ότι θα έβγαινε ωφελημένος στο άμεσο μέλλον. Εδώ και κάποια χρόνια, εμφανίζεται με ένα προοδευτικό «προσωπείο». Πηγαίνει σε συγκεντρώσεις της Αριστεράς, απέκτησε φίλους από τον χώρο και εμφανίζεται με απόψεις που τις περιβάλει με τσιτάτα από Μαρξ, Αλτουσέρ και Γκράμσι. Οι συνάδελφοί του στους διαδρόμους των δικαστηρίων σχολιάζουν χαμηλόφωνα την στάση του και το ό,τι ετοιμάζεται για πολιτική ή κυβερνητική θέση, όταν και εφόσον η Αριστερά βρεθεί στην εξουσία.

Όταν όμως βλέπει αλλοδαπούς, άστεγους, άπλυτους και γενικά άτομα που βρίσκονται, όχι κατ’ επιλογή, στο κοινωνικό περιθώριο -το «λούμπεν προλεταριάτο»- τότε τον πιάνει μια απέχθεια, «που δε λέγεται». Η αστική του καταγωγή και ο μισανθρωπισμός του εμφανίζονται ακόμα και όταν επιμελώς προσπαθεί να τα κρύψει. Είναι σαν ένας σύγχρονος Τίμων Αθηναίος, που θα μπορούσε κατά αναλογία να λέει στη σημερινή εποχή: «Άνδρες Αθηναίοι, όπως ξέρετε στο χτήμα που έχω στους πρόποδες του Υμηττού, υπάρχει μια συκιά, που χρησίμεψε ως τώρα σε πολλούς για να κρεμαστούν. Επειδή σκοπεύω να χτίσω μια καλύβα εκεί και θα κόψω αυτή τη συκιά θα ήθελα να ειδοποιήσω όσους έχουν σκοπό να αυτοκτονήσουν, να το κάνουν σύντομα, πριν κόψω το δέντρο».

Ο γάμος και ό,τι αυτό έφερε μαζί του, ήταν συνειδητή και καλά υπολογισμένη επιλογή. Το ζύγι και η σπάθα. Τα υπέρ και τα κατά. Από την μια πλευρά, του «έφερε» χρήματα και ακίνητα «με το τσουβάλι» και από την άλλη, του «φόρτωσε» μια άσχημη και προβληματική συμβία που αναγκάζεται να την βλέπει πρωί και βράδυ. Ευτυχώς που δεν θέλει σεξ και άλλα τέτοια. Γι’ αυτά, είναι η Τζένη στο γραφείο και η Τίνα τα Σαββατοκύριακα. Είναι επίσης και η κυρία δικαστής που καθώς αυτός φροντίζει για τις ορμές της, διασφαλίζει παράλληλα τις «ορθές» αποφάσεις της. Και ασφαλώς, όταν πηγαίνει «εκτός έδρας» όλο και κάποια «επί χρήμασι» ξανθιά αλλοδαπή γεμίζει το υπέρδιπλο κρεβάτι του ξενοδοχείου που διανυκτερεύει. Κι όμως, ο Σόλωνας δεν είναι καλά. Έχει πολλά «ανοικτά μέτωπα». Οι σχέσεις -λόγω επαγγέλματος- με τον υπόκοσμο και το έγκλημα του «λευκού κολάρου», τη διαφθορά στη πολιτική και τη δικαιοσύνη, δεν τον αφήνουν να κοιμάται αμέριμνος. Μπορεί να έχει αρκετά λαμόγια δεμένους λόγω συνενοχής ή άνομης συνδιαλλαγής, να υπάρχουν «υποκείμενα» δέσμια του από παρανομίες και κομπίνες που ξέρει, αλλά και αυτός έχει πολλούς λόγους να φοβάται. «Να έχω το νου μου, μη με φάνε μπαμπέσικα ή με δώσουν βορά στα κανάλια».

Μιλάει ελάχιστα για το τι κάνει και που πηγαίνει και δεν κυκλοφορεί ποτέ πεζός ή μόνος τα βράδια. «Είναι αυτοί οι αραπάδες και οι άλλοι, οι βρωμιάρηδες οι κίτρινοι… η πόλη έγινε Ινδία και βάλε… Χάθηκε το ελληνικό στοιχείο και όπου υπάρχει, μπερδεύεται με Αλβανούς και Γεωργιανούς.» Κάτι τέτοια λέει, μόνο όταν τον ακούνε «ευοίωνα ώτα». Σε διαφορετική περίπτωση, κατακεραυνώνει την Τρόικα, τα μνημόνια και εύχεται: «Να ανέβει μιαν ώρα αρχύτερα η Αριστερά, να τους βάλει τους κατεργάρηδες και τους προδότες στη θέση τους. Ένα Γουδή τούς πρέπει!».

Ο Σόλων Πουλάκος, Θεσσαλονικιός με καταγωγή από την Λακωνία, μπλέκει σαν καλοκαιρινή σαλάτα όλα τα θέματα, τα μπουρδουκλώνει και τα αναποδογυρίζει, τα φέρνει στα μέτρα και τα θέλω του, έχοντας πάντα κατά νου, ότι «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Και όσο πορεύεται μ’ αυτά τα πιστεύω και τις «αρχές», τόσο οι εχθροί του αυξάνονται και οι φίλοι εξαφανίζονται. Οι «λυκοφιλίες» είναι η βάση των κοινωνικών του σχέσεων. Και αυτές είναι προβληματικές από μόνες τους. Είναι σαθρές και αρρωστημένες. Πέφτουν ως βαρύ πέπλο, σκεπάζοντας τον ορίζοντα και το μέλλον. Ο Σόλων δεν μπορεί να προγραμματίζει για την επόμενη μέρα. Δεν σκέφτεται το μέλλον και δεν βλέπει τη ζωή του με άλλους. Ζει για το σήμερα και «όπως του έρχονται τα πράγματα». Ο φόβος τού αύριο δεν ξορκίζεται.

Στο επόμενο επεισόδιο, ο Πέρης και η Σωτηρία «παρουσιάζουν» τις δικές τους ζωές, λίγο πριν επιστρέψουμε στο βράδυ του Ιουλίου.

Εικονογράφηση: Αγγελική Μαρκοβιτς-Μοναστηρίδου