Τι μπορεί να συμβεί όταν μια παρέα μεσήλικων βρεθεί σε ένα σπίτι για να περάσουν όμορφα ένα καλοκαιρινό βράδυ; Τι είναι αυτός ο φόβος που έρχεται στους ανθρώπους μαζί με το βράδυ; Ανάμεσα στους καλεσμένους και ένα ζευγάρι: η Φρειδερίκη και ο Όμηρος

Ads

Μια καθημερινότητα για μια κυρία στο κέντρο της πόλης, μεταξύ εμπορικών καταστημάτων και καφετεριών, κινούμενη στο πλήθος και συναντώντας γνωστούς και αγνώστους, δεν μπορεί να σημαίνει κάτι το ιδιαίτερο. Μια καθημερινότητα για έναν πολιτικό μηχανικό, σημαίνει γραφείο, υπηρεσίες, συναντήσεις, μελέτες, και άλλα τέτοια. Η Φρειδερίκη και ο Όμηρος είναι ένα ζευγάρι με τις δουλειές τους και γεμάτες ζωές. Ή δεν είναι έτσι όπως φαίνονται; Μήπως όλα αυτά είναι ένα κάλυμμα για πολλά άλλα; Το πρώτο ζευγάρι που επισκέπτεται το σπίτι της Σωτηρίας μάς «συστήνεται». 

Διαβάστε επίσης:

Η κυρία εμπόρισσα 

Ads

Η ώρα είναι περασμένες δέκα το πρωί και η Φρειδερίκη Δεμετζή παρκάρει το Ford Fiesta που αγόρασε πριν από πέντε χρόνια στο κλειστό υπόγειο πάρκινγκ στο κέντρο της πόλης, στην εμπορική αγορά. Από εκεί το κατάστημά της είναι πέντε λεπτά με τα πόδια. Γρήγορα, εύκολα και άνετα μετακινείται καθημερινά, με αυτό τον τρόπο. Από το σπίτι που είναι ψηλά στην προέκταση της Πυλαίας ως το μαγαζί της. Είναι ένα κατάστημα γυναικείων ρούχων, «κληρονομιά» του αποθανόντα πατέρα της. Αν και δεν έκανε κάτι ιδιαίτερο η ίδια για να δικαιολογεί το τίτλο «η εμπόρισσα» και να αφήνει το στίγμα της στην μεταπρατική ιστορία της πόλης για τις καινοτομίες και τις επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, φρόντισε τουλάχιστον για την μετεγκατάσταση του καταστήματος από τα εμπορικά στέκια της δεκαετίας του ’60, σε αυτά της σημερινής πόλης. 

Περπατάει με ταχύ βηματισμό. Όχι γιατί άργησε να πάει στη δουλειά. Εξάλλου εκτός ότι είναι δική της (ειδικά μετά τον θάνατο του Γεώργιου Δεμετζή έγινε ολωσδιόλου «κτήμα» της), ποτέ της δεν πήγε πριν από τις δέκα. Μια κυρία που σέβεται την κοινωνική της θέση και την εκτίμηση του εμπορικού κόσμου, πηγαίνει αργά και σταθερά. Είναι απαστράπτουσα και πάντοτε καλοντυμένη. Προπαντός πρέπει να είναι σωστά μακιγιαρισμένη. 

Ο γρήγορος βηματισμός είναι γιατί δεν αντέχει στην πολυκοσμία, το βουητό. Οι θόρυβοι από τα αυτοκίνητα και τα σπρωξίματα των διερχόμενων περαστικών την αποσυντονίζουν. Ταράζεται και ενίοτε αισθάνεται τρομοκρατημένη. Έχει φορές που βρέθηκε ασυναίσθητα ακουμπισμένη με την πλάτη στον τοίχο, να κοιτάζει αριστερά και δεξιά, να σφίγγει το λουρί της τσάντας της, λες και κάποιος προσπαθούσε να της την πάρει. Αυτό διαρκεί λίγα λεπτάˑ αρκετά για να χάσει τον προσανατολισμό της, τη διανοητική της ισορροπία και να «πελαγώσει». 

Κάποτε που βρέθηκε σε αυτή την κατάσταση, πήγε προς το μέρος της ο Κώστας Τιμολέων. Ιδιαίτερος φίλος από τα παλιά και κατά καιρούς συνδαιτυμόνας στις βραδινές εξόδους. Την πλησίασε για να την χαιρετήσει και εκείνη του όρμησε. Τον άρπαξε από το σακάκι και τον ταρακουνούσε. Σα να της είχε κάνει κάτι κακό ή να ανακάλυψε ότι ο Κώστας έφταιγε σε κάτι που την ζημίωνε. «Φρειδερίκη, τι έχεις. Φρειδερίκη, σταμάτα. Πρόσεχε!» φώναξε φοβισμένος, αλλά και έκπληκτος για την αντίδρασή της. «Αχ, με συγχωρείς Κώστα μου. Σε πέρασα για άλλον. Τα μπέρδεψα. Ήμουν αφηρημένη κι έτσι όπως ήρθες μπροστά μου… νόμισα ότι ήσουν κάποιος άγνωστος που ήθελε να με κλέψει.» «Εμένα να με συγχωρείς Φρειδερίκη που σε τρόμαξα. Δεν το ήθελα. Πίστεψα ότι με είδες και… Τέλος πάντων.» Κάπως έτσι «έκλεισε» το περίεργο συμβάν, ξεχάστηκε και δεν υπήρξε έκτοτε αναφορά σε αυτό. 

Μόνο που δεν ήταν κατά πως έτσι τα πράγματα. Η Φρειδερίκη ένιωσε τρομοκρατημένη. Αισθάνθηκε τον κίνδυνο, βρέθηκε απομονωμένη και εγκλωβισμένη στην μέση της Τσιμισκή. Σαν κάποιος να είχε χτίσει ένα τοίχος και να είχε υψώσει συρματόπλεγμα στην μέση της Αριστοτέλους, στοιβάζοντας με αυτό τον τρόπο τις ανθρώπινες ζωές. Πολλές φορές κλεινόταν στη μικρή τουαλέτα στο εμπορικό της κατάστημα, χωρίς εμφανή λόγο. Παρέμενε εκεί για δέκα, μπορεί και περισσότερα λεπτά. Αυτό συνέβαινε όταν το μαγαζί είχε αρκετές πελάτισσες ή όταν εκείνες μιλούσαν δυνατά και ζητούσαν μετ’ επιτάσεως ταχεία εξυπηρέτηση. Παρόλα αυτά, έκανε προσπάθειες να διαχειριστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις κρίσεις της. Οι συναντήσεις για τους απογευματινούς καφέδες ήταν συνειδητές επιλογές, αν και συχνά-πυκνά χανόταν στους «εφιάλτες» της και δεν παρακολουθούσε τι έλεγαν οι φιλενάδες της. Κανείς δεν γνώριζε για το πρόβλημα. Ακόμη και ο σύζυγος. Αυτός «ήταν στον κόσμο του». Η Φρειδερίκη τον ανέχονταν γιατί αυτό απαιτούσαν οι κοινωνικές συμβάσεις, οι παρούσες οικονομικές δυσκολίες και η αβεβαιότητα του αύριο. Η «επόμενη ημέρα» δεν ήταν απλά ένας άγνωστος Χ στην προσωπική της εξίσωση. Ήταν η αιτία για τις αϋπνίες της, τις ημικρανίες και τις απρόβλεπτες μεταπτώσεις στη συμπεριφορά και τις διαθέσεις της. 

Η Φρειδερίκη Δεμετζή ήταν το συναισθηματικό «θύμα» της οικονομικής κρίσης. Εκτός από τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε λόγω των τραπεζικών χρεών, των ληξιπρόθεσμων δανείων και του «ανοίγματος» που είχε προς τους προμηθευτές της, βίωνε καθημερινές εμπειρίες «κλειστών οριζόντων» και εσωτερίκευε τα άγχη και τις αγωνίες της. «Σωτηρία, λέω στο τέλος του χρόνου να το κλείσω το κατάστημα και να μαζέψω ότι έχω και δεν έχω… να πάω στο πατρικό μου. Δεν είπα τίποτα στον Όμηρο, αλλά αυτό σκέφτομαι να κάνω.» Τέτοιες κουβέντες είχε ανοίξει εδώ και λίγους μήνες με την παιδική της φίλη με στόχο να μαζέψει γνώμες και να καταλήξει κάπου. 

«Φρειδερίκη, δεν μπορώ να σου πω τι να κάνεις με το εμπορικό, αλλά αυτό που λες να αφήσεις τον Όμηρο και να πας στην μαμά σου… είναι μια χαζομάρα. Τόσα χρόνια τον ανέχτηκες. Περάσατε τόσα και τόσα μαζί. Σε μια δεκαετία θα μπείτε στην Τρίτη Ηλικία. Δεν τ’ αφήνεις αυτά που σκέφτεσαι και να μείνεις σπίτι σας; Εσύ στα δικά σου και εκείνος ας κάνει ό,τι θέλει. Εξάλλου ποτέ του δεν οργάνωσε κάτι μέχρι τέλους. Όλο κάτι αρχίνιζε και μετά… παφ!»

«Τα ξέρω όλα αυτά! Μαζί του ζω εδώ και τόσα χρόνια. Μου λες κάτι που γνωρίζω καλύτερα απ’ όλες σας. Βαρέθηκα όμως. Ή μάλλον πνίγομαι! Δεν ξέρω».

Έτσι, με ένα ξερό και ανερμήνευτο «δεν ξέρω» έκλεινε τις συζητήσεις. Μετά ερχόταν η στασιμότητα. Η επόμενη κίνηση ήταν να χάνεται το βλέμμα της, να κοκκινίζει το πρόσωπο και οι κόρες των ματιών διαστέλλονταν. Έκλεινε την πόρτα της τουαλέτας. Η κλειστή πόρτα ήταν η ασφάλειά της. Η απονενοημένη κίνηση που πίστευε ότι μπορούσε να κρατήσει απ’ έξω τον φόβο. 

Ο αγχωμένος μηχανικός 

«Κύριε Όμηρε, ο καφές σας. Ξεχάσατε τον φραπέ σας!» Η νεαρή κοπέλα με τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια και την μακριά ξανθιά κοτσίδα, βγήκε από τον πάγκο που ήταν το πόστο της και έτρεξε να προλάβει τον Όμηρο Ψηλόπουλο. Έβγαινε από την καφετερία που βρίσκονταν απέναντι από το τεχνικό του γραφείο, χωρίς να κρατάει τον πρωινό καφέ. Τον κουβαλούσε πάντοτε μαζί του, είτε πριν ανέβει στον πέμπτο όροφο που περνούσε μέρος της ημέρας του, είτε φεύγοντας για κάποια εξωτερική δουλειά ή επαγγελματικό ραντεβού. «Αχ, με συγχωρείς Λιτσάκι που σε έκανα να τρέξεις. Είμαι ένας αδιόρθωτα αφηρημένος!» «Καλέ τι λέτε τώρα!

Συμβαίνουν σ’ όλους αυτά! Έχω δει εγώ αφηρημένους… Εσείς μια χαρά μου είστε!» Όλα αυτά, τα έλεγε με το απαραίτητο νάζι, την αχτύπητη τσαχπινιά που διέθετε και μια λεπτή χροιά στην φωνή που «θόλωνε» το μυαλό του μεσήλικα πολιτικού μηχανικού. 

Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, η σύγχυση που είχε ο Όμηρος σε σχεδόν καθημερινή βάση δεν είχε να κάνει με το αέρινο πλάσμα που του σερβίριζε τον πρωινό καφέ. Είχε και αυτή ένα μικρό μερίδιο ευθύνης, αλλά οι πραγματικοί λόγοι ήταν άλλοι. Ο νεανικός «ποδόγυρος» είναι ένα από τα αδύνατά του σημεία. Είναι μια αδυναμίαˑ είναι όμως διαχειρίσιμη. Ήξερε ότι η φαντασίωσή του για το Λιτσάκι θα παρέμενε ως τέτοια. Γιατί εκτός από την πιθανότητα να της προσφέρει κάποια δώρα, τα υπόλοιπα ήταν «όνειρα θερινής νυκτός». Το άγχος, τα χρωστούμενα, μαζί με κάποιες υπόνοιες προστάτη συμπλήρωναν το παζλ της στυτικής δυσλειτουργίας. 

Αυτός είναι ένας μηχανικός με πελατολόγιο εργολάβους και κτηματομεσίτες και η δουλειά του «τού έφτανε και περίσσευε». Μετά από την απόφασή του να ιδιωτεύσει, ρίχτηκε με τα μούτρα στις μελέτες και στα έργα που έπαιρνε για να επιβλέπει. «Έκανε την μέρα νύχτα». Δεν επέτρεπε στον εαυτό του να γυρίσει και να τον ειρωνευτεί η Φρειδερίκη, για το ότι απέτυχε. Ευτυχώς που έχει πεθάνει ο γερο-τράγος ο πατέρας της και έτσι «παλεύει» μόνο με την άλλην, την Ευτέρπη. Τη μάνα της. Η Ευτέρπηˑ η αποθέωση της χλεύης. Η κυρία «φο μπιζού». Όλα τα ξέρει. Για όλα έχει άποψηˑ και όπως περηφανεύεται: «είμαι πάντοτε σωστή και εγώ στο τέλος, δεν λαθεύω!» Μάνα και κόρη έφτιαξαν κόμμα. Οι δύο τους ενάντιά του. Ένα κόμμα που κάνει μονίμως αντιπολίτευση στον Όμηρο. Το αντι-Ομηρικό. «Τις φαντάζομαι να βρίσκονται συνέχεια στο κατόπι μου. Να μουρμουρίζουν ακατάπαυστα και να σχολιάζουν ό,τι και να κάνω. Ακόμα και όσα δεν κάνω. Μιχάλη, δεν τις αντέχω άλλο.» Ο Μιχάλης Σεφερίδηςˑ παιδιόθεν φίλος του. Από την Καστοριά. Μαζί στο σχολείο και μετά στο Πολυτεχνείο. Εκείνος όμως έχει χωρίσει. Είναι ένα «ελεύθερο πουλί», όπως έλεγε και ξανάλεγε ο Όμηρος. «Μπορεί και κάνει τα πάντα».
 
Δυστυχώς όμως ο πολιτικός μηχανικός, ζει μέσα σε μια εικονική πραγματικότητα. Φαντάζεται τον εαυτό του να πηγαίνει όπου θέλει. Να του την πέφτουν οι μικρούλες. Να ξοδεύει λεφτά και να τον ζητούν οι πάντες για να κάνει σχέδια και μελέτες. Ταυτόχρονα, δύο «μέγαιρες» να του βάζουν τρικλοποδιές. Να τον κυνηγούνε και να τον συκοφαντούν όπου και να βρίσκονται. Αυτός όμως εκεί. Αλώβητος, νικητής και τροπαιούχος. Κάτι μεταξύ Σούπερμαν και Μπάτμαν. Να κυριαρχεί στις οικοδομές. Να ελέγχει μεγάλα έργα και να εξαφανίζει τις εχθρούς του. Εκείνες όμως να τον καταδιώκουν, αλλά αυτός τις ξεφεύγει. Ένας αίλουρος της πόλης, με θαυμάστριες που δεν ξεπερνούν το ηλικιακό όριο των εικοσιπέντε χρόνων. 

Τα πρωινά που πηγαίνει στο γραφείο, τα μεσημέρια όταν βρίσκεται εδώ και εκεί, αλλά και αργά τα απογεύματα, λίγο πριν αποφασίσει να επιστρέψει στο «κλουβί»ˑ αυτά σκέφτεται. Όταν ανοίγει την πόρτα και τυχαίνει να πέσει πάνω στην απαξιωτική της έκφραση, τότε φουρκίζεται και μετράει τις υπομονές του. Το βράδυ κοιμάται από την κούρασηˑ μουγκρίζοντας, ροχαλίζοντας και βαριανασαίνοντας. Το επόμενο πρωινό, επαναλαμβάνεται το ίδιο σκηνικό. Στην αρχή είναι τα μούτρα της μες την τσίμπλα και την ζάρα, μετά «συναντάει» το Λιτσάκι, στη συνέχεια είναι οι πελάτες, το τρέξιμο και πάει λέγοντας. Και ασφαλώς τα αγχολυτικά χάπια που τα παίρνει κρυφά από τους πάντες. Για να τον βοηθούν να ρυθμίζει τις ανάσες του και όπως πιστεύει, να διώχνουν μακριά τα καθημερινά φαντάσματα. Πλασματικές ιστορίες, καρτουνίστικες εικόνες και χάπια. Ένας τέλειος συνδυασμός για να αποφεύγει τον φόβο. 

Στο επόμενο επεισόδιο, η Κλειώ και ο Σόλωνας «παρουσιάζουν» τις ζωές τους…

* Εικονογράφηση: Αγγελική Μάρκοβιτς-Μοναστηρίδου