Τι μπορεί να συμβεί όταν μια παρέα μεσήλικων βρεθεί σε ένα σπίτι για να περάσουν όμορφα ένα καλοκαιρινό βράδυ; Τι είναι αυτός ο φόβος που έρχεται στους ανθρώπους μαζί με το βράδυ;

Ads

* Οι απαντήσεις στην νουβέλα του Γιάννη Μάρκοβιτς «Ο φόβος επιστρέφει τη νύχτα» δημοσιεύεται σε συνέχειες στο Tvxs, από την Παρασκευή 18 Ιουλίου.

Διαβάστε επίσης:

Συνέχεια από τα προηγούμενα: Μετά από τη Φρειδερίκη και τον  Όμηρο, η Σωτηρία ετοιμάζεται να υποδεχθεί το δεύτερο ζευγάρι των καλεσμένων της. Την Κλειώ, κι αυτή φιλενάδα της από τα μαθητικά τους χρόνια, η οποία συνοδεύεται από το σύζυγό της, τον Σόλωνα. Η ευτραφής και ευκολόπιστη Κλειώ, δίπλα σε ένα αεικίνητο και πονηρό, Σόλωνα, θα χτυπήσουν σε λίγο την πόρτα.

Ads

«Σωτηρία ποιοί είπες ότι θα έρθουν;» Επαναλαμβάνει την ερώτησή της, αυτή τη φορά δυνατά και με τσιριχτή φωνή η Φρειδερίκη, ώστε να ακούσει η φίλη της που είναι στην κουζίνα. «Οι γνωστοί καλή μου! Ο Σόλων με την Κλειώ και ο Πέρης». «Ποιός είπες; Ο Πέρης; Πώς και τον κάλεσες; Ξέρεις ότι όταν είναι αυτός, μονοπωλεί την κουβέντα και κουράζει τους άλλους. Πιάνει ατέλειωτες πολιτικές συζητήσεις και δεν αφήνει χώρο για κανέναν. Ειδικά άμα βρεθεί με τον Σόλωνα…», αναρωτήθηκε σε έντονο ύφος και εμφανώς ενοχλημένη από το άκουσμα του ονόματος «Πέρης» η Φρειδερίκη.

«Είναι μόνος του Φρειδερίκη και δεν ήθελα να μάθει ότι βρεθήκαμε και δεν τον καλέσαμε. Καλά δεν έκανα Όμηρε; Πες κι εσύ κάτι;» Η Σωτηρία πρόστρεξε για βοήθεια στον άνδρα της φίλης της, πιστεύοντας ότι θα συνηγορούσε στην επιχειρηματολογία της.

Εκείνος κούνησε αδιάφορα το κεφάλι του. Αλλού ταξίδευε. Σκέφτονταν τις σκοτούρες και τις υποχρεώσεις που είχε από τη δουλειά του. Σκέψεις ανάκατες με τα λόγια που τού είχε πει τότε η γυναίκα του. Για τα επιχειρηματικά του ανοίγματα και το τίμημα που θα έπρεπε να πληρώσει αν αποτύχαινε. Αυτός αλλιώς τα είχε σχεδιάσει με το μυαλό του. Αν πήγαιναν οι δουλειές καλά, τότε δεν θα περνούσε τα βράδια του, όπως σήμερα, με την Φρειδερίκη. Θα ήταν με τη δική του παρέα. Άγνωστο βέβαια ποια μπορεί να ήταν αυτή.

Δυστυχώς όμως τού πήγαν όλα ανάποδα. Η κρίση σταμάτησε το «οικοδομικό τσουνάμι», οι δουλειές έγιναν «είδος υπό εξαφάνιση» και τα χρέη πολλαπλασιάζονταν. Οι τράπεζες και η εφορία δεν αστειεύονταν. Τον κυνηγούσαν όπου και να κρυβόταν. Οπότε δεν τον ένοιαζε αν θα ερχόταν στο σπίτι ο Πέρης, αν θα μιλούσε για τα πολιτικά ή αν θα τους τρέλαινε με τις αμπελοφιλοσοφίες του. Σκασίλα του. Αυτός ήταν στριμωγμένος σε έναν καναπέ, δίπλα σε μια γυναίκα που δεν ήθελε, περιμένοντας κάποιους άλλους για να περάσει και αυτή η βραδιά. Εξάλλου η ώρα είχε φτάσει έτσι ώστε να αναμένονται από στιγμή σε στιγμή οι υπόλοιποι. Μπορεί, εν τέλει, η έλευσή τους να ήταν για αυτόν  μια λύτρωση.

«Σωτηρία, το κουδούνι!», φώναξε με κοφτή φωνή η Φρειδερίκη. Η Σωτηρία στην κουζίνα ετοίμαζε κάτι καναπεδάκια και έκοβε σε μικρά τετραγωνισμένα κομμάτια τη ζεστή κιμαδόπιτα. Παραδίπλα της ήδη είχαν σερβιριστεί σε δύο μεγάλες πιατέλες, τα προκατασκευασμένα πιτσάκια και τα πεϊνιρλάκια.

«Τώρα, τώρα. Πηγαίνω ν’ ανοίξω» αποκρίθηκε αμέσως η οικοδέσποινα. Στην εξώπορτα περίμεναν με χαμόγελο και τα χέρια γεμάτα από σακούλες με δώρα και γλυκά, ο Σόλων και η Κλειώ. «Καλωσορίσατε. Περάστε, περάστε!»
«Δεν αργήσαμε Σωτηρία… στην ώρα μας;» ρώτησε και δεν ρώτησε, με τον τρόπο που μίλησε η Κλειώ.

«Όχι, ακριβώς στην ώρα σας ήρθατε. Όπως πάντα. Ο Σόλων είναι ένας εγγλέζος τζέντλεμαν!»

Οι φιλοφρονήσεις έλαβαν τέλος καθώς το νεοφερμένο ζευγάρι εισερχόταν στο σπίτι και αντίκριζε στο βάθος του σαλονιού τους «πρωινούς» καλεσμένους. Εκείνοι ήδη είχαν σηκωθεί και περίμεναν να τους χαιρετίσουν.

«Κοίτα πως είναι πάλι ντυμένη η Φρειδερίκη. Μια ζωή στην υπερβολή!» σιγοψιθύρισε η Κλειώ στη Σωτηρία, την ώρα που της έδινε τα γλυκά.
Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα όλοι τους κάθονταν αναπαυτικά στο σαλόνι και συζητούσαν χωρίς ουσία και περιεχόμενο. Ο καιρός, η κίνηση στους δρόμους, τα πρωινάδικα, το ποδόσφαιρο. Δεν χρειαζόταν να καταλάβεις ποιοι με ποιους μιλούσαν, αλλά οι κοινωνικές συμβάσεις τηρούνταν στο ακέραιο. Οι άνδρες μεταξύ τους, οι γυναίκες με τα δικά τους. Που και που, κάποια αδιάφορη «μίξη» θεμάτων που ενέπλεκαν για λίγα λεπτά τα δύο φύλα, ως φωτεινή εξαίρεση επιβεβαίωνε τον κανόνα που θέλει «οι άνδρες με τους άνδρες, οι γυναίκες με τις γυναίκες». Μπορεί να είμαστε στη Δύση και η ασπαζόμενη θρησκεία να είναι ο Χριστιανισμός,αλλά οι Ανατολίτικες, Οθωμανικές επιρροές είναι βαθιά εμποτισμένες στην κουλτούρα και στις συνήθειες του λαού.

Ο Σόλων, δικηγόρος με ειδίκευση στο ποινικό δίκαιοˑ αν και τα τελευταία χρόνια, λόγω της κρίσης (μια αντικειμενική κατάσταση που μπορεί να «λειτουργεί» και ως αληθοφανής και πιστευτή δικαιολογία για διάφορες αποφάσεις και πράξεις), συνηθίζει να λέει, «όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω!»

Στην κυριολεξία, στις περισσότερες από τις υποθέσεις που αναλαμβάνει είναι κάπως έτσι. «Σφαγέας» και «γδάρτης». Ζητάει πολλά, συνήθως με έμμεσα εκβιαστικό τρόπο, παραφουσκώνει τις δυσκολίες των υποθέσεων του, εκμεταλλεύεται καταστάσεις και ανθρώπους, πληρώνει και πληρώνεται. Αλλά στον περίγυρό του ο Σόλων είναι άψογος. Προοδευτικός, με λίγο «σούπα» ιδεολογικούς προσανατολισμούς, ένας αριστεροδεξιός με λίγες κοινωνικές ευαισθησίες και ακόλαστη ζωή.

Δίπλα του, εδώ και λίγα χρόνια, αλλά τους τελευταίους οκτώ μήνες ως επίσημο ζευγάρι, είναι η Κλειώ. Η τρίτη της παρέας των κοριτσιών. Δεν έχει δουλέψει ποτέ της και όποτε το σκέφτηκε να το κάνει, όλο και κάτι συνέβη, όλο και μια «κακιά στιγμή» υπήρξε και η επαφή της με την αγορά εργασίας αναβλήθηκε για κάποια άλλη φορά. Έτσι, χωρίς σοβαρό λόγο και με αρκετά μεταφυσικά στοιχεία αιτιολογούσε την παραμονή της στην απραξία.

Στο «τσακ» θα έμενε γεροντοκόρη, αλλά χάριν του δυναμικού δικηγόρου και της αφράτης ακίνητης περιουσίας της, ο γάμος ήταν ένα τυπικό ζήτημα. Πέντε σπίτια, δύο καταστήματα, εξοχικό στην Χαλκιδική και λεφτά. Μπόλικα λεφτά. Λεφτά με την σέσουλα. Μια ιδεώδης κατάσταση που κατάλληλα αξιοποιήθηκε από τον Σόλωνα. Βλέπετε η Κλειώ, δεν ήταν και πολύ για να την βλέπουν.

Αλλά όλα αυτά ήταν «ψιλά γράμματα» για τον πετυχημένο δικηγόρο με γραφείο επί της οδού Λεωφόρου Νίκης, να ατενίζει τον Θερμαϊκό και να υπολογίζει τα ωφελήματά του. Για τον Σόλωνα, δεν ίσχυε το κομμάτι του Καββαδία «Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι. Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά». Αυτός ήταν ικανοποιημένος που έβλεπε το γαλάζιο του Θερμαϊκού, καθώς συχνά-πυκνά έλεγε: «Η Σαλονίκη γέμισε καθίκια, κλέφτες, μαύρους, γυφτοασιάτες και πουτάνες από το πρώην Παραπέτασμα».

Πραγματική του ιδεολογία, η «αρπαχτή» και το «βόλεμα» σε όλο τους τομεγαλείο. «Εμείς ήμασταν που κάναμε τους καλύτερους Ολυμπιακούς και την φέραμε στους κουτόφραγκους! Τώρα βέβαια με τα μνημόνια καλά να πάθουμε! Να έρθουν ετούτοι να μας κάνουν κράτος. Εμείς δεν είμαστε άξιοι γι’ αυτό. Αλλά και οι πουλημένοι που μας κυβερνούν δεν δικαιούνται να μιλάνε. Ψέματα λένε όλοι τους. Να φύγουν μια ώρα αρχύτερα και να έρθουν οι άλλοι, εκείνοι οι αριστεριστές μαζί με τους παλαιοπασόκους να δούμε πόσα απίδια βάζει ο σάκος τους!»

Τέτοιες ήταν οι εκφράσεις που συχνά χρησιμοποιούσε, είτε βρίσκονταν στους διαδρόμους των δικαστηρίων, είτε στα καφέ της οδού Φράγκων, είτε σε φιλικές παρέες. Καλή ώρα όπως σήμερα στης Σωτηρίας. Ο Σόλων ήταν το νεότερο μέλος της παρέας, «ακόλουθος» της Κλειώς και ένας «ευγενής μεσήλικας» στον κοινωνικό περίγυρο. Η ώρα περνούσε με κρασί, ελαφριά εδέσματα, χαλαρή μουσική και μπόλικη συζήτηση. Ήταν ήδη περασμένες δέκα όταν χτύπησε το θυροτηλέφωνο.

* Εικονογράφηση: Αγγελική Μάρκοβιτς-Μοναστηρίδου