Τι μπορεί να συμβεί όταν μια παρέα μεσήλικων βρεθεί σε ένα σπίτι για να περάσουν όμορφα ένα καλοκαιρινό βράδυ; Τι είναι αυτός ο φόβος που έρχεται στους ανθρώπους μαζί με το βράδυ;

Ads

* Οι απαντήσεις στην νουβέλα του Γιάννη Μάρκοβιτς «Ο φόβος επιστρέφει τη νύχτα» θα δημοσιεύεται σε συνέχειες στο Tvxs, από σήμερα Παρασκευή 18 Ιουλίου.

Διαβάστε επίσης:
Το πρώτο μέρος «Ο φόβος επιστρέφει τη νύχτα: Στης Σωτηρίας»
Την Κυριακή 20 Ιουλίου το τρίτο μέρος: Κλειώ και Σόλων

Συνέχεια από το προηγούμενο: Οι πρώτοι επισκέπτες μόλις μπήκαν στο σπίτι της Σωτηρίας και κάθονται αναπαυτικά στον καναπέ στο σαλόνι. Περιμένουν να έρθουν και οι υπόλοιποι. Είναι η Φρειδερίκη, παιδική φίλη της Σωτηρίας, και ο σύζυγός της, ο Όμηρος. Η γλωσσού και εντυπωσιακή Φρειδερίκη και ο ήρεμος και μεθοδικός Όμηρος. Πάντοτε νωρίτερα από τα προκαθορισμένα ραντεβού, φροντίζουν να βολευτούν και να δουν πως θα περάσει η ώρα μέχρι να έρθουν και οι άλλοι. 

Ads

Ο φόβος επιστρέφει τη νύχτα: 2. Φρειδερίκη και Όμηρος 

Η Φρειδερίκη είναι στα προχωρημένα σαράντα, μελαχροινή, μεσαίου ύψους και με τα δεκάποντα που συνήθως φοράει, δείχνει ψηλότερη και περισσότερο εντυπωσιακή. Όμορφη γυναίκα. Καλοζωισμένη. Με καταγωγή από κλασική μεσοαστική οικογένεια του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης. Ο πατέρας της ήταν έμπορος ρούχων και η μητέρα στο δικό της μικρό μαγαζί που ακόμα και σήμερα πουλάει φο μπιζού και ρολόγια. Ο πατέρας έχει πεθάνει εδώ και μια δεκαετία και η κόρη, αφού πέρασε μια κρίση κατάθλιψης από την απουσία του αγαπημένου της, θύμα του Οιδιπόδειου συμπλέγματος από την ανάποδη, φόρτωσε το ράφι της κουζίνας και το στομάχι της με παροξετίνες, σιταλοπράμες, κλοβαζάμες και σουλπιρίδες. Φτιάχνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο, ένα ζωντανό φαρμακευτικό παρασκευαστήριο. Δοκιμάζοντας τις δικές της αντοχές, όσο και των ανθρώπων που βρίσκονταν τριγύρω της. Πάντοτε όμως με κύριο αποδέκτη τον Όμηρο.

Αυτός, είναι λίγα χρόνια μεγαλύτερός τηςˑ πολιτικός μηχανικός στο επάγγελμα και με σχετικά ταπεινή κοινωνική καταγωγή. Γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα ορεινό χωριό της Καστοριάς και φοίτησε στην Πολυτεχνική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στη δεκαετία του ’80. Εκείνα τα χρόνια γνώρισε την Φρειδερίκη. Όταν αυτός ήταν στο πτυχίο. Διάβαζε συνεχώς για να βγάλει καλό βαθμό και να ξεκινήσει να εργάζεται. Μέσα από μια αδιάφορη παρέα γνωρίστηκανˑ ένωσαν τα κορμιά τους και αυτός έδιωξε το άγχος της πτυχιακής χρονιάς. Πήρε το δίπλωμα και το χάρισε στην Φρειδερίκη.

Εκείνη ήταν μια δημοφιλής και εξωστρεφής πρωτοετής φοιτήτρια του Οικονομικού. Για να είμαστε ακριβολόγοι, «τρόπος του λέγειν» φοιτήτρια. Πήρε τελικά πτυχίο, αλλά περισσότερο ήταν γνωστή στα καφέ του κέντρου, παρά στα αμφιθέατρα της Νομικής και του Οικονομικού. Αφού πέρασαν τα πρώτα καλοκαίρια μες στο μέλι και την γλύκα, σταδιακά άρχισε ο ένας να συνηθίζει τον άλλον και να σκέφτονται το κοινό τους μέλλον.

Ούτως ή άλλως, ο Όμηρος είχε ξεκινήσει να δουλεύει σε μια τεχνική-κατασκευαστική εταιρεία. Έπαιρνε έναν καλό μισθό και μπορούσε με αρκετή σιγουριά να χτίσει, εκτός από σπίτια και το κοινό τους μέλλον. Η Φρειδερίκη ανέλαβε το μαγαζί του πατέρα της, έγινε η κυρία «αφεντικού» και με τον τρόπο της έκανε τον κυρ-Γιώργο ό,τι ήθελε. Παρήγγειλνε τα ρούχα που της άρεσαν, αποφάσιζε για το πελατολόγιο, ενώ η διακόσμηση του καταστήματος ήταν αποκλειστικό της δικαίωμα. Ο πατέρας της το μόνο που κατάφερνε να έχει -και αυτό σε σχετικό έλεγχο- ήταν η οικονομική διαχείριση. Μονολογούσε, όταν η κανακάρισσα του δεν ήταν κοντά: «Σπούδασε οικονομικά, αλλά μην γελιόμαστε, χαμπάρι δεν έχει από διαχείριση. Στάχτη και μπούλμπερη κάνει ό,τι περνάνε από τα χέρια της. Κόρη μου είναι, αλλά το σωστό, σωστό!».

Έτσι με αυτά και μ’ εκείνα, η Φρειδερίκη αναδείχθηκε ως μια επιχειρηματίας της Τσιμισκή -εκεί μετέφερε το εμπορικό του πατέρα της, από την Βενιζέλου που ήταν για πολλά χρόνια- με καλό κύκλο γνωριμιών, με πελάτισσες της αστικής Θεσσαλονίκης και με μπόλικους καφέδες τα απογεύματα. Αυτοί οι τελευταίοι ήταν απαραίτητοι στη ζωή της. Από τις έξι έως τις επτά καθημερινά έπινε καφέ μαζί με τις φιλενάδες της, αφήνοντας τον κυρ-Γιώργο στο κατάστημα να «παλεύει με τα θηρία». Έτσι αποκαλούσε ο ηλικιωμένος έμπορος τις καινούργιες πελάτισσες που έμπαιναν στο κατάστημα της Τσιμισκή.

Πατέρας και σύζυγος, ο καθένας ξεχωριστά και για διαφορετικούς λόγους, προβληματίζονταν για το θηλυκό της ζωής τους. Αλλά αυτή ήταν η Φρειδερίκη. Ο καφές και η καλοπέραση δεν της έλειψαν ποτέˑ ούτε σκέφτηκε να αλλάξει συνήθειες. Ακόμα και όταν πέθανε ο πατέρας της, άφηνε την πωλήτρια στο κατάστημα μόνη της και  πήγαινε με τις φίλες της στην καθιερωμένη συνάντησή τους. Τώρα πια, είχε την δικαιολογία έτοιμη στο στόμα: «Μου λείπει τόσο ο μπαμπάς, που δεν μπορώ να είμαι εκεί μέσα και να μην τον βλέπω. Το μαγαζί ερήμωσε!»

Για να «λέμε όμως τα πράγματα με τ’ όνομά τους», η ερήμωση επήλθε σταδιακά από την μείωση της κατανάλωσης, από την εμπορική κρίση που βίωνε η αγορά της Θεσσαλονίκης και από τη σταδιακή κυριαρχία των πολυεθνικών εμπορικών καταστημάτων που έπαιρναν μέρα με την μέρα «ζωτικό χώρο» από τον παραδοσιακό Έλληνα μεταπράτη. Ο θάνατος του παλαιού εμπόρου της είχε δώσει την δικαιολογίαγια να συνεχίζει την άσκοπη ζωή της.

Ο Όμηρος μέσα από την συνεργασία του με την τεχνική εταιρεία απέκτησε εμπειρία και προσωπική πελατεία. Μέσα σε λίγα χρόνια άρχισε να φτιάχνει δικές του μελέτες και να τον ζητάνε σε ιδιωτικά έργα. Ένα βράδυ, πριν από έξι χρόνια, έπιασε από το χέρι την Φρειδερίκη και της ζήτησε να καθίσουν στο τραπέζι γιατί είχε κάτι να της πει.

«Αγάπη μου, σκέφτηκα ότι καλή είναι η εταιρεία που δουλεύω, αλλά με περιορίζει στα οράματά μου. Στις βλέψεις που έχω. Και πέραν αυτού, τα λεφτά δεν είναι ανάλογα με όσα τούς προσφέρω. Έτσι είπα να φύγω και να κάνω κάτι από μόνος μου. Έχω τόσες και τόσες γνωριμίες. Και εσύ το βλέπεις. Δεν σηκώνω κεφάλι από τις μελέτες που ετοιμάζω και τις επιβλέψεις που μού δίνουν. Θα κάνω κάτι δικό μου και δεν θα χρειάζομαι να δίνω λογαριασμό στον καθένα. Δεν θα αναγκάζομαι να μοιράζομαι με άλλους τα οφέλη από τον κόπο μου. Εν τοιαύτη περιπτώσει, είμαι επιστήμονας, είμαι καλός στη δουλειά μου και αυτό αναγνωρίζεται απ’ όλους!»

Η Φρειδερίκη τον κοίταξε με περίσκεψη, αλλά και με αρκετή δυσπιστία. «Γλυκέ μου εσύ αποφασίζεις τι είναι αυτό που θέλεις να κάνεις. Εσύ ξέρεις καλύτερα από όλους μας. Εγώ σε τι μπορώ να σε συμβουλέψω; Δεν ξέρω από δουλειές της οικοδομής! Αν νομίζεις ότι θα τα καταφέρεις καλύτερα… τότε κάντο το. Αν όμως όχι, πιστεύω ότι είναι πιο φρόνιμο να κάτσεις εκεί που είσαι. Ο κύριος Στεφανίδης είναι καλό αφεντικόˑ έχει πολλές προσβάσεις. Ξέρει πρόσωπα και πράγματα. Δεν είναι σώφρον να πας ενάντιά του. Αυτός είναι πάντοτε μέσα στις καταστάσεις. Εξάλλου κι εσύ το λες. Όλο δημόσια έργα παίρνει. Τα έχει κάνει πλακάκια με δημάρχους και νομάρχες. Όποιος και να κυβερνάει, η τεχνική του εταιρεία είναι πάντοτε στον αφρό. Εσύ όμως; Ποιός σε ξέρει εσένα; Ούτε από πού κρατάει η σκούφια σου γνωρίζουν. Αν ζούσε ο μπαμπάς μου θα ήταν όλα πιο ομαλά. Εκείνος είχε γνωριμίες. Ήταν γνωστός στους πάντες. Θα σε βοηθούσε. Όπως έκανε πάντοτε! Δεν σ’ άφησε μονάχο σου! Ποτέ του, ο καλός μου!»

Τα λόγια της ήτανε σαν μαχαιριές Τον έσφαζε λίγο-λίγο, έτσι χωρίς να τον κάνει να πονάει, αλλά να νιώθει το σχίσιμο των πληγών που τού άνοιγε. Η διαρκής αμφισβήτηση στο πρόσωπό του, αρχής γενομένης από το επάγγελμα που έκανε. Πολιτικός μηχανικός. Πφ! Το θεωρούσε τόσο μπανάλ, τόσο μικροαστικό! Έβγαζε λεφτά, αλλά πέραν τούτου, ουδέν. Μετά η καταγωγή του. Το χωριό στα σύνορα. Ο τρόπος που μιλούσε. Ότι ήταν δίγλωσσος. Εκείνη η σλάβικη διάλεκτος ήταν ό,τι χειρότερο για την Φρειδερίκη. Ειδικά όταν έρχονταν στην πόλη η πεθερά της και μιλούσε μισά Ελληνικά και μισά από τα άλλα. Που να την κρύψει και που να κρυφτεί η ίδια. Τέλος, οι συνεχείς αναφορές της στον πατέρα της. Τούτο αυτός, το δαύτο εκείνος. Όποια πέτρα και να σήκωνες, έβλεπες και μια αναφορά στον πατέρα της. Για τις γνώσεις του, για τα χαρίσματά του. Όλα ο μπαμπάς, μόνον εκείνος. Κανείς άλλος. Πολύ δε περισσότερο αυτός. Ο Όμηρος. Δεν συγκρίνονταν με τον κυρ-Γιώργο. Μια ζωή ήταν ο χαμένος στο μέτρημα. Αυτά όμως τα ήξερε, τα βίωνε σχεδόν καθημερινά. Ως και τα υπέμενε. Οπότε η συζήτηση στο τραπέζι είχε διαδικαστικό περιεχόμενο.

«Λοιπόν αφού θέλεις να κάνεις κάτι μόνος σου, κάντο. Εμένα μην με μπλέκεις! Αν πετύχεις, μπράβο σου! Διαφορετικά, όταν αποτύχεις και τα χάσεις όλα, μην ζητήσεις από μένα παρηγοριά! Άλλο τίποτα δεν έχω να πω… εξάλλου αρχίζει και η εκπομπή που παρακολουθώ!» Με αυτά τα λόγια, η Φρειδερίκη σηκώθηκε από το τραπέζι και πήγε στην τηλεόραση. Η ώρα ήταν εννιά το βράδυ και μόλις άρχιζε η εκείνη το σόου με τα τραγούδια και τα εκκολαπτόμενα αστέρια. Ήταν και ο τύπος από την κριτική επιτροπήˑ μία απόλαυση όταν σχολίαζε. Δεν θα τον έχανε για τις «τρέλες» του Όμηρου. Επ’ ουδενί λόγω.

«Ηλίθια!» Μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο Όμηρος. «Τέτοια ήσουν πάντοτε. Τι έπαθα ο βλάκας! Τυφλώθηκα και σε πήρα! Θα κάνω αυτό που θέλω και άστη να κουρεύεται. Απ’ όπου και να το πιάσεις… στο φτύσιμο με έχει. Εγώ θα γίνω ένας επιτυχημένος πολιτικός μηχανικός και μετά θα την διαολοστείλω. Ούτε ένα παιδί δεν ήταν άξια να μου κάνει!» 

* Εικονογράφηση: Αγγελική Μάρκοβιτς-Μοωαστηρίδου