Τι μπορεί να συμβεί όταν μια παρέα μεσήλικων βρεθεί σε ένα σπίτι για να περάσουν όμορφα ένα καλοκαιρινό βράδυ; Τι είναι αυτός ο φόβος που έρχεται στους ανθρώπους μαζί με το βράδυ;

Ads

 
* Οι απαντήσεις στην νουβέλα του Γιάννη Μάρκοβιτς «Ο φόβος επιστρέφει τη νύχτα» θα δημοσιεύεται σε συνέχειες στο Tvxs, από σήμερα Παρασκευή 18 Ιουλίου. Διαβάστε αύριο Σάββατο 19 Ιουλίου το δεύτερο μέρος: «Φρειδερίκη και Όμηρος».
 

Ο φόβος επιστρέφει τη νύχτα: 1. Στης Σωτηρίας

Βράδυ Ιουλίου στη Θεσσαλονίκη. Σ’ ένα διαμέρισμα, κοντά στο κέντρο της πόλης, η Σωτηρία ετοιμάζεται να υποδεχτεί τους φίλους της. Είναι καλεσμένοι για ποτό, μεζέδες και, όπως αναμένει, χαλαρή διασκεδαστική κουβέντα.. Έχει περάσει αρκετός καιρός από την τελευταία φορά που τους είχε μαζέψει στο σπίτι της. Οι ετοιμασίες πήγαν καλά και όλα είναι στην εντέλεια, εν αναμονή των αγαπημένων της  επισκεπτών. Η Σωτηρία είναι σε κίνηση και εν εγρηγόρσει…

«Μια στιγμή, έρχομαι! Περιμένετε ένα λεπτό! Εδώ είμαι, σας άκουσα!» Η Σωτηρία τακτοποίησε -με γρήγορες και ανάλαφρες κινήσεις- τα μαξιλάρια στους καναπέδες στο σαλόνι, έσιαξε την φούστα της και τράβηξε προς τα κάτω την μπλούζα. Μια αστραπιαία στάση στον καθρέπτη του διαδρόμου για να δει αν τα μαλλιά της ήταν σωστά χτενισμένα, αν στο πρόσωπο το μακιγιάζ παρέμενε ανέπαφο και ταχύτατα κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα. 

Ads

«Περάστε, περάστε! Καλώς ήρθατε!» Με χαμόγελο και εγκαρδιότητα υποδέχθηκε το ζευγάρι που βρίσκονταν μπροστά της και ετοιμάζονταν να εισέλθει στην οικία. «Χρυσή μου, τι κάνεις; Πόσο καιρό έχουμε να βρεθούμε;» Η Φρειδερίκη με παιχνιδιάρικη διάθεση και εμφανή ζωντάνια στις κινήσεις του σώματος (η ευδιαθεσία ήταν πέρα ως πέρα διάχυτη), αγκάλιασε τη Σωτηρία, την φίλησε σταυρωτά στο μάγουλο και την γέμισε με κόκκινο κραγιόν. 

Πίσω από την γυναίκα, μόνο εκατοστά του μέτρου σε απόσταση, στεκόταν ο Όμηρος. Κρατούσε ένα κουτί με γλυκά και μια καλά τυλιγμένη τσάντα, που από το σχήμα της έδειχνε ότι πρέπει να περιείχε ένα ή δύο μπουκάλια από κάποιου είδους ποτό. «Έλα, Φρειδερίκη, προχώρα! Πάμε μέσα. Μ’ έχεις εδώ πίσω, έξω από το σπίτι, φορτωμένο μ’ ένα σωρό πράματα! Σα γαϊδούρι μοιάζω, πρέπει όμως να ξεσαμαρώσω!» διαμαρτυρήθηκε ο Όμηρος, σπρώχνοντας ελαφρά με το σώμα του την Φρειδερίκη και δίνοντάς την να καταλάβει ότι έπρεπε να σταματήσει τα χαζόλογα και τις φιλοφρονήσεις με την οικοδέσποινα. «Αυτά τα γυναικεία χαριεντίσματα, δεν λένε να τελειώσουν!», σκέφτηκε κάνοντας ταυτόχρονα μια ανεπαίσθητη κίνηση που πρόδιδε την αρνητική του διάθεση. 

«Καλά χριστιανέ μου! Εντάξει, μην με ταράζεις! Ξέρεις πόσο καιρό έχουμε να βρεθούμε με τη Σωτηρία;» του είπε προκλητικά η Φρειδερίκη. 

Ευτυχώς που εκείνη την στιγμή δεν γύρισε προς τα πίσω, ώστε να δει την γκριμάτσα απέχθειας γι’ αυτό που είπε. Να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με το στραβομουτσούνιασμα του Όμηρου. Μόνο η Σωτηρία το είδεˑ αυτής δεν την επιτρεπόταν ο δημόσιος σχολιασμός. 

Φρειδερίκη και Ομηρος προχώρησαν και αφού άφησαν τα δώρα στο κλασικό μπουντουάρ με τον μεγάλο σκαλισμένο καθρέπτη -εκείνον που πριν από λίγα λεπτά σταμάτησε μπροστά του για να σιαχτεί η Σωτηρία- πήγαν και κάθισαν στον τριθέσιο καναπέ που δέσποζε στην κορυφή της σάλας. 

«Ουφ! Πολύ ζέστη και σήμερα, έτσι; Από το πρωί δεν λέει να πέσει η θερμοκρασία κάτω από τους τριανταπέντε βαθμούς. Και εκτός αυτής, είναι η υγρασία. Το καλοκαίρι η Θεσσαλονίκη γίνεται ανυπόφορη! Ευτυχώς που έχουμε το σπίτι στην Χαλκιδική και μπορούμε να ξεφεύγουμε τα Σαββατοκύριακα ή όποτε τέλος πάντων το καταφέρνουμε. Ο Όμηρος βέβαια, έγινε τελευταία βαρύς και ασήκωτος! Το ένα τον πειράζει, το άλλο τον ταράζει! Να καταλάβεις καλή μου, πόσο έχει αλλάξει από τότε που τον πρωτογνώρισες… τις προάλλες που πήγαμε με τους κουμπάρους μας στην Ποτίδαια, έβριζε συνέχεια στο δρόμο του πηγαιμού και στην επιστροφή σταμάτησε το αυτοκίνητο κάτω από την ζέστη και δεν κουνιόνταν. Ξέρεις εκεί, απέναντι από τα ζαχαροπλαστεία. Έχει κίνηση και εγώ δεν οδηγώ μ’ αυτές τις συνθήκες. Τέτοια χαζά έλεγε. Συνεχώς βλαστημούσε. Άσε που δεν μπορούσαμε να κατέβουμε και να πάμε να πιούμε ένα καφέ! Άντε, καλά αυτός! Εμείς όμως γιατί να ταλαιπωρούμαστε μαζί του; Εν τέλει, ρίξαμε έναν καυγά, χαλαστήκαμε και έβαλε πάλι μπρος το αμάξι του για να συνεχιστεί ο Γολγοθάς της επιστροφής». 

Η Φρειδερίκη μιλούσε ασταμάτητα. Δεν έδινε χρόνο ούτε στον εαυτό της, να πάρει τις αναγκαίες ανάσες. Λες και είχε ρουφήξει τον αέρα λίγα λεπτά πριν και τον άφηνε με περίτεχνο τρόπο να βγαίνει από μέσα της. Έτσι όπως κάνουν οι έμπειροι βουτηχτέςˑ οι σφουγγαράδες. Αυτή μιλούσε και η οικοδέσποινα ήταν όρθια, μεταφέροντας από την κουζίνα μια κανάτα με κρύο νερό και παγάκια, μαζί με δύο κρυστάλλινα ποτήρια. Έδειχνε να μην δίνει μεγάλη σημασία σε αυτά που άκουγε. Περισσότερο ήταν υποχρεωμένη από τον άτυπο κώδικα φιλοξενίας να φαίνεται ότι παρακολουθεί και να συγκατανεύει σε όσα λέγονταν. 

Μπορεί η Σωτηρία να είναι δεσμευμένη από τα πρωτόκολλα, όχι όμως ο Όμηρος. «Άστα αυτά τώρα! Όπου πας και όπου βρίσκεσαι όλο τέτοια λες! Μην χάσεις την ευκαιρία. Νομίζεις ότι εσύ είσαι καλύτερη; Ότι είσαι η αλάθητη; Σταμάτα πια! Εδώ ήρθαμε για να περάσουμε καλά. Να χαλαρώσουμε με τα παιδιά και όχι να ακούμε τις δικές σου μουρμούρες!» 

Ο Όμηρος πήρε φόρα και ρίχνοντάς της ένα άγριο και απειλητικό βλέμμα, τής έδειξε ότι δεν θα ανέχονταν άλλο αυτή την κουβέντα. Η Φρειδερίκη μαζεύτηκε, χώθηκε βαθιά μέσα στα μαξιλάρια του καναπέ, κοίταξε με βλέμμα που μπέρδευε -απορία, έκπληξη ή τρόμος, όλα μαζί ανάμικτα- και έκανε να πιάσει την κανάτα με το νερό. 

«Εντάξει, εντάξει! Σταματώ. Σωτηρία, ποιοί άλλοι είπες ότι θα έρθουν; Αλήθεια, πού είναι ο δικός σου; Ήρθαμε πρώτοι και βλέπω ότι δεν πρόλαβες να ετοιμαστείς!» Οι δύο τελευταίες προτάσεις ειπώθηκαν με εμφαντικό τρόπο και με μια υποδόρια ειρωνεία. Καλά συγκαλυμμένη, αλλά αρκούντως εμφανής ώστε να ενεργοποιήσει ανάλογα αντανακλαστικά στη Σωτηρία. 

«Τι θράσος», σκέφτηκε η νοικοκυρά του σπιτιού. «Ανεπίτρεπτο. Ακούς εκεί ότι δεν είμαι έτοιμη! Μόνο τις γόβες μου δεν πρόλαβα να βάλω. Και αυτοί, ενννιάμιση του λες, από τις εννιά έρχονται! Έτσι κάνουν πάντα!» «Χρυσή μου, μην στεναχωριέσαι, όλα είναι έτοιμα! Ο δικός μου… είναι στο δρόμο και έρχεται. Κάτι τού προέκυψε, κάτι έκτακτο, αυτό ξέρω. Ειδάλλως θα ήταν εδώ και θα έκανε παρέα στον δικό σου!» Τις τελευταίες λέξεις, τις είπε με αρκετή δόση χαιρεκακίας και με την δέουσα προκλητική διάθεση. 

Έτσι συνήθως αντιδράει η Σωτηρία, αλλά τέτοια είναι και η Φρειδερίκη. Η μία δεν αφήνει τίποτα να «πέσει κάτω», η άλλη σχολιάζει και κριτικάρει τα πάντα. Ό,τι μαθαίνει, αυτά που βλέπει, όσα της λένε. Είναι όμως φιλενάδες από τα παλιά, πριν παντρευτούνε. Πριν ακόμα φτιάξει η καθεμία τη ζωή της και χωρίσουν τα ενδιαφέροντά τους. Εδώ και αρκετά χρόνια, επί το πλείστον, συναντιούνται με τους συζύγους τους. Σε βραδιές σαν την σημερινή, με αποτέλεσμα να μην μοιράζονται αρκετά από τα μυστικά τους και να έχει χαθεί προ πολλού η μαγεία της νεότητας, να παραμένουν όμως αυτό που στην καθομιλούμενη ονομάζεται «οι κολλητές».

* Η εικονογράφηση είναι της Αγγελικής Μάρκοβιτς