Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης είναι μία από τις πιο δημιουργικές ποιητικές φωνές των ελληνικών γραμμάτων. Με κυπριακή καταγωγή διαμορφώνει αρχικά μία ποιητική συνείδηση που συνδέεται άμεσα με το ηρωικό παρελθόν του απελευθερωτικού αγώνα κατά της βρετανικής κυριαρχίας κι αργότερα πιο ώριμη με τη διχοτόμηση και την κατοχή της Μεγαλονήσου.

Ads

«Κανένας ποιητής δεν έστρεψε τις κεραίες του με τόση δεκτικότητα προς την κατεχόμενη Κύπρο, αλλά και προς τα προβλήματα που η ίδια η κατοχή δημιούργησε και δημιουργεί με το πέρασμα του καιρού»[1]. Και μολονότι πριν την κατοχή ο ποιητής έμενε σε απόσταση από την ποιητική διαπραγμάτευση των πολιτικών και κοινωνικών δρώμενων της εποχής του, η Εισβολή τον βρίσκει πιο ώριμο από ποτέ, ώστε με καινοφανή ποιητική ένταση να αγγίξει το εθνικό δράμα.

Σύμφωνα με τον Γαραντούδη «η υψηλή αισθητική αξία της ποίησης του Χαραλαμπίδη τον αναδεικνύει σε έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές της μεταπολεμικής και της μεταπολιτευτικής περιόδου. Ειδικότερα, η εκτίμηση της μεγάλης αξίας της ποίησής του και η διακρίβωση της θέσης της συναρτώνται κατά βάθος με όλα εκείνα τα διακριτικά γνωρίσματά της που την κάνουν να διαφέρει αισθητά, αν όχι να βρίσκεται στους αντίποδες, σε σύγκριση με τις κυρίαρχες τάσεις της σύγχρονης ελληνικής ποίησης[2]».

image

Ads

Ήδη βέβαια από το 1973 η Νόρα Αναγνωστάκη σημείωνε πως «ο Κύπριος φτιάχνει τον κόσμο απ’ εξαρχής, εφευρίσκοντας μια καινούρια ποιητική γλώσσα σαν να αντικρίζει για πρώτη ή πολλοστή φορά τα πράγματα και τους συνδυασμούς τους»[3]. Και πράγματι αυτό που διέκρινε τον Χαραλαμπίδη από άλλους αξιόλογους ποιητές των μεταπολεμικών γενιών είναι η μεστότητα κι ο πλούτος της ποιητικής του έκφρασης.

Η πρόσφατη ποιητική του συλλογή «Ηλίου και Σελήνης άλως» (Ίκαρος, 2017) ξεχωρίζει για την πλούσια γλώσσα του μέσα σε μία ροή προφορικότητας. Λέξεις της αρχαιότροπες συνδυασμένες με στοιχεία κυπριακού ιδιώματος και καθημερινής γλώσσας διαμορφώνουν έναν ιδιότυπο λυρισμό. Οι εκφραστικές του επιλογές κινούνται στο επίπεδο μίας εμπλουτισμένης γλωσσικής ποικιλίας με αρχαΐζουσες λέξεις, σύμμικτες με τον καθημερινό λόγο.

Ωστόσο, το γλωσσικό μείγμα δε δυσχεραίνει διόλου τη νοηματική προσήλωση του ακροατή/αναγνώστη ακριβώς επειδή του είναι οικείες και εντάσσονται αβίαστα στη στιχουργική του. Έτσι ο ποιητής αποφεύγει τον βερμπαλισμό, ενώ η προφορική διάσταση της γραφής του φέρνει μία νηνεμική ισορροπία.

Η ποιητική του δε βουλιάζει στο λόγιο ή επιτηδευμένο ύφος, παρά τη διαρκή φροντίδα που αφιερώνει στον στίχο. Καταφέρνει να αποτυπώσει καλλιτεχνικά όλο τον γλωσσικό πλούτο της ελληνικής, με ρυθμό που υπηρετεί τη συναισθηματική ένταση των συνθέσεων και των προβληματισμών του. Οι λέξεις του παραμένουν ζωντανές συνδέοντας το κυπριακό ιδίωμα με την ελλαδική διάλεκτο και το γλωσσικό παρελθόν, μέσα σε μία σκηνική στιχουργία καθιστώντας τη γλώσσα του λειτουργική.

Παράλληλα, το πλούσιο λεξιλόγιο βρίσκεται σε αρμονία τόσο με τη συχνή επίκληση της μυθολογίας όσο και με τον στιχουργικό ρυθμό και τη συναισθηματική ένταση. Εξάλλου, ο Χαραλαμπίδης υιοθετεί τη μουσικότητα δραματικών έργων ή άλλοτε του δημοτικού τραγουδιού, δημιουργώντας ένα έργο θεατρικό στην ουσία του, που ισορροπεί με τον φροντισμένο λόγο και τους λεξιλογικούς θησαυρούς του. Συνδιαλέγεται με όλη τη λογοτεχνική παράδοση, από το έπος και το δράμα μέχρι το δημοτικό τραγούδι και το μοιρολόι με τους κλασικούς ποιητές.

Διάλογοι ή μονόλογοι διασπαρμένοι σε όλη τη συλλογή ενισχύουν τούτη τη θεατρικότητα. Και καθώς αυτή συνδυάζεται με τη δραματικότητα του στίχου και την επιμελημένη έκφραση και σύνταξη ενισχύει τον τραγικό χαρακτήρα των συνθέσεων. Ερωτήσεις[4], διάλογοι[5], μονόλογοι με μίμηση α’ ενικού προσώπου[6], ή το διαλογικό β’ πρόσωπο[7] και οι κλητικές προσφωνήσεις[8] διαμορφώνουν ακριβώς το σκηνικό ύφος του έργου.

Έτσι όμως ο Χαραλαμπίδης δημιουργεί έναν σπάνιο δραματικό λυρισμό που ξεπερνά τη μίμηση των αρχαίων έργων. Ο λυρικός τόνος εντοπίζεται σε κάθε σχεδόν στίχο, καθώς συντελείται με τη φροντισμένη γλώσσα, την ακανόνιστη συχνά σύνταξη και τα σκηνικά στοιχεία, όπως οι συνεχείς ερωτήσεις[9] και τα σχόλια μέσα σε παύλες[10] ή παρενθετικά[11] και φυσικά με τη μουσικότητα.

Διακρίνουμε μία πηγαία αντίληψη του Κύπριου ποιητή σχετικά με αυτό που αποκαλείται εθνική ποίηση, αναζητώντας να φέρει το παρελθόν κοντά στο παρόν μακριά όμως από εθνικιστικούς βερμπαλισμούς. Άλλωστε, η ποίηση δεν είναι κάποιο πολιτικό ιδεολόγημα, αλλά μία τέχνη που κινείται μεταξύ συναισθημάτων και φθόγγων. Χαρακτηριστικά άλλωστε στοιχεία της ποιητικής του Χαραλαμπίδη είναι η ποιητική σύνδεση με τη μυθολογία, τη λογοτεχνική παράδοση και τις διακειμενικές αναφορές στους κλασσικούς πια λογοτέχνες του μοντερνισμού και η σύνδεση της έκφρασής του με τη γλωσσική παράδοση.

Αξιοποιεί όλο το μυθολογικό θησαυροφυλάκιο. Ποτέ άλλοτε τόσος μυθικός πλούτος δεν εντάχθηκε σε ένα σύγχρονο ποιητικό έργο. Θεότητες ήρωες και περιστατικά μυθικά απαντώνται συνεχώς. Πρόσωπα μυθικά[12] αναβιώνουν στους στίχους του Χαραλαμπίδη τοποθετημένα με τάξη και ρυθμό στο ποιητικό του μωσαϊκό[13]. Ταυτόχρονα, όμως, επιστρατεύει την ιστορία[14] και θρησκευτικές δοξασίες[15] ως έτοιμο υλικό, γνώριμο στο κοινό, που μετασχηματίζει σε σύμβολο για να εκθέσει την υπαρξιακή αγωνία του.

Η θνητότητα, εξάλλου, καταλαμβάνει σημαντικό μέρος στην ποιητική του[16], σύμμικτη με τις “εθνικές” αναζητήσεις[17] ή τον έρωτα. Μία αίσθηση λαγνείας[18] διαποτίζει τις συνθέσεις του· ωστόσο, τούτη ισοσταθμίζεται με τη δραματική έκφραση και τη λυρική διάθεση και συμπλέει με την υπαρξιακή αναζήτηση.

Είναι, ωστόσο, σημαντικό να φωτίσουμε και τη σαρκαστική οπτική του Χαραλαμπίδη. Μία υποδόρια ειρωνεία μοιάζει να σκεπάζει όλη τη συλλογή σαν ομίχλη. Άλλοτε πιο έντονη και άλλες φορές απαλή, αφήνει ένα ανατρεπτικό μειδίαμα στον ακροατή/αναγνώστη. Ο δημιουργός ειρωνεύεται δοξασίες[19] και καταστάσεις[20], άλλοτε με υποκριτική διάθεση[21] κι άλλες φορές άμεσα με σχόλια[22].

Η ειρωνεία του λειτουργεί ως αμυντικό όπλο στην επίθεση του απίθανου και ενίοτε απέναντι στον πόνο[23]. Άλλες φορές η ποιητική ειρωνεία δεν είναι ανατρεπτική, αλλά διακρίνεται από μία γνήσια εκδήλωση συμπάθειας κι ενσυναίσθησης κατά το τραγικό πρότυπο[24]. Άλλωστε, η ποιητική ειρωνεία αναδύεται από κάθε περίτεχνη αξιοποίηση εκείνο που θεωρεί γνώριμο και δεδομένο το κοινό[25] ή συνδέοντας το επίκαιρο με τον μύθο[26]. Άλλοτε η μίμηση ύφους αφήνει τη δική της ειρωνική γεύση[27].

Με διεθνή αναγνώριση και πολυμεταφρασμένος στο εξωτερικό (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, σουηδικά, ολλανδικά, βουλγαρικά και αλβανικά), ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης απολαμβάνει τιμητικές διακρίσεις σε όλο τον κόσμο. Με την άρτια τεχνική του και τη φυσικότητα του λόγου του ο Κύπριο ποιητής ανασκαλεύει τους μύθους και την ιστορία αξιοποιώντας το ανεξάντλητο υλικό των ελληνικών θησαυρών. «Ζωογονεί την μαρασμένη και ασθενούσα νεοελληνική Ποίηση. Της ξαναδίνει με το πρέπον δέος το μεγάλο της ηθικό θεμέλιο, έναν νέο και σφριγηλόν Ουμανισμό»[28]. Η αισθητική αξία της ποιητικής του, άλλωστε, τον έχει καταδείξει σε μία δεσποζουσα θέση  στα ελληνικά γράμματα.
 

[1] Κριτική του Δ. Δασκαλόπουλου.
[2] Ευριπίδης Γαραντούδης, Κυριάκος Χαραλαμπίδης: Η αντοχή του εθνικού ποιητή στις μέρες μας, Πανεπιστήμιο Αθηνών (τελετή αναγόρευσης του ποιητή σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Φιλολογίας), 29/11/2013.
[3] Kριτικές για το έργο του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, Νόρα Αναγνωστάκη. Χρονικό ’73.
[4] ο νανοτεχνολόγος, Αφροδίτης άγνοια, αιώρημα, Δελφοί.
[5] το φακελάκι του γιατρού της Αγριππίνας, Αφροδίτης άγνοια, το θραύσμα, η μάνα του Ιούδα, Μαγδαληνή μαθήτρια, σχισμή, η αφελής ερώτηση της Μαρίας, Κρόνος και Ρέα Ιούλιος 1974, μετά την άλωση Α’, Απόλλων Ευρεσιώτας.
[6] το θραύσμα, σπίτι δικό μου, ομολογία πίστεως, Αλέξανδρος για Ηφαιστίωνα, Κύπριδος μονωδία.
[7] το θραύσμα, αιώρημα, το στόλισμα της Αφροδίτης.
[8] βλ. Κύπριδος μονωδία, Αφροδίτη μόνη, λογισμός, Μαγδαληνή μαθήτρια, Αχιλλέως απόφασις, θέατρο σκιών.
[9] βλ. θεώρημα.
[10] βλ. αποτρόπαιον, προ της ωραίας Πύλης των Δώδεκα Νήσων, Αφροδίτη μόνη, Αφροδίτης άγνοια, ο νανοτεχνολόγος, Κορινθιαστές, λογισμός.
[11] βλ. ένα Σάββατο, σχισμή, περί της οικοδόμησης του ναού της Αγίας Σοφίας, Υπατία
[12] βλ. Κλέεια, Ευδώρη, Κορωνίς, Φαιώ και Φαισύλη, προ της Ωραίας Πύλης των Δώδεκα Νήσων, το στόλισμα της Αφροδίτης.
[13] βλ. ομολογία πίστεως, λογισμός, οπώρα.
[14] βλ. κορινθιαστές, Σαπφώ, Υπατία, υπέρ της οικοδόμησης του ναού της Αγίας Σοφίας.
[15] βλ. Μαγδαληνή μαθήτρια, ο τυφλός μάγος.
[16] βλ. ένα Σάββατο, σχισμή, αγιασμός των υδάτων εν Σμύρνη, Αχιλλέως απόφασις, Αλέξανδρος για Ηφαιστίωνα, νυμφίου αγνοούμενου, η μάνα του Ιούδα.
[17] βλ. αγιασμός των υδάτων εν Σμύρνη το 2016 π.Χ,, Κύπριδος μονωδία.
[18] βλ. λογισμός, αποτρόπαιον, ομολογία πίστεως, οπώρα, μετά την άλωση Β’.
[19] Μαγδαληνή μαθήτρια, ένα Σάββατο.
[20] βλ. κορινθιαστές, Βασιλική, Υπατία περί της οικοδόμησης του ναού της Αγίας Σοφίας, καρπολατρία, μετά την άλωση Α’.
[21] βλ. κορινθιαστές, Αλέξανδρος για Ηφαιστίωνα, Σαπφώ.
[22] βλ. ένα Σάββατο, περί της οικοδόμησης του ναού της Αγίας Σοφίας.
[23] βλ. σχισμή.
[24] βλ. η μάνα του Ιούδα, η αφελής ερώτηση της Μαρίας, νυμφίου αγνοουμένου.
[25] βλ. κόρφος, Λεωνίδας, προ της Αλώσεως, η απολεσθείσα.
[26] βλ. Αλέξανδρος για Ηφαιστίωνα, ο τελευταίος ειδωλολάτρης, Απόλλων Ευρεσιώτας, Κρόνος και Ρέα Ιούλιος 1974, ο γυρισμός της ξενιτεμένης, βόδια στο νερό.
[27] βλ. Αλέξανδρος για Ηφαιστίωνα, του Χάρου τ’ άλογα.
[28] Τ. Κ. Παπατσώνης, Πρόλογος στην «Άγνοια του Νερού», 1967.