Το αστυνομικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα έχει μία μακρά παράδοση που ακολουθεί τις εξελίξεις της αγγλόφωνης αστυνομικής μυθοπλασίας. Στοιχεία θρίλερ εντοπίζονται σε πολλά ελληνικά μυθιστορήματα. Λίγες είναι όμως οι φορές όπου η αστυνομική υπόθεση μετατρέπεται σε ψυχολογικό θρίλερ συναντώντας τη λογοτεχνία. Και ακόμα λιγότερα τα έργα στα οποία η ψυχογράφηση των ηρώων την επιμελημένη έκφραση με ποιητικά χαρακτηριστικά.

Ads

Το δρόμο αυτό χαράσσει Γιώργος Σπυράκης και το μυθιστόρημα του «ε.σύ» (libron εκδοτική, 2016). Το βιβλίο εντάσσεται στο ρεύμα του φοβικού ρεαλισμού, του οποίου βασικός εισηγητής στην Ελλάδα είναι ο συγγραφέας με το εν λόγω μυθιστόρημα. Και ο φοβικός ρεαλισμός κινείται αυτόνομα ανάμεσα στο θρίλερ, το ψυχολογικό μυθιστόρημα και τον αστυνομικό μύθο.

Και αυτό που ξεχωρίζει στο βιβλίο είναι η ικανότητα του συγγραφέα να διεισδύσει βαθιά στην ψυχολογία των ηρώων ακόμη και στις πιο σκληρές στιγμές της πλοκής. Με ικανότητα ψυχογράφου εισχωρεί σε κάθε αίσθηση και συναίσθημα των ηρώων του επιμηκύνοντας τη μακρά παράδοση της ελληνικής πεζογραφίας. Οι σκηνές σκληρής βίας, που καταγράφονται με τρομακτική παραστατική δύναμη, ξεπερνούν τη συνηθισμένη φιλμική απόδοση σε κείμενο, με την ψυχογράφηση του πόνου ή του σχιζοφρενικού σαδισμού.

Άλλωστε, ο φοβικός ρεαλισμός ως μια καινούργια αρχή στη διεθνή κι ελληνική λογοτεχνία διατηρεί τη δική του δομή λόγου και η λογοτεχνία με στόχο να παράγει συναισθήματα στον αναγνώστη, αγγίζοντας τις δικές του φοβίες. Το σκοτάδι, το άγνωστο και το απρόσμενο με τα παιχνίδια του μυαλού και την ψυχολογική κυριαρχία ή τις σκιές, τους ήχους και την “δέσμια” ακινησία αποτελούν συνηθισμένα φοβικά συμπλέγματα που αξιοποιεί δεξιοτεχνικά ο συγγραφέας.

Ads

Ο μικροπερίοδος λόγος, που θυμίζει συχνά τον Γιώργο Ιωάννου, διαμορφώνει την αφηγηματική ροή και εντείνει την αγωνία και το αίσθημα τρόμου που καταλαμβάνει με τη ζωντάνια του κειμένου τον αναγνώστη. Η απουσία μεγάλων περιόδων λόγου και οι απότομες παύσεις που επιβάλλει η έκφρασή του συντελούν καταλυτικά στη συναισθηματική κυριαρχία του κειμένου.

Οφείλουμε όμως να ρίξουμε την προσοχή μας κριτικά και την ξεχωριστή αφηγηματική τεχνική του Σπυράκη. Ο συγγραφέας αξιοποιεί όλους τους αφηγηματικούς τρόπους μεταπηδώντας από τον παντογνώστη αφηγητή με μηδενική εστίαση (ο αφηγητής ξέρει περισσότερα από ό,τι τα πρόσωπα) στον συμμετέχοντα με εσωτερική εστίαση (ξέρει όσα και τα πρόσωπα) κι άλλοτε με εξωτερική (ο αφηγητής ξέρει λιγότερα από τα πρόσωπα). Έτσι, καταφέρνει μέσα από την περιγραφή να μεταφράσει σε λέξεις κάθε αίσθημα πόνου και αγωνίας των ηρώων.

Άλλωστε, η αφήγηση και η περιγραφή του Σπυράκη είναι αυτές που τον διαφοροποιούν από κάθε άλλο πεζογράφο της γενιάς του. Οι εναλλαγές αφηγηματικών τρόπων και οι πειραματισμοί του οδηγούν ένα βήμα πιο μπροστά την ίδια την ελληνική πεζογραφία, διαμορφώνοντας ένα εντελώς προσωπικό ύφος. Η τριτοενική αφήγηση του παντογνώστη μετασχηματίζεται σε μία δευτερόπροσωπη αφήγηση με εξωτερική εστίαση αντί ενός εξωτερικού παρατηρητή, κατά την οποία ο αφηγητής ξέρει -ων έξω από τη δράση- περισσότερα από το δευτεροενικό πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται.

Στην πραγματικότητα ο συγγραφέας αντικαθιστά το τριτοενικό υποκείμενο ή αντικείμενο -της κλασικής μα ψυχρής αφήγησης- με ένα δευτεροενικό πρόσωπο δράσης, προσφέροντας έτσι μία οικειότητα προς τον ήρωά του. Φέρνει την πρωταγωνίστρια-θύμα πιο κοντά στον αφηγητή και στον αναγνώστη, δίνοντας έτσι μία άλλη συναισθηματική διάσταση στα πάθη και οδηγώντας τον αναγνώστη να συν-βιώνει τους πόνους της κεντρικής ηρωίδας. Την ίδια στιγμή, οι συχνές και κλητικές προσφωνήσεις διαμορφώνουν έναν ψευδοδιάλογο μέσα στην αφήγηση προσφέροντας ζωντάνια και σκηνική παραστατικότητα, κάτι που είναι πολύ σπάνιο στα μυθιστορήματα.

Μόλο που το β’ ενικό πρόσωπο δεν αποτελεί καινοτομία στην παγκόσμια λογοτεχνία, καθώς το συναντήσαμε και στον Τομ Ρόμπινς («ντυμένοι μέσα στις βατραχοπιτζάμες μας»), ωστόσο στην ελληνική πεζογραφία συντελεί μία καινοτόμα προσθήκη. Ένας νεωτερισμός που ολοκληρώνεται με την απόδοση του ε.σύ ως σημαινόμενου.

Και έχει σημασία να υπογραμμίσουμε τη λογοτεχνική χροιά της εκφραστικής του Σπυράκη, ο οποίος προσπερνά την κοινότυπη αφηγηματική ροή με πρωτότυπες εκφραστικές διεξόδους, που θυμίζουν συχνά ποιητική απόδοση. Χαρακτηριστικές μεταφορές και φράσεις που θεμελιώνονται στην ποιητική ανοικείωση διανθίζουν την κειμενική ροή του μυθιστορήματος. Με τη φροντίδα αυτή που δείχνει στη γλώσσα ο συγγραφέας καταφέρνει να εντείνει το συναίσθημα που εξάγει το βιβλίο συμπλέκοντας την έκφραση με την απρόβλεπτη πλοκή.

Χαρακτηριστικό δε είναι ότι ο συγγραφέας παρουσιάζει τα ονόματα των ηρώων πολύ αργά ως μία αυθόρμητη προσθήκη στην πλοκή. Έχει σημασία να σημειώσουμε την ιδιαίτερη πλοκή του μυθιστορήματος καθώς το αστυνομικό στοιχείο συμπλέκεται με το φοβικό στοιχείο του θρίλερ και ταυτόχρονα διατηρεί με τα φυσικά χαρακτηριστικά θεμελιωμένα στην ομοζυγωτική τηλεπαθητική επικοινωνία των ηρωίδων.

Επιλογικά, η αφηγηματική ρευστότητα του Σπυράκη διαμορφώνει ένα συναισθηματικό κλίμα το οποίο επιτρέπει στον συγγραφέα να αναδείξει όλα τα φοβικά σύνδρομα μα και να εκθέσει σε μία διαρκή -μα ελεγχόμενη- αγωνία τον αναγνώστη. Η πλοκή στην ουσία καθίσταται συνοδοιπόρος της εκφραστικής αρτιότητας και του κλιμακωμένου πεδίου των συναισθημάτων, σε αντίθεση με όσα έχουμε συνηθίσει από άλλα μυθιστορήματα.

Και ως εισηγητικό μίας νέας τάσης στην ελληνική μυθιστοριογραφία αποτελεί μία σημαντική βάση ώστε να θεμελιωθεί και να εξελιχθεί το πεζογραφικό ρεύμα του φοβικού ρεαλισμού. Είναι αναγκαίο να αρχίσει ένα γόνιμος καλλιτεχνικός διάλογος που θα ανανεώσει το ελληνικό μυθιστόρημα. Ωστόσο, την ίδια στιγμή είναι αναγκαίο να διαχωριστεί η λογοτεχνία από τη στείρα μυθοπλασία και να πάψουν να συγκαταλέγονται στις ίδιες στήλες εφημερίδες τα λογοτεχνικά και τα “ευπώλητα” βιβλία.