Διάφοροι φίλοι με ρωτούν αν ο «Άχρηστος Δημήτρης» είναι ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα και πιο συγκεκριμένα αν ο Γιώργος που αφηγείται στο βιβλίο την ιστορία του Δημήτρη είμαι εγώ. Ο συγγραφέας Γιώργος Συμπάρδης αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη, τη δημιουργική πορεία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο– του μυθιστορήματος «Ο Άχρηστος Δημήτρης», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.

Ads

«Δεν είναι μόνο που έχει το ίδιο όνομα με εσένα», μου λένε. «Γεννήθηκε κι εκείνος το ’45, είναι δικηγόρος, έμενε κάποτε στο Θησείο και μάλιστα στην οδό Ιουλίου Σμιθ, μετακόμισε ύστερα στην Πλάκα σ’ ένα διαμέρισμα πανομοιότυπο με το δικό σου και δούλευε στον Πειραιά. Άρα», βγάζουν το συμπέρασμα «είσαι εσύ!».
 
Οι ίδιοι φίλοι που μπορεί να θυμούνται τα διάφορα αυτοκίνητα που μέχρι σήμερα απέκτησα ή οδήγησα, όσο και να σπάνε το κεφάλι τους, δεν θυμούνται να μπήκαν ποτέ στο Οτομπιάνκι, στο Φιάτ και στη Στάρλετ του μυθιστορήματος και, το κυριότερο, γνωρίζουν ότι ποτέ δεν συγκατοίκησα με κανέναν Δημήτρη, ή μάλλον ότι ποτέ δεν συγκατοίκησα με κανέναν και με καμία εκτός από τη μητέρα μου. Και όμως εξακολουθούν να αμφιβάλλουν και να υποπτεύονται ότι ο «Άχρηστος» είναι ένα βιβλίο αυτοβιογραφικό.
 
Προσπαθώ τότε, λοιπόν, κι εγώ να τους εξηγήσω ότι ο Γιώργος του μυθιστορήματος είναι ένα πρόσωπο πραγματικό και ταυτόχρονα φανταστικό, υπαρκτό και συνάμα επινοημένο. Παραδέχομαι επίσης, καθώς τους εξηγώ, ότι η ομοιότητα των πραγματικών και υπαρκτών χαρακτηριστικών του ήρωα με τα δικά μου υπήρξε πηγή μεγάλης αμηχανίας και για μένα. Ήταν όμως αυτή η, ας την πω έτσι, ταυτοπροσωπία μας η πιο έντιμη λύση που μπόρεσα να βρω στο πρόβλημα που αντιμετώπιζα όταν σχεδίαζα το πώς και ποιος θα είναι ο αφηγητής μου.
 
Έντιμη, γιατί ήταν η λιγότερο συμβατική λύση, αλλά και αποδοτική, γιατί πρώτα απ’ όλα μου προμήθευσε τον ένα πόλο της αφήγησης, τον καλλιεργημένο και θαμπό και στείρο δικηγόρο και κατόπιν ένα δύο ακόμα υπαρκτά πρόσωπα, χαρακτήρες δευτερεύοντες ίσως αλλά και έτοιμους, χώρους γνώριμους και αγαπημένους, την πολύτιμη δεκαετία 1974-84 και, το σπουδαιότερο, όλα τούτα χωρίς να χρειαστεί να καταφύγω σε κατασκευές και φαντασιώσεις-προσφιλείς και χρησιμοποιημένες στο βιβλίο οπωσδήποτε, αλλά και μέχρις εξαντλήσεως για τον χρήστη τους κουραστικές.
 
«Μα, καλά, ούτε καν το όνομα του ήρωά σου δεν μπορούσες ν’αλλάξεις», επιμένουν ύστερα οι φίλοι. Ούτε, τους απαντώ. Από το όνομα «Γιώργος» ήταν αδύνατο να ξεφύγω, γιατί το θεωρούσα δεδομένο, ως συμπληρωματικό του άλλου πόλου της αφήγησης και του επίσης χριστιανικού ονόματος «Δημήτρης». Εξάλλου μόνον αφού πήρα την πρώτη κρυάδα, αφού δηλαδή πήρα το όνομά του ή του έδωσα το δικό μου και ταυτίστηκα μαζί του, μπόρεσα να επωφεληθώ και, παρά την αμηχανία μου, να προχωρήσω στην ιστορία.
 
«Ώστε, λοιπόν, το παραδέχεσαι; Κι αυτό θέλεις τελικά να μας πεις;» ρωτούν τότε οι ίδιοι φίλοι, απορημένοι και ανικανοποίητοι. «Ότι έτσι είσαι πράγματι: Άχρωμος και άοσμος και άκαπνος; Τόσο έρημος στη ζωή κι ανέραστος;».
 
Μα έτσι φαίνεται, τους απαντώ. Τι θέλετε να κάνουμε; Αφού εσείς που διαβάσατε το μυθιστόρημα σε αυτό το συμπέρασμα καταλήξατε, τους λέω, έτσι θα πρέπει και να είμαι.

image

Το μυθιστόρημα  «Ο άχρηστος Δημήτρης» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Ads