[…] Πιστέψαμε ότι μπορούμε να διάγουμε ελεύθερη και πλούσια ζωή χωρίς χειρωνακτική ή άλλη εργασία – μόνο με εμβάσματα, επιδοτήσεις, ευρωπαϊκά προγράμματα και ολίγο τουρισμό. Είναι απίστευτη η απληστία που εκδηλώσαμε, χωρίς μάλιστα την στοιχειώδη ευφυία να προβλέψουμε τι θα συνέβαινε στο τέλος της μέρας […]
Ο συγγραφέας Μιχάλης Μοδινός αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη τη δημιουργική εμπειρία της συγγραφής  –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο– του τελευταίου του μυθιστορήματος που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Εστία.
 
“Το βιβλίο πρωτογράφτηκε απνευστί τον δύσκολο χειμώνα του ‘12 κι ενώ η καταστροφή του τόπου ήταν ορατή. Είχε μεγάλες περιπέτειες. Στενοί φίλοι το βρήκαν  ιδιαίτερα σκληρό και αποκαλυπτικό, απορρίφθηκε από τον εκδότη μου και άλλους τρεις μεγάλους εκδότες (δεν μου είχε ποτέ συμβεί κάτι τέτοιο στο παρελθόν), επικαιροποιήθηκε, δημοσιεύθηκε εν μέρει σε συνέχειες σε μηνιαίο περιοδικό, ξαναγράφτηκε όσο ο τόπος βυθιζόταν στην ανέχεια, την κοινωνική διάλυση και τον εκφασισμό, εμφανίσθηκαν προδημοσιεύσεις του. Ώσπου η αείμνηστη Μάνια Καραϊτίδη και η Εύα Καραϊτίδη της Εστίας το  υιοθέτησαν ενθουσιωδώς. Και τώρα νάτο.

Ads

Εξ αρχής πρόθεσή μου ήταν να γράψω μια μυθιστορία της κρίσης, ένα  βιβλίο με πρωταγωνίστρια (και όχι απλώς με φόντο) την Κρίση. Ήθελα να σκιαγραφήσω μια δυστοπία που να παλινδρομεί μεταξύ ακραίου κυνισμού και έντονης συμπόνιας, έναν καθρέφτη ολωνών μας, θεωρουμένων ως υπαιτίων για ό,τι συνέβη τα τελευταία χρόνια, χωρίς φτιασίδια και απόδοση ευθυνών «κάπου αλλού». 

Η ιστορία τοποθετείται σε κάποιο χειμώνα  στο κοντινό μέλλον. Ένας μεσήλικας μηχανικός, υποψήφιος αυτόχειρας, παλινδρομεί τις νύχτες μεταξύ Αθήνας και Κορίνθου. Χρεωκοπημένος, χωρίς κοινωνικά στηρίγματα και φίλους, με την οικογένειά του διαλυμένη, διασχίζει ένα ζοφερό νυχτερινό τοπίο καταστροφής, συγκρούσεων και εκπτώχευσης, ανασκάπτοντας τα ερείπια της προσωπικής του ιστορίας – συνυφασμένα με την κατεδάφιση της χώρας.

Καθοδόν επανερμηνεύει την πραγματικότητα, αναζητεί τις ρίζες της χρεοκοπίας του στα χρόνια της άκοπης ευημερίας, συνθέτει το δημόσιο και το ιδιωτικό προκειμένου να ανιχνεύσει την ατομική και συλλογική αυτοκτονία, αιτιολογεί την απόφασή του ως υπέρτατο ανθρώπινο δικαίωμα όταν όλα γύρω καταρρέουν.

Ads

Ώσπου η κάθαρση προσφέρεται από όπου λιγότερο θα την περίμενε.
   
Επιδίωξα το βιβλίο αυτό να διαθέτει  την οικονομία και την καυστικότητα του συνθήματος, αλλά και μαύρο χιούμορ αντλημένο από το άφθονο υλικό της πολιτισμικής, οικολογικής και κοινωνικής μας παρακμής. Προέκυψε, πιστεύω, ένα υβρίδιο: χρονικό της κρίσης,  δοκίμιο για την αποσάθρωση των εθνικών μύθων,  σχόλιο για το αίτημα της ευτυχίας – εντέλει ένα πολιτικό αφήγημα.
 
Η Καταστροφή -όπως ορίζεται και στο βιβλίο- είναι αδυσώπητη και ίσως μη αντιστρεπτή. Η τελευταία πενταετία, οδήγησε στην υπανάπτυξη, διέλυσε τον κοινωνικό ιστό, σάρωσε το πολιτικό τοπίο, αποσυνέθεσε τις όποιες παραδοχές δόμησαν το νεοελληνικό πρότυπο.

Ένας βουλιμικός λαός αυτοοδηγήθηκε στην αναξιοπρέπεια και την επαιτεία χωρίς μάλιστα να συνειδητοποιεί τις ευθύνες του, ρίχνοντας πάντα στους άλλους το ανάθεμα – από τους Ευρωπαίους Εταίρους ως τους Πακιστανούς εργάτες γης και τις Γεωργιανές νοσοκόμες.

Η κάθαρση δεν επήλθε. Επιχείρησα λοιπόν να  πραγματευθώ τη νέα υπαρξιακή μας συνθήκη με όρους λογοτεχνίας γράφοντας ένα μελλοντολογικό μυθιστόρημα, πλην βαθιά ριζωμένο σε όσα προηγήθηκαν της καταστροφής – στις δεκαετίες ανεμελιάς, ωχαδελφισμού και κατασπάραξης της σάρκας μας. Η καταστροφή του ήρωά μου είναι η καταστροφή του τόπου και αυτή ακριβώς η Καταστροφή είναι ο ήρωας της αφήγησης. 
  
Προγραμματικά, θέλησα να δώσω μια σοκαριστική έστω απόδειξη ότι η λογοτεχνία μπορεί με τα δικά της μέσα να αποδώσει την κοχλάζουσα πραγματικότητα προσφέροντας τη λύτρωση. Βέβαια, η ίδια η Λίμνη Στυμφαλία του τίτλου είναι μια επάνοδος στο μυθολογικό μας παρελθόν αλλά και ένας πιθανός τόπος καταφυγής του ήρωα και του γιου του – ένα ολωσδιόλου πραγματικό γεωγραφικό τοπίο ή ένας νέος χώρος υποδοχής ή ακόμη μια αντίστιξη στην αθηναϊκή τερατογέννεση όπου η ζωή μοιάζει αδύνατη.
 
Πιστεύω ότι η μυθοπλασία δεν μπορεί να αποφύγει την πραγματικότητα, παρά την άφθονη φιλολογία περί του αντιθέτου. Οι λογοτεχνικές περσόνες δεν κινούνται σε κενό αέρος ούτε προκύπτουν με παρθονεγένεση.

Η οικολογική προσέγγιση  -όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ- είναι ο αντίποδας της αφελούς υπόθεσης ότι η ανάπτυξη θα συνεχίζεται επ’ αόριστον. Ότι μπορούμε να καίμε βουνοπλαγιές, να χτίζουμε όπου θέλουμε, να ρυπαίνουμε ό,τι θέλουμε, να αναλώνουμε ενεργειακούς και βιολογικούς πόρους ατιμωρητί.  Ότι η Μπελ Επόκ θα είναι εσαεί παρούσα. Ότι οι φυσικοί πόροι είναι ατελεύτητοι…

Στην Ελλάδα όλα τα πιο πάνω συνδυάσθηκαν και με μια εκ του πονηρού απάρνηση της πραγματικής οικονομίας, με ένα αρπακτικό διεκδικητισμό περιχυμένο με άφθονο αριστερόστροφο λαϊκισμό που τον υιοθέτησε ασμένως και η Δεξιά.

Πιστέψαμε ότι μπορούμε να διάγουμε ελεύθερη και πλούσια ζωή χωρίς χειρωνακτική ή άλλη εργασία – μόνο με εμβάσματα, επιδοτήσεις, ευρωπαϊκά προγράμματα και ολίγο τουρισμό.

Είναι απίστευτη η απληστία που εκδηλώσαμε, χωρίς μάλιστα την στοιχειώδη ευφυία να προβλέψουμε τι θα συνέβαινε στο τέλος της μέρας. Όλη μας η κοινωνική ευφυία αναλώθηκε στην παράκαμψη των υποχρεώσεών μας και την καταβαράθρωση των όποιων ηθικών αξιών, με την σύμπλευση μάλιστα του κράτους. Για σκεφτείτε την εκπληκτική αυτή αντίφαση όρων –«Νομιμοποίηση Αυθαιρέτων»-. Και ο λογαριασμός εντέλει μας επιδόθηκε, αν και με διευκολύνσεις εκ μέρους των εταίρων.
 
Στο δια ταύτα έχουμε ένα «πολιτικό αφήγημα χωρίς πολιτικούς» ή τουλάχιστον χωρίς πολιτικούς ως μυθιστορηματικούς ήρωες. Με ενδιαφέρει  η κοινωνία πολύ περισσότερο από την τρέχουσα πολιτική τάξη. Η ανάληψη της συλλογικής ευθύνης θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντική υπόθεση για να την αφήσουμε στους άλλους.

Επιπλέον με ενδιαφέρει πολύ περισσότερο ο τρόπος με τον οποίο η κοινωνία θα επανανακαλύψει στο μέλλον τον εαυτό της, θα ξαναοργανωθεί, θα αλλάξει τις πολιτισμικές σταθερές της. Αυτό εκφράζει και ο συμβολισμός της Στυμφαλίας ως Τελευταίας Εξόδου – μια απόδραση προς την ρεαλιστική ουτοπία. Αν και οι ίδιες οι Στυμφαλίδες Όρνιθες δεν είναι πια εδώ. Τις εξοντώσαμε εγκαίρως.-

image

 Απ’ όλα τα θαύματα του κόσμου περισσότερο μ’ αφήνει έκθμβο η ατρόμητη επέλαση του φωτός. Απ’ όλα τα θαύματα επιλέγω τη νίκη επί της νύχτας, που τώρα, κουρελιασμένη σε σκιές υποχωρεί άτακτα από το οροπέδιο. Ο μαβής βαρύς όγκος του βουνού στα δυτικά, τονισμένος από γενναιόδωρες πινελιές ροδαλού χιονιού, λιώνει μες στην πρωινή αχλύ. Η αιμάτινη γραμμή του ορίζοντα στην ανατολή προσπαθεί να ανασηκώσει την παγερή μολυβένια νέφωση πάνω από τον Σαρωνικό. Πίσω μου, η θαλάσσια λωρίδα του Κορινθιακού ανακτά το χρώμα της.

Οι γενειοφόροι άντρες με τις στολές παραλλαγής και τις κυνηγετικές καραμπίνες έλεγξαν το κάτι σαν πάσο με το οποίο με εφοδίασε ο Ειδικός Φρουρός. Τα μάτια τους έλαμπαν από τη φωτιά που τριζοβολούσε δίπλα στην μπάρα. Τα πρόσωπά τους μου θύμισαν κάτι προ πολλού ξεχασμένο, κάτι ακαθόριστα οικείο. Έτριβαν τα χέρια τους για να ζεσταθούν. Έπειτα, μου επέτρεψαν να βγω από το αυτοκίνητο. Μου πρόσφεραν ένα καυτό φλιτζάνι τσάι του βουνού κι ένα παξιμάδι. Καλωσόρισες από τη χώρα των νεκρών, είπε ένας τους.”

Ιδιότυπα τρυφερό, με μαύρο χιούμορ και άφθονο σαρκασμό, γεμάτο από εικόνες πολιτιστικής, οικολογικής και κοινωνικής παρακμής πλασμένες με την οικονομία και την καυστικότητα του συνθήματος, το νέο μυθιστόρημα του Μιχάλη Μοδινού είναι ταυτόχρονα χρονικό της κρίσης, δοκίμιο για την αποσάθρωση των εθνικών μύθων, οξυδερκές σχόλιο για το αίτημα της ευτυχίας, εντέλει ένα πολιτικό αφήγημα. Επιπλέον, είναι ίσως απόδειξη ότι η λογοτεχνία μπορεί με τα δικά της μέσα να αποδώσει την κοχλάζουσα πραγματικότητα, οδηγώντας στην κάθαρση.